Η γυναίκα που έχει εμμονή με την καθαριότητα, όχι όμως επειδή είναι υποχόνδρια ή νοικοκυρά, αλλά επειδή θέλει να δείχνει στους άλλους ότι ντε και καλά είναι προκομμένη. Μιλάμε δηλαδή για επιδειξία του καθαρίσματος.

Τέτοιες θα βρείτε είτε στο μπαλκόνι να απλώνουν συνέχεια ρούχα, ή με το λάστιχο παραμάσχαλα να πλένουν αυλές και μπαλκόνια (και όλους τους περαστικούς μαζί) ή με το βετέξ ανά χείρας να τρίβουν τις μουτζούρες από τους τοίχους και τις πόρτες.

Άσε ρε τι έπαθα! Είχα πλύνει το αυτοκίνητο και βγήκε η παστρικοθοδώρα η πεθερά μου τάχα να πλύνει το πεζοδρόμιο, και μου το' κανε σαν την μάπα της.

Χαρακτηρισμοί με κύριο όνομα για συνθετικό: αστραπόγιαννος, βιαστικοθοδώρα, βουβαντώνης, γερολάζαρος, γυναικοθόδωρος, λωλοστεφανής, μαλακαντρέας, μαλακαντώνης, μουγγοθόδωρος, ντελημπάσχος, ντελήσαββας, παστρικοθοδώρα, στραβόγιαννος, τρελαντώνης, τρεμολάζαρος, τρομπογιώργης, τρυπαντωνάκης, ψευτοθόδωρος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα αηδίας που εκφράζεται είτε για φαΐ είτε για σαβουρογκόμενα/-ο.

Τύλιγε τα σουβλάκια και έσταζε ο ιδρώτας πάνω στο κρεμμύδι, μπλιαχ!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατ' ουσίαν είναι η περίοδος λίγο πριν την άνοιξη όπου η φύση οργιά για βλάστηση και τα κλαριά των δέντρων φουσκώνουν από ζωή, έτοιμα να πετάξουν φύλλα και μπουμπούκια. Μεταφορικά όμως σημαίνει τους πρώιμους νεανικούς ή και γεροντικούς πόθους που νιώθουν οι πάσης φύσεως ξαναμμένοι.

Πέταξε την ζακέτα της, έβγαλε τις κάλτσες της και τον πλησίασε απειλητικά μεν, με ερωτική διάθεση δε. Ο Μάρτης δεν είχε ακόμη μπει καλά καλά και την είχαν πιάσει φουσκοδεντριές.

Πώς γεννιούνται τα δέντρα. (από Galadriel, 21/07/09)Let\'s do it like the trees! (από Vrastaman, 25/07/09)

βλ. και φουσκοθαλασσιές

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανώδυνη γυναικεία έκφραση περασμένων χρόνων (όταν οι γυναίκες δεν ήταν τόσο αθυρόστομες ώστε να πουν στα αρ...δια μας ή στο μ...νί μας), η οποία εκφράζει με σεμνό και τσαχπίνικο τρόπο την άποψη «σας έχω γραμμένους».

Δεν θα μου ξαναμιλήσει; Στα σέα μας, στα μέα μας και στα βυζαντινά μας, είχα μια σκασίλα!

βλ. και σέα και μέα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εφόσον το Ουζμπεκιστάν είναι η χώρα των Ουζμπέκων, το Πακιστάν η χώρα του Πακιστανών, το Τουρκμενιστάν η χώρα των Τουρκομάνων, το Αφγανιστάν η χώρα των Αφγανών και πάει λέγοντας, το Φραπεδιστάν να μην είναι η χώρα των φραπέδων, κυριολεκτικά και μεταφορικά, τουτέστιν η Ελλάδα;

Είναι γνωστό στους περισσότερους ότι ο φραπές, ως τρόπος παρασκευής του στιγμιαίου καφέ, δημιουργήθηκε τον 1957 στην έκθεση της Θεσσαλονικής από έναν ταλαίπωρο υπάλληλο, που έψαχνε απεγνωσμένα να πιει κάτι να δροσισθεί αλλά και να τονωθεί.

Επίσης, είναι ακόμη γνωστότερο ότι ο φραπές είναι το εθνικό ποτό των Ελλήνων και έχει επηρεάσει την νοοτροπία του Ελληνα στις συνήθειες του όσο τίποτα άλλο ποτέ.

Δικαίως λοιπόν τον τελευταίο καιρό μερικοί αποκαλούν την Ελλάδα Φραπεδιστάν (οι τολμηρότεροι την αποκαλούν και Μαλακιστάν, αλλά αυτό ειναι άλλο slang).

- Ρε σύ! Μας πήδηξαν οι εταίροι! Θα μας κόψουν τον 14ο μισθό, μας αυξάνουν τον ΦΠΑ, θα μας ρίξουν και άλλους φόρους... την βάψαμε! Αλλά δεν φταίνε αυτοί. Εμείς φταίμε, έτσι όπως την καταντήσαμε την Ελλαδίτσα μας, αχχ!
- Γιατί ρε; Εμείς φταίμε πάλι; Και πώς την καταντήσαμε δηλαδή; - Φραπεδιστάν, ρε παπάρα, την καταντήσαμε, Φραπεδιστάν! Το μόνο που μας νοιάζει είναι να μην χάσουμε την καθημερινή μας φραπεδιά. Άι σιχτίρ, συγχίσθηκα πάλι!

Φραπαιδάκι (Από την ταινία «Σούπερ Δημήτριος») (από protnet, 29/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει νόθο παιδί και σε πιο σλανγκ εξήγηση το μούλικο, αυτό το τέκνο, τέλος πάντων, που είναι καρπός μη νομιμοποιημένης σχέσης των γονιών (σε συνεργασία πάντα με τρύπια καπότα ή αργοπορημένο τράβηγμα).

Προέρχεται από την ιταλική λέξη bastardo, που σημαίνει ακριβώς το ίδιο, και στην Ελληνική χρησιμοποιείται πάντα ως υβριστικός χαρακτηρισμός.

Έτσι και καθίσει ο παππούς μου να μετρήσει όλα τα μπάσταρδα που έχει σπείρει σε όσα λιμάνια πέρασε όταν ήταν καπετάνιος, θα μετράει, θα μετράει... σιγά δηλαδή που ξέρει πόσα είναι... αλλά, λέμε τώρα...

Γενιά του χάους - Μπασταρδοκρατία (από vikar, 13/02/11)"580 ευρώ ρε μπάσταρδοι;" Οδός Σταδίου, Αθήνα. (από patsis, 19/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κρυφοκοιτάζω (κυρίως γυναίκες γυμνές ή την ώρα που γδύνονται).

Ο Μιχαλάκης; Μέγας Μπανιστιρτζής! Όπου παραθυρόφυλλο αυτός κολλούσε το μάτι στις γρίλιες μπας και κατάφερνε να μπανίσει καμία να γδύνεται.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ποδιά που φοράνε οι γυναίκες όταν πλένουν τα πιάτα.

Έβαλε την μπροστομούνα και βάλθηκε να τακτοποιεί το νεροχύτη.

(από nick, 09/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν υπάρχει γυναίκα άνω των τριάντα που να μην έχει πει έστω μια φορά αυτήν την φράση. Φυσικά αναφέρεται στους άντρες και σημαίνει ότι όλοι οι άντρες είναι ίδιοι όσον αφορά τα ελαττώματά τους, δηλαδή όλοι οι άντρες τα ίδια κουσούρια έχουν.

Βρε να μην υπάρχει ένας να ξέρει σημάδι! Ο άντρας μου κατουράει έξω από την λεκάνη, ο γιος μου σημαδεύει το χαρτί υγείας, ο αδερφός μου σημαδεύει το αποσμητικό, απαπα! Όλα τα γουρούνια την ίδια μούρη έχουν.

φεμινιστική κουζίνα (από xalikoutis, 11/04/09)(από Vrastaman, 11/04/09)

Βλ. και A.M.A.B

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν είναι σλανγκ, δεν είναι ιδίωμα, είναι ελληνικότατο επίρρημα, που σημαίνει ευθύ βλέμμα, χωρίς να ανοιγοκλείσουν τα βλέφαρα, δηλαδή ατενώς. Έλα όμως που χρησιμοποιείται πολλάκις από τον Ανδρέα Εμπειρίκο στον Μεγάλο Ανατολικό και έτσι, ως φόρο τιμής σε αυτόν τον φοβερό λεξιπλάστη, πρέπει να γίνει αναφορά και σε αυτό το λήμμα.

  1. Τον κοίταξε ασκαρδαμυκτί και χωρίς δισταγμό του βρόντηξε το όχι μέσα στην μάπα.
  2. ...... ο καυλωµένος φύλαξ, κοιτάζων ασκαρδαµυκτί την Φλώσσυ εις τά µάτια, µε ευγένειαν και καλωσύνην, ...(η συνέχεια στις σελίδες του Μεγάλου Ανατολικού - μέρες που είναι μην κολλαστούμε κιόλας)

Κλασική χρήση του "ασκαρδαμυκτί" από Χάρρυ Κλυνν στα πρώτα δευτερόλεπτα (από Hank, 11/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified