Σιδερώστρα, η Αλίκη και όλα τα «αλικοειδή».

ασίστ: Jesus

από σχόλιο εδώ:

Μακράν η πλέον επαναστατική πράξη σε επίπεδο αισθητικής, μετά το κατέβασμα της προτομής της Αλίκης κάτι χρόνια πίσω από τα παιδιά της σχολής καλών τεχνών και την ανάρτηση στη θέση της τραβεστοειδούς κεφάλας της ανεκδιήγητης μακαρίτισσας, μιας σιδερώστρας.
Αδελφέ μου να αγιάσει το χεράκι σου!

(από alamo, 28/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απειλή ή και προειδοποίηση σε άτομα που:

α) Εκφέρουν γνώμη χωρίς να έχουν ιδέα

  • α1, Ποιοί είναι,
  • αλφαδύο, που βρίσκονται
  • αλφατρία, σε ποιόν μιλούν.

    β) Πατινάρουν σε λεπτό πάγο και κυνηγώντας πεταλούδες μπήκαν σε ναρκοπέδιο.

γ) Είναι αγαπημένοι βλάκες, και παν να ανάψουνε σπίρτο σε αποθήκη πυρομαχικών τη νύχτα.

δ) Μη με αληθειάζεις ινά μην σε αληθειάσω (με μπαρούτι αλήθειες, συνηθίζεται σε ζευγάρια)

Από black jack, όπου άσχετοι πυροβολημένοι τραβάνε από δεκαεννέα.

  1. - Γιώτα μου, άσε, φασώθηκα με τον Γιάννη και έπαθα νταλκαδόπιασμα μαζί του. Το πρόσωπο του; Αυτοκρατορικής κοψιάς και το ύφος του; Αχχ τόοοσο μα τόσο, στοχαστικό.
    - Τι λε μωρή, στοχαστικό είναι άμα πάνα κλάσει μουλωχτά και στηλώνει το βλέμμα του στο άπειρο... - Μα αφού σου λέω, είναι από τους λίγους που με κατάλαβαν.
    - Κααλά, μην τραβάς άλλο, θα καείς!

  2. Που να τον έβαζα, ρε μωράκι, τον φορτιστή;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τό σουβλατζίδικο στη Πλατεία Εξαθλίων.

- Μάστορα, τσάκα δυό παλιοσούβλακα διπλόγυρα, με απόλα.
- Ο καβροοός δεν έχει παλιοσουβλάκα..
- Καλά, κάντα με σάλτσα ομίχλης...
- Πάαινε βάρα κάνα βελόνι, ρε μαλακισμένο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ανυπάκουος, ο δύστροπος, ο χατζηπεισμάνης, μεταφορικά και το κουφάλογο.

Συνήθης στην Κρήτη χαρακτηρισμός για σκυλιά (αλλά και μειράκια) ανεπίδεκτα μαθήσεως και πειθαρχίας.

- Φέρμα το, Άργο, φέρμααα...

(Ο σκύλος αντί να ιχνηλατήσει, κωλοκάθεται, και γλύφει μετα μανίας τα αρχίδια του)

- Ααααα... βλέπω τον εκπαίδευσες γερά, χαρ,χαρ,χαρ. Γράψας ο σκυλάκος!!
-ΦΕΡΜΑ, ΠΑΡΤΟ, γαμώ το ξεσταύρι σου γαμώ, ξυλαύτη σκύλε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μονάδα ποσοτικοποίησης και μέτρησης θαυματουργής ενέργειας. Ισοδυναμεί με θεραπεία τυφλότητας σε ακτίνα 4,32 Km.

Ισχύουν και πολλαπλάσια Kihv = healing horn = θαυματουργόν κέρατον = επάνοδος εκπορνευμένης καραπουτανάρας από την ίδια περίμετρο επί 1000. Σαφώς και υποπολλαπλάσια.

- Ο γαμημένος μού 'ριξε τα γουρούνια στον γκρεμό...
- Λεγεώνα λέμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βαρύτατη κρητικιά κατάρα ταυτόσημη με το να σε βρει θανατικό και να ρημώσει το γένος και το σπίτι σου, βλ. The fall of the house of Usher.

Απαντάται και ως «συκιά να βγάλει το σπίτι σου».

- Παναθεμάσε, και να τα φας σε χημειοθεραπεία τα νοίκια...
- Μπα που μουριές να βγούνε στο σπίτι σου, ναι!
- ...
- ...
- ...
- Έλα ρε συ, τί λέγαμε πριν με διακόψουν;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι να κάμνεις, έτσι κάνε: Αδιαφορώ απόλυτα, για δεδηλωμένη προφανή πράξη.

Απάντηση σε αυτοανόητη αντίδραση. Πρόθεση για δημιουργία αμηχανίας, εριστικά.

  1. - Ρε σεις, το παρατραβήξαμε με την αρμένικη βίζιτα και το καληνυχτίζουμε.
    - Έτσι να κάνετε!

  2. - Μάνα... σου πω.
    - Nιέσκαι, τύυυχη μου εσύ, γιόκα μου.
    - Nα με τη Σούλα τόσα χρόνια τραβιόμαστε και λέμε να κονιάσουμε όθε το καλοκαίρι
    - ΕΤΣΙ ΝΑ ΚΑΜΕΙΣ αφορεσμένο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βραδύκαυστος, αυτός που καταλαβαίνει το καλαμπούρι και την προσβόλα κανά κοστετράωρο μετά.

Τέσσερα μικρά ξυλάκια
φτιάχνουν ένα καρεκλάκι,
θα θέλες να σου το σπάσω,
στο αδειανό σου κεφαλάκι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απόκριση στο ερέθισμα της μη κατανόησης απλοϊκών εννοιών.

Συνώνυμο: τραβάω τις κωλότριχές μου

-Δλδ, μου λές ότι δεν τίθεται θέμα;
-ΟΧΙ, γαμώ τα οστά μου γαμώ, ΟΧΙ... τίθεται, μόνο για σεξ σε θέλουν...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το υπερμεγέθες αντρικό μόριο, μαλαπέρδα πλανητικών διαστάσεων.

Ε, καλά τώρα...

Δες και ΙΝΤΕΡΑΡΑΠΙΚΑΝ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified