η εργαζόμουνα: Λέξις χυδαίας φαλλοκρατικής αργκό - η πόρνη.

Ποιά, η Πόπη; Μεγάλη... εργαζόμουνα! Μη βλέπεις τώρα που την έχουν πάρει τα χρόνια. Και πού 'σαι; Με πελατεία εκλεκτή, μέχρι και υπουργούς είχε…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πάσχων από ασθένεια «λεύκη», οι κηλίδες της οποίας προσομοιάζουν στο δέρμα με χάρτη νησιών του Αιγαίου.

- Ρε τύπε, τα χοντροπήρε η υφυπούργα, για τα δρομολόγια της άγονης;
- Γιεμ, εσύ τι λες δε βλέπεις τον χάρτη στη μάπα του;;;

Λεύκη (vitiligo) (από allivegp, 25/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1) Ο χαλασμένος
2) Ο εξαιρετικά άσχημος
3) Η κοκάλα, από κατάχρηση ουσιών.

- Καλά ρε μαλάκω, από όλους στον καφένε, αυτόνε βρήκες να ρωτήσεις, για το πώς θα πάμε στο χωριό της βάβως σου;;;;
- Ναι καλέ μου, γιατί τι είχε;
- Αυτός, Φούλη μου, ήταν σαν να τον βάρεσε η Παναγία με το τάβλι!!

...αφού τσαντίστηκε που όλο έφερνε ασσόδυα... (από Khan, 26/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διακριτικό σεξ, κρυφό γαμήσι.

Αναφέρεται σε πλάνα ελληνικών φωσκολικών ταινιών αλλά και άλλων μέγιστων σκηνοθετών του τέλους του προηγούμενου αιώνα, όπου η κάμερα διακριτικά πριν το χώσιμο γύριζε πλάνο στο κομοδίνο με το αμπαζούρ.

- Έσμπρωξες χθες ρε λέα το Λενιώ;
- Αμή...
- Πού παιδί;
- Αρδηττό.
- Η χαρά του ματάκια!
- Τσ... κομοδίνο με καμπαρτίνα.

στο βάθος, κάτω από το αμπαζούρ, το κομοδίνο... (από BuBis, 08/07/09)Σκηνή σεχ τύπου τραίνο- πυροτέχνημα και όχι κομοδίνο (από Khan, 26/01/12)(από jesus, 26/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεμπέλης είναι και ο τέταρτος στην πρέφα, χαρτοπαίγνιον τεχνικότατον και δυσκολότατο, που παίζεται από τρεις μόνο παίκτες.

Ο τέταρτος, συνηθέστατα νιούμπης στό χώρο, παρεισφρύει στο τρίο με επίμονες παρακλήσεις, σωστός μπρηχτάκος, δηλαδή, με πρόθεση τάχα μου να γράφει τα καπίκια, απαλλάσοντας καποιον από τους άλλους τρεις από την επίπονη διαδικασία της εν πρέφα βαθμολόγησης.

Αντικειμενικός του τεμπέλη στόχος είναι η de profundis εκμάθηση του παίγνιου.

Σκηνικό σε Αγρινιώτικο καφενέ: -Ρε Σύλλα, τοσα χρόνια στο κουρμπέτι, συνέχεια τεμπέλης είσαι, τι διάολο, στούρνος είσαι και δεν εμαθες ακόμα πρέφα, απάενε για μάθιασμα καλύτερα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τυφλίτης, ο μεθυσμένος λιώμα.

-Άσε ρε Μάνο, που να στα λέω τα χθεσινοβραδινά.
-Ρίχτα ρε.
-Να μωρέ, αφήσαμε το Γιώργο να μας κάνει τον ταρίφα με το σαξόραλο του και πήγε ο Λέας και έγινε σκουπίδι με τεκίλες.
-Α καλάουα τώρα, σάμπως και είναι η πρώτη του φορά.
-Ρε συ, λέμε λειάδα, αφού μετά από καυγά να μην οδηγήσει, μου αρπάει τα κλειδιά, πάει και μπαίνει από την πίσω πόρτα και έψαχνε το τιμόνι να μιζάρει στο πίσω κάθισμα. Παντελώς λιουμίδης λέμε.

Λιουμίδης (από Vrastaman, 12/08/09)(από electron, 13/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε πολύ μεγάλη ποσότητα.

Από λαϊκή ρήση για το ύψος π.χ. του χιονιού («χιόνισε μέχρι το γόνατο») ή και από το βάθος του νερού («βραχήκαμε μέχρι το γόνατο»)

Εκ μεταφοράς, για το μέγεθος (βάθος ή διαμέτρημα) της μαλακίας του ανδρός ή της γυναικός.

- Μάκη πώς τον κόβεις το νέο διευθυντή που μας έκατσε;
- Πολύ γόνατο το παιδί, πήξαμε στη μαλακία επί δίωρο με τον λόγο του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

α) Στην καρακοσμάρα του, άνθρωπος που δεν καταλαβαίνει χριστό απ' ό,τι γίνεται γύρω του.

β) Εκ του α), συνεννόηση τσιμπούκι, δλδ. γάμησε τα, γάμα τα.

Αγνώστου ετυμολογίας και προέλευσης (πιθανολογείται σύντηξη με το Σεφέρλειο «α καλό εεε;» και το αούα)

- Άσε ρε Γιώρη, πού να σ'τα λέω, ρόμπα έγινα σήμερα ανήμερα του Άη Λια...
- Γιατί τι παίχτηκε;
- Να, πρωί πρωί μπαίνω κόκκαλο στη βάρδια, κολλητά από κλάμπινγκ και έρχομαι στην πύλη, φάτσα κάρτα με τον βάις (vice president) τον Ηλιόπουλο...
- Ε και;; - Εεεε να, τρώω κόλλημα και του λέω χρόνια σας πολλά Κε Ηλιόπουλε, ένεκα επωνύμου...
- ΚΑΛΑΑΑΟΥΑ, γάμα τα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καραγρουσούζης στα κρητικά των Χανίων (ο «άζουδος» είναι απλά ο κακότυχος).

Η Κρήτη η παντέρμη έχει μακράν παράδοση εις την ατσιποδιά (βλέπε πρυτανεία μητσοτακέικου)

Από συνεκδοχή, το θύμα ατύχων συγκυριών.

- Καλά ρε ατσίποδα, καλά ρε άζουδε, περίμενες τη γυναίκα σου τη Δευτέρα από ταξίδι και δεν άδειασες τα σκουπίδια της χέστρας, με τη ξένη σερβιέτα μέσα!! Πώς να μην σε χωρίσει μετά εε;
- Άντε ρε Σήφη, μη βαράς και συ και στρώσε τον καναπέ σου για μια δυο μέρες για μένα.

μήτσακλας (από northwind, 12/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως η γυναίκα, που θέλει συνέχεια αγκαλιές και εκδηλώσεις γούτσου γούτσου (το μάλλον ή ήττον αυτοαναφορικής λατρείας, αλλά όχι πάντα).

- Ρε σκατόγερα, πού το 'βρες ρε τέτοιο φουρφούρι και το σέρνεις... Στην ηλικία σου ρε, θα την πηδάς και αυτή θα καθαρίζει μήλα.
- Άσ' τα Μπάμπη, τη βολή μου έχασα, η γκόμενα κισσός, από πάνω μου δεν ξεκολλά με τίποτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified