Αψυχολόγητη πράξη, βλακώδης ενέργεια, άτεχνη κίνηση.
Χαρακτηρίζεται έτσι μια πράξη όταν, τη στιγμή που όλα πάνε σχετικά καλά, «καταφέρνει» να τα κάνει όλα σκατά.
Από το όνομα του ποδοσφαιριστή Λουκά Βύντρα.
Αψυχολόγητη πράξη, βλακώδης ενέργεια, άτεχνη κίνηση.
Χαρακτηρίζεται έτσι μια πράξη όταν, τη στιγμή που όλα πάνε σχετικά καλά, «καταφέρνει» να τα κάνει όλα σκατά.
Από το όνομα του ποδοσφαιριστή Λουκά Βύντρα.
Got a better definition? Add it!
Ο έχων μικρές διανοητικές ικανότητες, αυτός που είναι αλλού και δεν καταλαβαίνει τι συμβαίνει γύρω του.
Κάτι συνδυαστικό του γκαγκά και του ούφο.
Παραπέμπει ηχητικά στο καμάρι της Σοβιετίας, τον άνθρωπο που πρώτος «κολύμπησε» στο διάστημα το 1961, τον Γιούρι Γκαγκάριν.
Καλά ρε γκαγκάριν, δεν το ήξερες ότι στην έξοδο του τρίτου τούνελ προς Κόρινθο έχει σχεδόν μόνιμα τροχομπάτσους; Εκεί βρήκες να πηγαίνεις μαλλιοκούβαρα;
Got a better definition? Add it!
Εξάρτημα του αυτοκινήτου που εισήχθη αρχικά ως αξεσουάρ πολυτελείας και από το '40 και μετά αποτελεί τμήμα του βασικού εξοπλισμού. Μέχρι το '70 τις υπηρεσίες του γυαλοκαθαριστήρα απολάμβανε μόνο το παρμπρίζ αλλά μετά επεκτάθη η χρήση του και στο πίσω τζάμι, στους προβολείς καθώς και στα γυαλιά του Ελτον Τζον.
Διάφορες προσπάθειες έγιναν για αντικατάσταση του κλασικού μηχανισμού από εξελιγμένα συστήματα (υπερήχους, αεροπίδακες κ.α.) αλλά απέτυχαν γιατί δεν μπορούν αυτά τα νεωτερίστικα συστήματα να αποθαρρύνουν τον Πακιστανό στο φανάρι, να μας πλύνει το τζάμι με το ζόρι. Αντιθέτως ο παραδοσιακός μηχανισμός, άπαξ ενεργοποιηθεί καταλλήλως μπροστά του, τον κάνει να νιώθει παντελώς άχρηστος και πεμπτοκοσμικός, ιδιαίτερα αν συνοδεύεται από το χαρακτηριστικό ειρωνικό μειδίαμα ανωτερότητος, οδηγώντας τον μετανάστη στην οριστική απόσυρση από τον επιβουλευόμενο στόχο.
Μεταφορικά ως χαρακτηρισμός ανθρώπου, γυαλοκαθαριστήρας λέγεται αυτός που αλλάζει συνεχώς θέση και άποψη με μιά φυσικότητα στην κίνηση, που θα ζήλευε μέχρι και το Μαράκι το Δαμανάκι.
- Ρε, θα μας τρελλάνει ο Μάνος; Αυτός δεν είχε πρωτοεισάγει το νόμο που χάριζε το 2% του τζίρου στους εκδότες; Τώρα βγαίνει και κάνει δήθεν αγώνα για την κατάργησή του;
- Μιλάμε και για γαμώ τους γυαλοκαθαριστήρες το άτομο...
Got a better definition? Add it!
Αναγκάστηκα να διπλωθώ, να σκύψω πολύ για να χωρέσω κάπου.
Τσάκισα στα δύο για να προστατευτώ.
Τι κωλάμαξο είναι αυτό; Για να κάτσεις πίσω, αν δεν είσαι σαν τον Κούγια, πρέπει να γίνεις σαν οκτώ παρά εικοσπέντε.
Got a better definition? Add it!
Αυτός ή αυτή που έμμεσα ή άμεσα ασχολείται με την επί χρήμασι παροχή ερωτικών υπηρεσιών.
Ο μαστροπός, ο νταβατζής, η τσατσά, η πόρνη, ο ζιγκολό.
- Ρε συ, που βρήκε αυτή την τζιπούκλα ο Λάκης;
- Έκανε κονέ με κάτι Μολδαβές και έγινε επιχρηματίας.
Δες και -ατίας.
Got a better definition? Add it!
Μέλος της πολιτικο-οικονομικής πανίδας τρωκτικών που μετατρέπουν τους φόρους - που ο κάθε μαλάκας Έλληνας πλερώνει σαν μαλάκας (ο μαλάκας) εμμέσως ή αμέσως - σε βίλες, κωλομαζώματα και μασαμπούκες.
Της ίδιας συνομοταξίας με τους βατοπεδινούς, τους ντιβιντιάρηδες, τους αγονογραμμήτες, τους τοξικομολόγους, τους γερμανούς, τους φουσκαδόρους κ.α.
Το συγκεκριμένο είδος, ο ζημενάκιας, αναλάμβανε την επιστροφή μέρους της πληρωμής για δήθεν αγορές υπηρεσιών και υλικών από την γερμανική εταιρία ηλεκτρονικών Siemens, στους πολιτικούς αβανταδόρους της εν λόγω εταιρίας.
Ο Χρήστος Καραβέλας, γνωστός και με το ψευδώνυμο «ο ζημενάκιας», ήταν ήδη δακτυλοδεικτούμενος στο μικρόκοσμο της Αντιπάρου, όπου αγόρασε ούτε μία, ούτε δύο, αλλά έξι πολυτελείς κατοικίες. Τελικά, το στέλεχος της γερμανικής εταιρίας χρησιμοποίησε τα εναπομείναντα ρέστα του για την Ουρουγουάη. Τα μεγάλα ποσά τα επένδυε σε real estate στις Κυκλάδες και… την Αράχωβα.
zougla.gr
Got a better definition? Add it!
Απαξιωτικός χαρακτηρισμός εκείνου που δεν ανέχεται την διαφορετική άποψη και προσπαθεί με οποιοδήποτε κόστος να επιβάλλει την δικιά του.
Κρυφο-σταλινικός.
Από το όνομα του ΓΓ της ΚΕ του ΚΚ της ΕΣΣΔ, Ιωσήφ Στάλιν.
- Δεν ξαναμιλάω με τον Μπάμπη. Ιωσηφίνα έχει καταντήσει.
- Η Ιωσηφίνα του Περισσού.
Got a better definition? Add it!
Είμαι σίγουρος για κάτι.
Ο υπερθετικός του «βάζω το χέρι μου στη φωτιά».
Με το «δεν» μπροστά, δεν κόβω και τη πούτσα μου..., εκδηλώνει αμφιβολία έως και σοβαρή επιφύλαξη.
Με το «καλύτερα», καλύτερα να την κόψω (τη πούτσα μου) εκδηλώνει ολική άρνηση και αντίδραση συμμετοχής.
Κόβω τη μπούτσα μου ότι ο μαλάκας ο Σάκης μας έστησε γιατί δεν του κάθεται το τζελ στο μαλλί.
- Ρε συ πολύ χύμα δεν την έχεις την Σούλα; Μη σου μπάσει νερά.
- Μπα! Κόβω τη μπούτσα μου! Δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση σου λέω.
- Με Κονσεϊσάο και Μπίσκαν θα πάρουμε το πρωτάθλημα από Φλεβάρη.
- Καλά, μην κόβεις και τη μπούτσα σου. Ο Ρόκκο καθαρίζει «αλλιώς».
- Ρε μαλάκα κοίτα τζιπούκλα που ξηγιέται το κήτος! Πάμε να της την πέσουμε; Μόνη της είναι.
- Τρελάθης ρε; Καλύτερα να τον κόψω παρά να της τον ακουμπήσω.
Got a better definition? Add it!
Η τεράστια κοιλιά.
Πανουσιακή λεξιπλασία από την σύνδεση των λέξεων κοιλιά και μαντζάρε (ιτ. mangiare) = τρώω, με συνειρμική μεταφορά στο όρος Κιλιμάντζαρο της κεντρικής Αφρικής.
Μεγάλε! Τι κοιλιμάντζαρο είναι αυτό που έχτισες μέσα σε έναν χρόνο;
Got a better definition? Add it!
Το είδος του ανθρώπου που στην προσπάθειά του να γίνει αρεστός και αποδεκτός από το εκάστοτε κοινωνικό περιβάλλον του, προσαρμόζει, αναθεωρεί και -άμα λάχει- ανατρέπει εντελώς και -γιατί όχι- αντιμάχεται, τις μέχρι πρότινος ιδέες του.
- Ρε συ, άκουσες τι είπε ο Χαμαιλέων Κωλοτούμπας; Από το Γενάρη λέει θα μας κόψει εντελώς το τσιγάρο! Καλά αυτός δεν έλεγε μέχρι χτες ότι «τα μέτρα δεν θα είναι ρατσιστικά ενάντια στους καπνιστές»;
- Με τις παπαριές του Απραγόπουλου ασχολείσαι; Ξεχνάς πως το άτομο, λίγους μήνες πριν γίνει υπουργός διατυμπάνιζε ότι «η Νέα Δημοκρατία είναι σάπια και ανήκει στο παρελθόν»;
βλ. και κωλοτούμπας
Got a better definition? Add it!