Ανώδυνη γυναικεία έκφραση περασμένων χρόνων (όταν οι γυναίκες δεν ήταν τόσο αθυρόστομες ώστε να πουν στα αρ...δια μας ή στο μ...νί μας), η οποία εκφράζει με σεμνό και τσαχπίνικο τρόπο την άποψη «σας έχω γραμμένους».

Δεν θα μου ξαναμιλήσει; Στα σέα μας, στα μέα μας και στα βυζαντινά μας, είχα μια σκασίλα!

βλ. και σέα και μέα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέτρα της θάλασσας η οποία έχει πιάσει φύκια (μαλλιά). Συνηθίζεται να την μαζεύει ο κόσμος την ημέρα της Αναλήψεως, κατά την οποία ημέρα προτιμούσαν παλιότερα οι Έλληνες να κάνουν το πρώτο μπάνιο στην θάλασσα.

Μεταφορικά βέβαια σημαίνει το αιδοίο της γυναίκας λόγω προφανούς ομοιότητας στο... τρίχωμα.

Οπότε έχουμε την πρωτομαγιά που πιάνουν οι γυναίκες το μαγιόξυλο και της Αναλήψεως που πιάνουν οι άντρες την μαλλιαρή. Ουδείς παραπονούμενος!

- Πού πήγατε της Αναλήψεως κυρ-Κώστα;
- Στη Σαλαμίνα πήγαμε κυρα-Μαίρη, μπας και πιάναμε καμία μαλλιαρή να την στολίζαμε στην σερβάντα, αλλά τζίφος, τις πρόλαβαν άλλοι.
- Ε, του χρόνου να πάμε μαζί κυρ-Κώστα μου, μπας και σου φέρω γούρι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πιάνουν συνήθως οι γυναίκες την πρωτομαγιά και φυσικά δεν πρόκειται για κλαρί δέντρου, αλλά για το αντρικό μόριο.

Η πρωτομαγιά πριν καθιερωθεί ως εργατική αργία, ήταν η ημέρα πολλών παγανιστικών εορτών, τελετών και λατρείας προς τη φύση και φυσικά δεν υπήρχε μεγαλύτερη ένδειξη τιμής προς την μητέρα φύση από το να συνευρεθούν ερωτικά οι γυναίκες με τους άντρες.
Συνήθως σε αυτές τις τελετές ο αρχιερέας κρατούσε ένα κλαδί δέντρου στολισμένο με λουλούδια και από εκεί και έπειτα η σημειολογία έκανε το έργο της και το πέος απέκτησε και άλλο όνομα.

Αχ! την πρωτομαγιά λέμε να πάμε εκδρομή, να κάνουμε στεφάνι από λουλούδια, να πιάσουμε και κανένα μαγιόξυλο... αααχχχ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατ' ουσίαν είναι η περίοδος λίγο πριν την άνοιξη όπου η φύση οργιά για βλάστηση και τα κλαριά των δέντρων φουσκώνουν από ζωή, έτοιμα να πετάξουν φύλλα και μπουμπούκια. Μεταφορικά όμως σημαίνει τους πρώιμους νεανικούς ή και γεροντικούς πόθους που νιώθουν οι πάσης φύσεως ξαναμμένοι.

Πέταξε την ζακέτα της, έβγαλε τις κάλτσες της και τον πλησίασε απειλητικά μεν, με ερωτική διάθεση δε. Ο Μάρτης δεν είχε ακόμη μπει καλά καλά και την είχαν πιάσει φουσκοδεντριές.

Πώς γεννιούνται τα δέντρα. (από Galadriel, 21/07/09)Let\'s do it like the trees! (από Vrastaman, 25/07/09)

βλ. και φουσκοθαλασσιές

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο,τιδήποτε κοινότοπο και συνηθισμένο ή πολυχρησιμοποιημένο από τον απλό λαό, σε σημείο που να θεωρείται ξεπεσμένο ή ακόμη και παρακατιανό (ή αλλιώς ... σκέτη λαϊκούρα).

- Ρε παιδί μου, αυτή η Μαίρη, πώς το έκαψε έτσι το μαλλί της για να γίνει ξανθιά; Απαπα! πολύ μπανάλ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από την Ιταλική λέξη duro που σημαίνει σκληρός. Στην ερωτική γλώσσα σημαίνει ο έχων καλή στύση, αλλά και γενικά αυτός που έχει ακμαίο ηθικό και ανεβασμένη λίμπιντο.

Ντούρος ο παππούς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified