Από το ιγγιπόπειο άσμα ασμάτων.

Φυσικά χαρακτηρίζει γκόμενα σκυλί, μαύρο σκυλί.

- Γιώργη, κόψε δεξιά, τη μελαχρινή, την ωχαμάννα!!
- Αχαχούχαααα, ρε Μάνο πόσο έχεις να σμπρώξεις; now i wanna be your dog.
- Μμμ;;;;
- Τι μουου... ρε προστύχειο, «όλα τα ζα πούλησα, μα η σκύλα δεν πουλιέται», ό,τι νά 'ναι...

Iggy Pop, I wanna be your dog (από Khan, 17/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άθρωπας που έκαψε το νεοχιτώνιό του στην προσπάθεια του, να εμπεδώσει επικερδείς, το μάλλον ή ήττον, έννοιες μέσω αριθμολογίας, astrolozy, I ching, και άλλα συναφή μη εναλλάξιμα.

- Τυχαίο; Δε νομίζω!!
- Πάνε ρε επέρα, ρόιδα του λότο, κίνο κλπ κλπ, που σου έχουν αποφλοιώσει τον εγκέφαλο ελπίδα και αριθμολογία. Δε πα να σε πατήσει νταλίκα με ρυμούλκα, σημασία δε θα δώσεις.

Για την πλήρη κατανόηση του ορισμού είναι απαραίτητη η αναφορά στο σχόλιο του allivegp παρακάτω και μάλλον και στα links.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καραγρουσούζης στα κρητικά των Χανίων (ο «άζουδος» είναι απλά ο κακότυχος).

Η Κρήτη η παντέρμη έχει μακράν παράδοση εις την ατσιποδιά (βλέπε πρυτανεία μητσοτακέικου)

Από συνεκδοχή, το θύμα ατύχων συγκυριών.

- Καλά ρε ατσίποδα, καλά ρε άζουδε, περίμενες τη γυναίκα σου τη Δευτέρα από ταξίδι και δεν άδειασες τα σκουπίδια της χέστρας, με τη ξένη σερβιέτα μέσα!! Πώς να μην σε χωρίσει μετά εε;
- Άντε ρε Σήφη, μη βαράς και συ και στρώσε τον καναπέ σου για μια δυο μέρες για μένα.

μήτσακλας (από northwind, 12/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίθετο για την βύθιση πλεούμενου με όλο το πλήρωμα και τους επιβάτες πνιγμένους, χωρίς να προλάβουνε κιχ να πούνε.

Συνήθως συμπληρώνει μπινελίκια και καντήλια για αυτοχρισμένους υπερασπιστές δικών μας θέσεων και επιχειρημάτων, που φάγανε μεγάλη ήττα.

- Αυτό το αρχίδι για πρόεδρα, ήθελα και να κάτεχα ποιος το ψήφισε;; εε;;;
- Γιατί ρε κλαψόμουνο, αφού με αυτά που είπε καταφέραμε και πήραμε τις υπερωρίες μας σαν κανονική άδεια.
- Οι 'ρωρίες, ρε όργιο είναι φταλέ εξορισμού, ο πλαστήρας δεν παζάρεψε καν, μας πήγε αύτανδρους, που μουριές να βγάλει το μπορδέλο του γαμώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε πολύ μεγάλη ποσότητα.

Από λαϊκή ρήση για το ύψος π.χ. του χιονιού («χιόνισε μέχρι το γόνατο») ή και από το βάθος του νερού («βραχήκαμε μέχρι το γόνατο»)

Εκ μεταφοράς, για το μέγεθος (βάθος ή διαμέτρημα) της μαλακίας του ανδρός ή της γυναικός.

- Μάκη πώς τον κόβεις το νέο διευθυντή που μας έκατσε;
- Πολύ γόνατο το παιδί, πήξαμε στη μαλακία επί δίωρο με τον λόγο του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

η εργαζόμουνα: Λέξις χυδαίας φαλλοκρατικής αργκό - η πόρνη.

Ποιά, η Πόπη; Μεγάλη... εργαζόμουνα! Μη βλέπεις τώρα που την έχουν πάρει τα χρόνια. Και πού 'σαι; Με πελατεία εκλεκτή, μέχρι και υπουργούς είχε…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι να κάμνεις, έτσι κάνε: Αδιαφορώ απόλυτα, για δεδηλωμένη προφανή πράξη.

Απάντηση σε αυτοανόητη αντίδραση. Πρόθεση για δημιουργία αμηχανίας, εριστικά.

  1. - Ρε σεις, το παρατραβήξαμε με την αρμένικη βίζιτα και το καληνυχτίζουμε.
    - Έτσι να κάνετε!

  2. - Μάνα... σου πω.
    - Nιέσκαι, τύυυχη μου εσύ, γιόκα μου.
    - Nα με τη Σούλα τόσα χρόνια τραβιόμαστε και λέμε να κονιάσουμε όθε το καλοκαίρι
    - ΕΤΣΙ ΝΑ ΚΑΜΕΙΣ αφορεσμένο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μονάδα ποσοτικοποίησης και μέτρησης θαυματουργής ενέργειας. Ισοδυναμεί με θεραπεία τυφλότητας σε ακτίνα 4,32 Km.

Ισχύουν και πολλαπλάσια Kihv = healing horn = θαυματουργόν κέρατον = επάνοδος εκπορνευμένης καραπουτανάρας από την ίδια περίμετρο επί 1000. Σαφώς και υποπολλαπλάσια.

- Ο γαμημένος μού 'ριξε τα γουρούνια στον γκρεμό...
- Λεγεώνα λέμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τό σουβλατζίδικο στη Πλατεία Εξαθλίων.

- Μάστορα, τσάκα δυό παλιοσούβλακα διπλόγυρα, με απόλα.
- Ο καβροοός δεν έχει παλιοσουβλάκα..
- Καλά, κάντα με σάλτσα ομίχλης...
- Πάαινε βάρα κάνα βελόνι, ρε μαλακισμένο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

α) Στην καρακοσμάρα του, άνθρωπος που δεν καταλαβαίνει χριστό απ' ό,τι γίνεται γύρω του.

β) Εκ του α), συνεννόηση τσιμπούκι, δλδ. γάμησε τα, γάμα τα.

Αγνώστου ετυμολογίας και προέλευσης (πιθανολογείται σύντηξη με το Σεφέρλειο «α καλό εεε;» και το αούα)

- Άσε ρε Γιώρη, πού να σ'τα λέω, ρόμπα έγινα σήμερα ανήμερα του Άη Λια...
- Γιατί τι παίχτηκε;
- Να, πρωί πρωί μπαίνω κόκκαλο στη βάρδια, κολλητά από κλάμπινγκ και έρχομαι στην πύλη, φάτσα κάρτα με τον βάις (vice president) τον Ηλιόπουλο...
- Ε και;; - Εεεε να, τρώω κόλλημα και του λέω χρόνια σας πολλά Κε Ηλιόπουλε, ένεκα επωνύμου...
- ΚΑΛΑΑΑΟΥΑ, γάμα τα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified