Αυτός που δέρνει. Κι όχι απλά δέρνει, αλλά δέρνει άσχημα. Να το πούμε αλλιώς, έχει κάνει το ξυλίκι επάγγελμα ένα πράμα. Βιρτουόζος της μπούφλας. Μερακλής στο κοπάνημα. Οπωσδήποτε δεν σηκώνει πολλά αστεία, και καλά θα κάνεις να μετράς τις κουβέντες σου όταν του απευθύνεσαι. Συνήθως έχει προϊστορία σε κάποιο από τα λεγόμενα «δυναμικά» αθλήματα (πυγμαχία, κικ μποξ, πάλη κλπ). Δεν είναι δλδ κανάς τυχαίος που την έχει δει γαμίκουλας κι έτς. Στη συντριπτική των περιπτώσεων πλειοψηφία ΕΙΝΑΙ γαμίκουλας. Αν τον τσαντίσεις, θα 'σαι κωλόφαρδος αν τη γλιτώσεις με κλασικό ελληνικό βρωμόξυλο. Ως προφέσιοναλ, δεν θα περιοριστεί σ' αυτό, αλλά θα σου σπάσει και κανά χεράκι, έτσι για να σου μείνει αξέχαστο αυτό το καλοκαίρι.

(στο γυμναστήριο)

- Ρε φίλε, εκείνο το μαύρο το κολάν το στιβικό που φόραγες τι έγινε, γιατί δεν το ξανάβαλες;
- Ε δεν το ξανάβαλα, τι να κάνουμε τώρα;
- Ωχ κατάλαβα, κάποιος σ' έκραξε... Και γιατί δεν του γάμησες τη μάνα;
- Αν ήταν οποιοσδήποτε άλλος αυτό θα 'κανα. Όχι όμως με το συγκεκριμένο άτομο..
- Σιγά ρε φίλε, αφού εσένα κανείς δε σου κουνιέται... Τους περισσότερους τους έχεις για την πλάκα σου.
- Το ξέρω. Όχι όμως το Μάκη, που μ' έχει αυτός για την πλάκα του.
- Τα παραλές ρε θηρίο, τόσο δείρτης ο χοντρός; Ο τύπος είναι σα σκασμένο λάστιχο..
- Εγώ μια φορά στα είπα, κοίτα τώρα να κάνεις καμιά μαλακία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κλασικός έλληνας που οδηγεί αυτοκίνητο τύπου sedan. Tα σεντάν έχουν κατά κανόνα 4 πόρτες και είναι πιο παππουδίστικα (σε αντίθεση με τα κουπέ που είναι και καλά πιο νεανικά).

Ο σεντανάκιας είναι γενικά ο τυπικός ελληνάρας σε όλες της ζωής του τις εκφάνσεις, και με ευλάβεια τηρεί του γένους τα πατροπαράδοτα. Περήφανος οικογενειάρχης που αραδιάζει κάθε σουκού παιδιά σκυλιά στο αμάξι και πάνε στη Λούτσα για μπάνιο. Στάνταρ κάνει Πάσχα στο χωριό όπου μεταβαίνει και πάλι συν γυναιξί και τέκνοις και συν όλοις τοις συμπραγκάλοις του. Φορτώνει το σεντάν μέχρι μαλακίας σαν κάτι γύφτους που τιγκάρουν το ντάτσουν με πατάτες και η καρότσα γλείφει την άσφαλτο (αν είχε μιλιά το αμαξάκι θα τον άρχιζε στα καντήλια).

Το καλοκαίρι κυκλοφορεί με ανοιχτό πουκάμισο να φαίνεται η τριχάρα η ιδρωμένη, καθώς και με ανοιχτό παπουτσάκι να μοστράρει τα κρινοδάχτυλά του (διότι τα τελευταία χρόνια έχει εκτρεντιστεί κάπως, δημιουργώντας ένα νέο είδος, τον γυφτοτρέντι).

Ο σεντανάκιας συνήθως υπερασπίζεται με πάθος την επιλογή του για το συγκεκριμένο αμάξι, που ''σέβεται την τσέπη του''. Τρώει κόλλα με το θέμα της παθητικής ασφάλειας, κι ας βάζει τα παιδιά στο μπροστινό κάθισμα (κάπως έτσι πριν μερικά χρόνια χιλιάδες ζουλάπια πήγαν κι αγόρασαν με το κιλό κάτι μπανιέρες των 60 ίππων, μόνο και μόνο επειδή είχαν και καλά χοντρές λαμαρίνες).

Ο σεντανάκιας διακατέχεται από διακοσμητικό οίστρο, καθώς φορτώνει στο αμάξι διάφορα μπιχλιμπίδια/γκατζετιές: ο κλασικός σταυρός στο καθρεφτάκι, θέση για ποτήρι φραπέ, το κλασικό βεντουζάτο κουκλάκι στο πίσω τζάμι κλπ.

Και σταματώ εδώ (αν και θα μπορούσε κανείς να γράψει διδακτορική διατριβή για τον εν λόγω ανθρωπότυπο).

Υ.Γ. Προσοχή Προσοχή!!!

α. Ο σεντανάκιας είναι συνήθως γιαπωνέζος στις προτιμήσεις του. Οδηγεί Χιουντάι, Χόντα, Τογιότα (τιμημένη Κορόλα!). Έναν που καβαλάει Mercedes CLS 350 δεν τον λες σεντανάκια όσο να' ναι.

β. Το αμάξι του τυπικού σεντανάκια είναι τουλάστιχον πενταετίας, με εμφανή τα σημάδια του χρόνου στο πετσί του (τρακαρισματάκια, γρατσουνιές κλπ). Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και νέοι που παν κι αγοράζουν απ' την κούτα κάτι βάρκες τύπου VW Passat: αυτοί έχουν γεράσει πριν την ώρα τους και μας το παίζουν κι ιστορία από πάνω.

(στα διόδια της Ελευσίνας, Μεγάλη Παρασκευή, διάλογος μηχανόβιων)

- Πω ρε φίλε κίνηση!...
- Ναι ρε συ... Τους λυπάμαι όλους αυτούς που πήζουν μες τ' αμάξια...
- Ποιους ρε, τους μαλάκες τους σεντανάκηδες; Στ' αρχίδια σου, τα θέλουν και τα τραβάνε.
- Δίκιο έχεις. Τώρα που θα περνάμε με τα μηχανάκια μέσα απ' τις ουρές σαν να σκίζουμε κωλοτρυπίδα, να δεις τι καύλα θα είναι...

Το τουτούνι είναι κάμπριο, αλλά ο οδηγός είναι σεντανάκιας (από Khan, 18/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που παρίσταται σε μπαφοκατάνυξη χωρίς να συμμετέχει άμεσα (χωρίς δηλαδή να φουμάρει), αλλά που φτιάχνεται (ή ισχυρίζεται πως φτιάχνεται) από τα ντουμάνια των άλλων. Εννοείται πως για να είναι στοιχειωδώς ακουστικά τα εν λόγω ντουμάνια, η φάση πρέπει να λαμβάνει χώρα σε κλειστό/εσωτερικό χώρο και ουχί δημοσία.

Ο ντουμανάκιας είναι μυστήρια περίπτωση ανθρώπου, έλκεται και ταυτόχρονα απωθείται από την παρακμή (την οποία εκπροσωπεί η μπαφοσύναξη). Κατά βάθος δε γουστάρει τα ντραγκς (ίσως γιατί του είχε πει η μαμά του να προσέχει) απ' την άλλη κωλοτρίβεται, επιθυμώντας να λογαριάζεται μέρος της ομάδας.

Διατρέχει κίνδυνο να τον ψιλοκράξουν ως φλωράντζα, το προτιμά όμως από το να την πουλέψει τελείως εκ του σκηνικού. Ντουμανάκιας είναι δύσκολο να παραμείνει κανείς για πολύ: ή που θα αρχίσει να φουμάρει κανονικά υπερνικώντας τις αναστολές του ή που θα ψάξει για άλλη παρέα. Αυτά.

- Που να στα λέω, λιώσαμε χτες, θα ήπιαμε και δώδεκα τσιγάρα μη σου πω...
- Ποιοι ήσασταν;
- Εγώ, ο Αλεξάκης, η Μαρία κι ο κατσαρίδας...
- Αυτός δεν έφερε κι έναν ξάδερφό του;
- Ναι ρε, αυτός είναι ντουμανάκιας, δεν πιάνεται...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη διάλεκτο των ρεϊβάδων, η Ισραηλίτικη ψυχεδελική trance. Μεσουρανούσε τη χρυσή δεκαετία του '90, σε μαγαζιά όπως το Battery στο σταθμό υπεραστικών στον Κηφισό, το Άλσος στο Πεδίο του Άρεως κ.α. Κορυφαίοι εκπρόσωποι οι περίφημοι Astral Projection και ύμνος τους το γαμιστερό ''let there be light'' (τίτλος που πρόδιδε και την εβραϊκή καταγωγή τους).

Παρομοιάστηκε με τα τσιφτετέλια λόγω των διάφορων ανατολίτικων/τσιφτετελέ ηχητικών μοτίβων που παρεισφρύουν στο beat, διανθίζοντάς το και προσδίδοντας το απαραίτητο couleur locale.

Τα «τσιφτετέλια» αντιδιαστέλλονταν στερεότυπα με τα πριόνια, όρος που παραπέμπει ειδικότερα στην ευρωπαϊκή trance (και όχι μόνο γενικώς και αορίστως στα παντοειδή νταπαντούπα). Τα ''πριόνια'' παίζουν σε πιο industrial ήχους, χωρίς κλάψα. Οι ρέιβερ ήταν ατύπως χωρισμένοι σε δύο μεγάλες συνομοταξίες: τσιφτετελάδες και πριονάδες. Οι τσιφτετελάδες ήταν και οι πιο σκληροπυρηνικοί, ήταν - όπως κι αν το κάνουμε - οι πιο αλητάμπουρες, οι πιο κάγκουρες, με προέλευση κατά κανόνα λαϊκότερη (βλέπε δυτικά προάστια). Όσοι πάλι ψήφιζαν πριόνι, την είχαν δει και καλά πιο ευρωπαίοι και (ορισμένοι) αντιμετώπιζαν με συγκατάβαση τους τσιφτετελάδες, χρησιμοποιώντας χαρακτηρισμούς όπως ''γύφτοι'' ή ''εγκληματίες''.

- Τι λέει ρε φίλε, θα τραβηχτούμε κανά battery αύριο; Θα βαράει καλά...
- Άσε ρε μαν καλύτερα, τίγκα θα 'ναι στους κάβουρες και στους γύφτους...
- Για τη μουσικούλα θα πάμε, μην ξενερώνεις...
- Τα τσιφτετέλια θες να πεις.
- Άντε ρε γαμήσου.

Ofra Haza (+ 2000) (από acg, 14/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σπασίκλας για τους κύπριους.

Γενικά δεν έχω σκοπό να κατακλύσω το σάιτ με κυπριακούρες, φρονώ εντούτοις πως η συγκεκριμένη λέξη πρέπει να μνημονευθεί δια τους εξής λόγους:

  1. Σε αντίθεση με τον ελλαδικό σπασίκλα, το σπάσμα είναι ουδέτερο, αφαιρεί δηλαδή από τον καλό μαθητή που όλοι φθονούν την πολύτιμη ιδιότητα του γένους, αρσενικού ή θηλυκού. Ένα αγόρι-φυτό χάνει την αρρενωπότητά του, ένα κορίτσι-φυτό χάνει τη θηλυκότητά του. Αμφότερα μεταβάλλονται σε ''όντα'', ''πλάσματα'', χωρίς ουσιαστική ταυτότητα, με ζωή υποτυπώδη ωσάν του φυτού, με μόνη ασχολία το διάβασμα, κάτι που τη σπάει απίστευτα κι ανυπόφορα στους άλλους, τους ''φυσιολογικούς''. Εξ ου και σπάσμα.

  2. Το ''σπάσμα'' παραπέμπει συνειρμικά στους σπασμούς, οι οποίοι σπασμοί παραπέμπουν γενικά σε κουλαμάρες, αναπηρίες, σακατιλίκια κλπ, κι όλα αυτά (εμένα τουλάστιχον) μου θυμίζουν Στίβεν Χόκινγκ, το προαιώνιο αρχέτυπο του φυτού/σπάσματος/σπασίκλα. Θα μου πεις τώρα πήγες Πατήσια-Ομόνοια μέσω Νέας Υόρκης, αλλά anyway...

  3. To ''σπάσμα'' κάνει σε πιο αρχαιοπρεπές, βρε αδερφάκι μου, σε σχέση με το ''σπασίκλας'', που όσο κι αν πεις είναι κατά τι πιο λαϊκουτζούρικο (ιδίως εκείνο το σύμπλεγμα ''κλ'' κάνει κάτι σε ''κλανιά'', ''σπασοκλαμπάνιας'', ''κλαπαρχίδας'' κ.ο.κ.). Κλίνεται άλλωστε κατά την γ' κλίση: το σπάσμα, του σπάσματος, τω σπάσματι... Άντε μην κατεβάσω κανένα σεντόνι τώρα για τους αδελφούς μας τους κύπριους που διατηρούν ανόθευτη τη γλώσσα των προγόνων μας κ.λπ. κ.λπ. και μας πάρουν όλους τα ζουμιά...

- Άτε κόρη κάτσε θκίβασε τσε λλίον λαλώ σου...
- Άισμε ρε μάμμα, εζάλισες με.
- Αρωτώ σε ρα, ίντα μπουννακάμεις εις την ζωήν σου; Να θωρείς την Κούλλα του Πελλογιωρκή τσε να πκιάννεις παράδειγμα.. Έν πολλά καλή μαθήτρια..
- Όι μάμμα, τούτον εν σπάσμα, έντζεν άθρωπος.

Δες και σπάω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι Μανιάτες, ειδικά όσοι μένουν στον Πειραιά.

Ο Πειραιάς, ως αναπτυσσόμενο λιμάνι, μάζεψε κάθε καρυδιάς καρύδι από κάθε γωνιά της χώρας. Ορισμένοι από αυτούς τους εσωτερικούς μετανάστες, προερχόμενοι από την ίδια περιοχή, εγκαταστάθηκαν στην ίδια περιοχή και δημιούργησαν κλίκες.

Τα μανιαούρια μαζεύτηκαν στην περιοχή που πήρε τ' όνομά τους (Μανιάτικα). Μαζί με τους πολυάριθμους κρητικούς (άλλη πειραιώτικη ομάδα με παρόμοια χαρακτηριστικά), τα μανιαούρια θεωρείται ότι γαμούν και δέρνουν, δε σηκώνουν μύγα στο σπαθί τους, δε μασάν το μπούτσο τους κ.ο.κ

- Έμαθες τι έγινε με το Μανωλάκη τις προάλλες;
- Όχι ρε συ, για λέγε...
- Να, είχανε στήσει τα μηχανάκια με τον Κώστα το Γιατράκο, έφαγε ήττα, δεν τον πλήρωσε, κι έσκασε ο τύπος με τα μανιαούρια και τον κάνανε ασήκωτο...
- Μια ζωή μαλάκας ήτανε...

Αντζελα Γκερέκου. Στο ξεκίνημα της καριέρας της έιχε πάιξει το μανιαούρι (το α με ου), στην ταινία:το κορίτσι της Μάνης (από GATZMAN, 13/05/09)Α. Γκερέκου (από GATZMAN, 13/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο ιδιόλεκτο των παλιατζήδων της Πλατείας Αβυσσηνίας στο Μοναστηράκι, μαύρος είναι ο γύφτος.

Οι εν λόγω κύριοι θεωρούν εαυτούς ως την αριστοκρατία των παλιατζήδων, η οποία απειλείται από τις ορδές των περιφερόμενων γύφτο-παλιατζήδων. Για έναν μη παλιατζή είναι τις περισσότερες φορές δυσχερές να ξεχωρίσει ποιος από τους παλιατζήδες στην Αβησσυνίας (και όχι μόνο) είναι γύφτος και ποιος όχι. Ούτως ή άλλως όλοι είναι το ίδιο μαυριδεροί, το ίδιο λαμόγια, κι έχουν το ίδιο έμπειρο (δηλαδή πειναλέο) βλέμμα... Σε τέτοιες καταστάσεις, ο μακροχρόνιος συγχρωτισμός οδηγεί μαθηματικά στην απόλυτη εξομοίωση...

Και για να συνεχίσω την ανθρωπολογική διατριβή μου, ιστέον ότι στη Λατινική Αμερική η «λευκότητα» ενός ανθρώπου ελάχιστα έχει να κάνει με το πραγματικό χρώμα του δέρματός του. Αντιθέτως, όσο πιο ψηλά βρίσκεται κανείς στην κοινωνική ιεραρχία και όσο πιο πολλά φράγκα έχει στο παντελόνι του, τόσο πιο «λευκός» είναι...

Πελάτης: Μάστορα πόσο πάει το μαλλί γι' αυτό εδώ το φωτιστικό;
Γαλαζοαίματος παλιατζής: Αυτό είναι στα 300.
Πελάτης: Κι αυτό εκεί πίσω;
Γαλαζοαίματος παλιατζής (βαριεστημένα ως εκεί που δεν πάει): 380.
Πελάτης: Πολλά είναι... να κάνουμε κάτι καλύτερο;
Γαλαζοαίματος παλιατζής: Εμείς κύριε έχουμε άλφα άλφα πράγματα, άμα θες φτηνά πήγαινε στους μαύρους δίπλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απομεινάρια χόρτου (το λένε και μαύρο) τα οποία, ρε πούστη μου δε φτάνουν για να στρίψεις ένα κανονικό γάρο, ούτε καν μονοφυλλάκι ρε διάολε.

Αναζητούνται μετά μανίας σε περιόδους σταλίας, οπότε και ανακαλύπτονται σε παλιά σακουλάκια με stuff. Σε περιπτώσεις προχωρημένης σταλίας, την τιμητική τους έχουν παλιοί σβησμένοι μπάφοι σε τασάκια, σακούλες σκουπιδιών, κάτω απ' το χαλί (όπου παραχώθηκαν βιαστικά λόγω ντου της μαμάς) κ.λπ.

Εν συνεχεία τα μπαφοαποτσίγαρα ανατέμνονται, τους αφαιρείται η τζιβάνα, και ο λαλημένος πότης συλλέγει με ευλάβεια τα μικροσκοπικά πράσινα τεμάχια. Τότε ανοίγονται δύο επιλογές: είτε θα τα χώσει σε κανένα άθλιο μονοφυλλάκι, είτε θα παίξει τσαγάκι! (ναι, υπάρχει κι αυτό).

- Έλα ρε αγόρι, πέρασε.. τι να σε κεράσω; καμιά κοακόλα μήπως;
- Ρε δεν αφήνεις τις μαλακίες λέω γω; Ξέρεις γιατί ήρθα... παίζει κάνας φοσμπά;
- Πλάκα κάνεις, μόλις τώρα κάπνισα τον ψίλο...
- Φτου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο μπιλιάρδο, αυτός που κάνει συνέχεια τελάρο, δηλ. κατ' εξακολούθηση επιβαρύνεται με το στήσιμο των μπαλών.

Αυτό συμβαίνει διότι ο εν λόγω είναι επαγγελματίας λούζερ, κατσίκι, άμπαλος, ασχετίλας.

Ο μανάβης σπανίως έως ποτέ έχει τη δυνατότητα να βγάλει το άχτι του κάνοντας το εναρκτήριο σπάσιμο, ηδονή η οποία επιφυλάσσεται για τον ευτυχή αντίπαλο του μανάβη. Ο μανάβης παρακαλάει να τελειώσει μια ώρα αρχύτερα το μαρτύριο αυτό, να βλέπει δηλ. τα κόκαλα, που με τόση επιμέλεια έστησε, να εξακοντίζονται με μανία στου τραπεζιού τις άκρες.

Εννοείται πως οι εντρυφούντες εις την μαναβικήν αποτελούν τα ιδανικά θύματα για τους επιτήδειους που δεν γουστάρουν να πληρώνουν για την ώρα που παίζουν. Η λυπητερή αποστέλλεται στον ηττημένο, ο οποίος πληρώνει κατά κανόνα τον πάγκο.

- Μαλάκα αυτή η τελευταία στεκιά που έβγαλες απλά δεν υπήρχε. Αράπης σε γαμούσε χτες το βράδυ και σου 'χει ανοίξει έτσι ο κώλος;
- Άντε τέλειωνε με το στήσιμο, ρε μανάβη, κι άσε τα πολλά λόγια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που έχει τιγκάρει μέχρι αηδίας το δέρμα του με tattoo, σε φάση που μπορείς πλέον να τον ''διαβάσεις''. Κατέχει επαξίως τον τίτλο του κινητού επιγραφικού μνημείου.

Ως γνωστόν όμως, ο πανδαμάτωρ χρόνος που δεν αφήνει τίποτα όρθιο, δεν χαρίζεται ούτε στα tattoo, τα οποία μετά από καμιά πενταετία (άντε οκταετία, βαριά δεκαετία) έχουν θολώσει και φαίνονται σαν απομεινάρια από κουράδια..

Έτσι, η αποκατάσταση του αρχικού σχεδίου καθίσταται έργο δυσχερές, που θα απασχολήσει την αρχαιολογική έρευνα...

Μάθετε κι αυτό: την περίοδο της παντοκρατορίας του χιτλερικού Γ' Ράιχ, όσοι είχαν μαρκάρει την πέτσα τους, διέτρεχαν αυξημένο κίνδυνο να εξολοθρευτούν και το κεκοσμημένο δέρμα τους να χρησιμεύσει ως επένδυση πορτοφολακίου γερμανού αξιωματικού.

(διάλογος σε τατουατζίδικο)

Ο τατουατζής: Παίδες πως πάμε, διαλέξαμε σχεδιάκι ή ακόμα;
Οι παίδες: Ναι φίλε μου, εγώ αυτό το τραϊμπαλάκι θα κάνω, το παιδί θα ρίξει μια ματιά ακόμη...
Ο τατουατζής: Τέλεια! Δώστε μου μόνο και μια ταυτοτητούλα και προχωράμε.
Οι παίδες: ... δεν έχω μαζί μου...
Ο τατουατζής: Φίλε μου χωρίς ταυτότητα δεν μπορώ να ξέρω αν είσαι δεκαοχτώ... Για κάτω των δεκαοχτώ μόνο με έγκριση των γονέων... Αλλιώς μπορεί να έρθεις αύριο και να δεις το μαγαζί τυλιγμένο με κορδέλα, με πιάνεις έτσι;
Οι παίδες: Δεν παίζει πρόβλημα σου λέω...
Ο τατουατζής: Φίλε μου γίνε δεκαοκτώ και μια μέρα κι έλα δω να σε κάνω εφημερίδα, να μη σε γνωρίσει η μάνα σου. Ως τότε δεν μπορώ να κάνω κάτι. Οι παίδες: Γιατί;;
Ο τατουατζής: Γιατί έτσι λέει ο νόμος. Άδικος ο νόμος; Μαζί σου. Αν θες να πάμε να διαδηλώσουμε μαζί στο Σύνταγμα να αλλάξει, μέσα. Μη μου ζητάς τίποτα άλλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified