Το είδος του ανθρώπου που στην προσπάθειά του να γίνει αρεστός και αποδεκτός από το εκάστοτε κοινωνικό περιβάλλον του, προσαρμόζει, αναθεωρεί και -άμα λάχει- ανατρέπει εντελώς και -γιατί όχι- αντιμάχεται, τις μέχρι πρότινος ιδέες του.

- Ρε συ, άκουσες τι είπε ο Χαμαιλέων Κωλοτούμπας; Από το Γενάρη λέει θα μας κόψει εντελώς το τσιγάρο! Καλά αυτός δεν έλεγε μέχρι χτες ότι «τα μέτρα δεν θα είναι ρατσιστικά ενάντια στους καπνιστές»;

- Με τις παπαριές του Απραγόπουλου ασχολείσαι; Ξεχνάς πως το άτομο, λίγους μήνες πριν γίνει υπουργός διατυμπάνιζε ότι «η Νέα Δημοκρατία είναι σάπια και ανήκει στο παρελθόν»;

βλ. και κωλοτούμπας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ΑΤΜ που έχει ενσωματωμένο, μεταξύ αφαλού και γονάτου, κάθε ανθρωπίνα.

– Ρε Λίτσα τι αφραγκιά είναι αυτή! Μας βλέπω φέτος και τις δύο να μαυρίζουμε στο μπαλκόνι.
– Εγώ Πόπη μου προτιμώ να ανοίξω το τριχωτό πορτοφόλι παρά να κάτσω να λιώσω στα τσιμέντα.

απ΄το μουνί της τό \'βγαλε το κέρμα; (από jesus, 07/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι μιά άγρια παρερμηνευμένη λέξη, που συχνά χρησιμοποιείται με λάθος τρόπο και μάλιστα από αυτόν τον ίδιο τον Μπαμπινιώτη!

Ο Μπαμπινιώτης λοιπόν, στα χαλαρά και αβλεπί, γράφει ότι ρουφιάνος είναι ο καταδότης, ο προδότης, ο ραδιούργος, ο χαφιές, ο σπιούνος, ο δολοπλόκος, ο συκοφάντης, ο μαστροπός.

Άρτσι μπούρτσι και λουλάς!

Στην πραγματικότητα, αυτή είναι η εννοιολογική φθορά της λέξης και όχι η πραγματική σημασία της.

Ρίζα της λέξης:
Στην ιταλική, ruffiano λεγόταν αρχικά το ψωράλογο που βάζουν μαζί με την φοράδα την εποχή του οίστρου της. Η φοράδα όμως είναι ζόρικο ον και δεν κάθεται εύκολα. Τις πρώτες μέρες κλωτσάει άσχημα, δαγκώνει και μπορεί να τραυματίσει άσχημα το αρσενικό. Γι' αυτό οι εκτροφείς, θέλοντας να αποφύγουν τυχόν τραυματισμό του καθαρόαιμου επιβήτορα, βάζουν πρώτα μαζί με την φοράδα τον ρουφιάνο. Όταν η φοράδα αρχίσει να «μαλακώνει», τότε βγάζουν τον κακομοίρη τον ρουφιάνο και ρίχνουν μέσα το άτι για τα περαιτέρω.

Πραγματική σημασία της λέξης:
Ρουφιάνος είναι ο αναλώσιμος άνθρωπος που εκτελεί μια ποταπή αποστολή για λογαριασμό άλλου, ώστε να μην εκτεθεί ο εντολέας του. Ο αχυράνθρωπος.

Συνηθέστερες αποστολές του ρουφιάνου είναι:
- η νύξη για σύναψη παράνομης ερωτικής σχέσης χωρίς να εκτεθεί ο εντολέας (βολιδοσκόπηση).
- η έκφραση απειλών, ο εκφοβισμός.
- η προβοκάτσια

Να σημειωθεί ότι μέχρι πριν όχι και τόσα πολλά χρόνια, η λέξη χρησιμοποιείτο με την σωστή έννοια...

Και τώρα μπορώ να το πω: Μπαμπινιώτη σε έσκισα!
Ένα όνειρο ζωής έγινε πραγματικότητα!

  1. - Με μια δεκάρα κάλπικη χίλιους ρουφιάνους βγάζεις. (= αναλώσιμα ανθρωποειδή)

  2. - Αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι! (δηλαδή μεταφέρουν τα λόγια των αφεντικών τους)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω επικόλληση αυτό που μόλις πριν έκανα αντιγραφή, σε υπολογιστή με Λειτουργικό Σύστημα Γραφικής Ενδομετώπης Χρήστη (Graphical User Interface), όπως γιά παράδειγμα τα Παράθυρα της Μικρομαλακιάς (Microsoft Windows).

Από το αγγλικό copy paste.

- Δεν προλαβαίνω ούτε με σφαίρες να παραδώσω την ιστοσελίδα μέχρι αύριο.
- Έλα μωρέ! Πάστωσε τους δυό - τρία κοπίδια από ένα άλλο και πάμε για μπύρες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαγορευμένο σβούρισμα της πεντάδας ή της τριάδας στο ποδοσφαιράκι, μπας και βγει η κόντρα. Δείγμα χαμηλής τεχνικής στο συγκεκριμένο άθλημα.

Εκ μεταφοράς και στο ποδόσφαιρο, όταν η μπάλα πάει όπου λάχει, με γιόμες και συνεχή λάθη στο κέντρο.

  1. Χάνει πλερώ, στα τρία. Χωρίς πούστηδες και φουρφουρίκια (πούστηδες: οι πλαϊνοί της επιθετικής τριπλέτας.)

  2. Πάμε να φύγουμε ρε! Δε βλέπεις; Άρχισαν τα φουρφουρίκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καθένας από τους δύο ακραίους της επιθετικής τριπλέτας στο ποδοσφαιράκι. Συνήθως απαγορεύεται το σκοράρισμα με αυτούς τους παίκτες, με εξαίρεση την κόντρα.

Στο εντελώς στρέιτ ποδοσφαιράκι, ο μεσαίος «σφίγγει», περιμένει τον αντίπαλο να «πιάσει» την άμυνα, «αλλάζει» με τον πούστη και μετά «καρφώνει».

Δουλεύει τον πούστη με την σπόντα.

(από Τσακ εις την μέσην, 25/10/10)

Δες και μπανιστήρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τμήμα της Υπηρεσίας Προστασίας Πολιτιστικών Αγαθών της Υποδιεύθυνσης Ασφαλείας.

Αντικείμενο της Ωδικής Ασφάλειας είναι η δίωξη των μουσικών κακοποιών και των ψυχρών εκτελεστών της μουσικής μας κληρονομιάς. Πολύ συχνά οι κοινοί αυτοί εγκληματίες κακοποιούν εκείνα ακριβώς τα τραγούδια που οι περισσότεροι από εμάς αγάπησαν, όπως:

  • Ο Γιώργος Νταλάρας το «Κάτω απ το πουκάμισό μου»
  • Η Βίκυ Καγιά το «Αρετούσα»
  • Ο Γιώργος Τσαλίκης το «Δεύτερη φορά»

- Καλά ρε συ, τι μαχαίρωμα έριξε ο Τσαλίκης στο «Δεύτερη φορά».
- Τα πάντα όλα δικέ μου! Ηταν για αυτεπάγγελτη παρέμβαση της Ωδικής Ασφάλειας.

(από kondr, 25/06/09)Που Τσαλίκης - Σκαγιά (από baznr, 25/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτοσχέδιος εκρηκτικός μηχανισμός μεσαίας ισχύος, εκφοβιστικού χαρακτήρα. Αποτελεί κωδική έκφραση του κόσμου της νύχτας και του κοινού ποινικού δικαίου. Δεν χρησιμοποιείται από ομάδες πολιτικής βίας, οι οποίες προτιμούν άλλες εκφράσεις, όπως πχ καλάθι.

Προέρχεται από το δέσιμο των εννοιών: επίσκεψη, πακέτο, δωράκι, να γλυκάνει, να μαλακώσει, να σκονιστεί.

Ο ειδικός στην παρασκευή των «λουκουμιών», λέγεται λουκουματζής.

Oι αρχές συνέλαβαν τον περίφημο «Λουκουματζή», έναν αλλοδαπό ονόματι Ιβάνωφ Ντεγιάν, παρέα με έναν δεύτερο επίσης αλλοδαπό, να μεταφέρουν μεγάλη ποσότητα εκρηκτικής ύλης. Στόχος ήταν ένας ντόπιος επιχειρηματίας. Ο Ιβάνωφ Ντεγιάν ήταν γνωστός στις αρχές ως ειδικός στα «λουκούμια», δηλαδή τα εκρηκτικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μέλος της πολιτικο-οικονομικής πανίδας τρωκτικών που μετατρέπουν τους φόρους - που ο κάθε μαλάκας Έλληνας πλερώνει σαν μαλάκας (ο μαλάκας) εμμέσως ή αμέσως - σε βίλες, κωλομαζώματα και μασαμπούκες.

Της ίδιας συνομοταξίας με τους βατοπεδινούς, τους ντιβιντιάρηδες, τους αγονογραμμήτες, τους τοξικομολόγους, τους γερμανούς, τους φουσκαδόρους κ.α.

Το συγκεκριμένο είδος, ο ζημενάκιας, αναλάμβανε την επιστροφή μέρους της πληρωμής για δήθεν αγορές υπηρεσιών και υλικών από την γερμανική εταιρία ηλεκτρονικών Siemens, στους πολιτικούς αβανταδόρους της εν λόγω εταιρίας.

Ο Χρήστος Καραβέλας, γνωστός και με το ψευδώνυμο «ο ζημενάκιας», ήταν ήδη δακτυλοδεικτούμενος στο μικρόκοσμο της Αντιπάρου, όπου αγόρασε ούτε μία, ούτε δύο, αλλά έξι πολυτελείς κατοικίες. Τελικά, το στέλεχος της γερμανικής εταιρίας χρησιμοποίησε τα εναπομείναντα ρέστα του για την Ουρουγουάη. Τα μεγάλα ποσά τα επένδυε σε real estate στις Κυκλάδες και… την Αράχωβα.
zougla.gr

ζημενάκηδες και μητσοτάκηδες (από baznr, 05/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τσαντάκι είναι σεξουαλική στάση με μεγάλο φετιχιστικό περιεχόμενο, όπου η γυναίκα παίρνει το σε στύση ανδρικό μόριο παραμάσχαλα.

Στην συνήθη μορφή του, ο άνδρας συνουσιάζεται με την μασχάλη της καθιστής γυναίκας στεκόμενος όρθιος πίσω της έτσι ώστε η βάλανος του πέους να εμφανίζεται εκ περιτροπής μπροστά, δίπλα στο στήθος της. Η γυναίκα με το άλλο χέρι σφίγγει το μπράτσο προς το σώμα της, για να επιτυγχάνεται καλύτερη επαφή.

Η ολοκλήρωση δίνει ένα εξαιρετικό, από εικαστικής πλευράς, αποτέλεσμα, με το σπέρμα να εκτοξεύεται από το εσωτερικό της μασχάλης.

Το τσαντάκι εφαρμόζεται, βασικά, για δύο λόγους:

1) Γυναικεία επιβολή στο ερωτικό παιχνίδι, με σκοπό την ταπείνωση-εξευτελισμό του αρσενικού.
2) Σαν εναλλακτική λύση (το ελάχιστο, δηλαδή, της οποιασδήποτε άλλης) σεξουαλικής επαφής, καθότι το τσαντάκι είναι πιο πετυχημένο αν το κάνουν τροφαντές και πατσουρεμένες γυναίκες, μιας και αυτές έχουν πιο αφράτο και μαλακό δέρμα.

Προέρχεται από την (παλιότερη) συνήθεια να κουβαλούν οι εύπορες γυναίκες κάτι μικρά τσαντάκια σαν πορτοφόλια, βάζοντάς τα λίγο πιο κάτω από την μασχάλη τους.

Συνώνυμα: παραμάσχαλο, μασχαλάτο, τσιμπουκομάσχαλο

- Πόσο πάει;
- Για σένα πούσαι γλυκούλης, ένα πενηντάρι.
- Έχω 17 ευρώ, όλα κι όλα.
- Στεγνός είσαι... ούτε τσαντάκι δεν σε παίρνω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified