Αυτός που κόβει τον γύρο στα γυράδικα.

οταν σπούδαζε ιστορία της τέχνης δεν ήξερε οτι στην ελλάδα καλήτερα να σπουδάσεις γυροκόφτης?

http://www.anime.gr/forum/topic/2984-%CE%BF%CE%B9-%CF%87%CE%BB%CE%B9%CE%B4%CE%AC%CE%BD%CE%B5%CF%81%CE%B3%CE%BF%CE%B9/

Got a better definition? Add it!

Published

ο τυλίγων πίτες στα γυράδικα. Αυτός που σσκεί επάγγελμα χωρίς να έχει κάποια ιδιαίτερη κάταρτιση πάνω σε αυτό. Γιατί ο καθένας μπορεί να τυλίξει γύρους, αλλά φυσικά δεν μπορεί ο καθένας να το κάνει για 10 συνεχόμενες ώρες και μάλιστα καθώς θα στέκεται όρθιος.

Τέσσερα έφαγα σε ένα βράδυ, τα δύο για το βουβάλι και τα άλλα δύο γιατί είναι κούκλος ο πιτοτυλιχτής και ήθελα να του κάμω νάζια.

Πηγή: Κλαρίνα Μπουράνα: 52ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης | iefimerida.gr

Got a better definition? Add it!

Published

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός για διαδικτυακό συνομιλήτη, με την έννοια πως αποτυγχάνει σε κάθε του προσπάθεια να πετύχει εναντίον μας μια e-νίκη (ηλεκτρονίκη), και ανταυτού τρώει απανωτές βεντούζες και τρομπόνια.

Πάλι μου βγάζεις γλώσσα; Δεν έβαλες ακόμα μυαλό ρε τρομπονολάγνε;

Got a better definition? Add it!

Published

Αμφίσημη έννοια. Κανονικά, και σύμφωνα με την κατάληξη της λέξης, θα έπρεπε να σημαίνει εκείνον τον ντεμέκ ακροβάτη, που περπατάει, όχι με τα πόδια, αλλά με τα χέρια, δηλαδή ανάποδα, με το κεφάλι προς τα κάτω και με τα πόδια ψηλά, ακουμπώντας τις χούφτες του στο έδαφος, τον χειροβάτη. Όπως ακριβώς συμβαίνει ετυμολογικά και με τον πτερνοβάτη, το άτομο εκείνο που πάσχει απο πτερνοποδία. Η δεύτερη έννοια, που έχει κάποια σχέση με την πρώτη, έχει να κάνει με την κατάληξη -βάτης που παραπέμπει στο βάτεμα (βλ. κτηνοβάτης) στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως, στο βάτεμα της χούφτας, της ίδιας του της χούφτας, δηλαδή αναφερόμαστε στον κυριολεκτικό μαλάκα. Επειδή όμως ο κάθε μαλάκας είναι και λίγο ανάποδος, με την έννοια πως δεν περπατάει στη ζωή όπως όλοι οι άλλοι άνθρωποι (μετά απο κάποια ηλικία) με τα πόδια, αλλά κάνει άσκοπες και ντεμέκικες ακροβασίες λογικής, που αν και δύσκολες, ωστόσο δεν εντυπωσιάζουν, και επειδή είναι και λίγο ανάπηρος στον εγκέφαλο σαν τους πάσχοντες απο πτερνοποδία, λέγοντας σε κάποιον "Είσαι χουφτοβάτης" είναι σαν να του λέμε πως είναι ντεμέκικος, ανάποδος, αμεαϊκός και μαλάκας ταυτόχρονα.

Τελικά, είσαι μεγάλος χουφτοβάτης!

Got a better definition? Add it!

Published

Υποκοριστικό του παπάρι. Δεν πρόκειται όμως για το μικρό τσουτσούνι, την ψωλίνα ή το πουτσάκι, ούτε για ακαθορίστου ονομασίας αντικείμενο, το λεγόμενο μαραφέτι, αλλά για ακαθορίστου ονομασίας ενέργεια. Και αντίθετα απο τη χρησιμότητα που έχει το μαραφέτι, που μπορεί να είναι αναπόσταστο κομμάτι της καθημερινής διαβίωσης, το παπαρίκι χρησιμοποιείται κυρίως για ευτελείς σκοπούς, ή κοινώς μαλακίες.

Got a better definition? Add it!

Published

Λογοπαικτικός νεοαρχαϊσμός αναφερόμενος σε άτομο το οποίο είναι μια πολυσχιδής προσωπικότητα με εμβριθείς γνώσεις (ειδήμων), αλλά σε υπερθετικό βαθμό (αρχί-) μιάς και έχει πανυπερκαρατεραμπάιτ-αποψάρες επι παντός επιστητού, κινουμένου, πετουμένου, ερπομένου, αναρριχωμένου και κωλογαμημένου πράγματος απάσης της οικουμένης, του σύμπαντος κόσμου συν των παραλλήλων συμπάντων, πασών των Ρωσιών, της Εξαρχίας της Βουλγαρίας και της Πλατείας Εξαρχείων. Είναι ο κλασσικός ξερόλας, ο φωτεινός παντογνώστης, ο απόλυτος πανεπιστήμονας. Και επειδή ένα τέτοιο άτομο δεν μπορεί να υπάρχει, πρόκειται στην ουσία για ένα κοινοτυπικό αρχίδι, για τον συμπαθέστατο αρχιμαλάκα της διπλανής πόρτας που είναι κρυμμένος σαν τα πόκεμον. Στην ουσία δε πρόκειται και γι ένα απο αυτά, το πιο διαδεδομενο και ταυτόχρονα πιο δυσεύρετο, το αρδίχι-μον.

-Τελευταία μου πονάει πολύ το πόδι, ρε φίλε.

-Μάλλον έχεις θρομβωτική θρομβοπενική πορφύρα των άκρων.

-Μεγάλε αρχειδήμονα! Πως το είπες αυτό ρε συ;!

Got a better definition? Add it!

Published

Φυσικός αριθμός ακαθορίστου μεγέθους. Αναφέρεται συνήθως σε πολλά άτομα που όποιος αποπειραθεί να τα μετρήσει χάνει την μπάλα.

Το σαρανταδώδεκα πρέπει να είναι λίγο μεγαλύτερο απο το ογδομήντα, αλλά μικρότερο απο το άπειρο.

Αργκάριθμοι: εκατονεξακόσια, σαρανταδώδεκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

αρχιδοκράτειρα, αρχιδοκράτορας

Καταπιόλα ή πουτσοστραγγίχτρα που της αρέσει τρελά το μπουκάκι. Η λέξη προέρχεται απο την στάση που κρατάει μια τέτοια κυρία κατα την διάρκεια της πράξης, όπου βαστάζει τους αδένες των αναρίθμητων συμμετεχόντων όπως κρατούσε η διχόνοια το σκήπτρο στους στίχους του Σολωμού η διχόνοια που βαστάει ενα σκήπτρο η δολερή.

Αντίθετα, ο αρχιδοκράτορας είναι ο σουλατσαδόρος δημόσιος υπάλληλος, ο αραχτός που τη βγάζει ζάχαρη, που κρατάει τους προϊσταμένους του από τα αρχίδια είτε μέσω εκβιασμού είτε μέσω γλειψίματος και μπορεί έτσι να ασχολείται όλη μέρα με τα να κρατάει τα δικά του.

-Είναι κουρασμένος, δουλεύει όλη μέρα στο υπουργείο πολύ σκληρά.
-Ναι, ξέρω. Μέγας αρχιδοκράτορας.

(από Khan, 09/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάλληλος νταρντανομούνας αφεντικίνας. Η κατάληξη -κράτορας που θυμίζει το αυτο-κράτορας είναι είτε ειρωνική όταν λέγεται από ένα άλφα αρσενικό είτε με μια δόση θαυμασμού ανακατεμένου με πολύ ζήλια όταν λέγεται από sub.

-Πως πάει η καινούρια δουλειά με γυναίκα αφεντικό;
-Πολύ ωραία!
-Βυζοκράτορας, ε;
-Εεε;
-Άστο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χώρα της βορειοκεντρικής Ευρώπης που κατοικείται απο μπεκρούλιακες, δημόσια πέρδοντες βελανιδοφάγους Ούνους και βαλανοφάγους Μούνους.

-Ήρθε ο λαζογερμανός απο την Γουρουνία να μας μάθει τρόπους. Ρε αϊ σιχτίρ!

(από Khan, 20/09/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified