Έτσι κράζαμε παλιά στο σχολείο μου όσους είχαν την ατυχία να φορούν σιδεράκια. Ατυχείς, διότι προφανώς δεν το επέλεξαν οι ίδιοι, αλλά οι ορθοδοντικώς ευαίσθητοι γονέοι τους. Χρησιμοποιείτο εναλλακτικώς με το εξίσου σκληρό ''ατσάλι στα δόντια''. Ας μη μιλήσω τώρα για το τι τράβαγαν όσοι ήταν τόσο φτυσμένοι απ' το θεό ώστε να φοράνε εξωστοματικό...

Συνήθως αυτοί που φόραγαν σιδεράκια ή/και γυαλιά μυωπίας, ήταν κατά τύχη (;) και οι καλύτεροι μαθητές, οπότε η ζηλοφθονία και η απέχθεια εναντίον τους μεγάλωνε. Και το δούλεμα έπεφτε σύννεφο...

- Ρε φίλε είσαι να την κάνουμε την τελευταία ώρα; Ο Τάκης χτύπησε κάτι καινούρια παιχνιδάκια στο Nintendo κι είπε αν είναι να πάμε σπίτι του.
- Ναι ρε, μέσα, δυό λεπτά μόνο να πω κάτι που θέλω στη Λίτσα.
- Παιδιά... γίνεται να έρθω κι εγώ;
- Ποιός σου μίλησε εσένα ρε ατσάλι στα δόντια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Γυναίκα του Ξανθού. Και εξηγούμαι πάραυτα - για να θυμούνται οι παλαιοί και να μαθαίνουν οι νεότεροι. Στη Θεσσαλονίκη, πριν από κάποια χρόνια (όχι δα και τόσο πολλά) τραγουδιόταν από τα (μπασκετικά) παόκια το ακόλουθο αριστουργηματικό στιχούργημα, απαύγασμα πρωτόφαντης καλλιτεχνικής εμπνεύσεως:

Είναι ψωλού η γυναίκα του Ξανθού
και δε μπορεί να κάνει ένα παιδί
γι' αυτό Ξανθέ άνοιξέ της (ή την) καμπαρέ
να τη γαμάει όλο το Παλέ.

Ο Ξανθός εννοείται συφιλιαζόταν με το ως άνω σύνθημα, ενώ τα μουμουέ, αναμασώντας ωσάν τα γίδια τα ίδια κλισέ, αναφέρονταν σε αυτό ως ''εμετικό'' χωρίς να το αναπαράγουν (έτσι για να μας έχουν στην καψούρα).

Ο Ξανθός σκεφτόταν μηνύσεις και τα σχετικά, τελικά δεν ξέρω τι έγινε (αν θυμάται κανείς ας μας διαφωτίσει). Εν τέλει η Γυναίκα του Ξανθού έκανε ένα Παιδί και ο τρισμέγιστος Ξανθός πήρε την εκδίκησή του από την άσπλαχνη εξέδρα, αφιερώνοντας το Θείο Βρέφος ''σε όλους αυτούς που όλα αυτά τα χρόνια μας έβριζαν χυδαία'' (ή κάπως έτσι). Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Λέμε τώρα.

Υ.Γ. Εξυπακούεται άλλο να σας το γράφω εδώ κι άλλο να το ακούς στο Αλεξάνδρειο από 5000 τρελαμένα παόκια. Εμπειρία ζωής.

Τι παράδειγμα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαντάται και ως τζινάβα. Είδος ακούσματος με εισπνοή βενζίνης. Η διαδικασία έχει ως εξής: βρέχεις ένα στουπί με βενζίνη και το ακουμπάς στο μπράτσο ψηλά, από τη μέσα μεριά. Μετά κολλάς το χέρι στη μάπα και παίρνεις βαθιά πατριωτική τζούρα.

Φτηνιάρικος τρόπος φτιαξίματος, δουλεύεται κυρίως από την πολλά υποσχόμενη μαθητιώσα νεολαία. Τις περισσότερες φορές βγαίνει μουφάτζα (as far as I know).

Ετυμολογία: βενζίνη < βετζίνη < βετζίνα < τζίνα

- Μαλάκα μου, ήξερες για την Ελισάβετ ότι ντρογκάρει;
- Εσύ τι λες ρε ουφάτζα, να κοιμάμαι όπως εσύ;
- Ναι ρε φίλε, για τους μπάφους ήξερα, μου σφύριξαν ότι κάνει και τζίνα..
- Είπαμε, η γκόμενα είναι αποκαΐδι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλιαρντιστί, οι μπάτσοι.

Ρουνότσαρδο: το αστυνομικό τμήμα.

Ρουνονταλίκα: το περιπολικό, ήτοι κωλάδικο, καρούμπαλο κλπ.

Προς οιονδήποτε καλιαρντομαθή: ετυμολογίες και παρετυμολογίες, ευπρόσδεκτες. Αναμένω στο ακουστικό μου.

- Κουραβελτουά η ρούνα, δίκελε μωρή...

(αξιογάμητο το μπατσάκι, για δες μωρή...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κωλοφτιαγμένο αμάξι, το γκαζώνεις και ξηλώνει την άσφαλτο.

Ετυμολογείται εκ του ''κτήνος'', του οποίου συνιστά προφανώς κάποιου είδους υπερθετικό. Εννοείται ότι το απλό ''κτήνος'' δύναται να χαρακτηρίζει, εκτός των αμαξιών, και σωματώδεις ανθρώπους, τεράστια κτίρια ή πλεούμενα κ.ο.κ.

Μόνο τα άλογα (η καθαρή ισχύς δηλαδή) δεν αρκεί για να χαρακτηρισθεί ένα τετράτροχο ως κτηνάρι. Επιβάλλεται να έχει πέσει και το καθιερωμένο στους κύκλους των καγκουροειδών ''φτιάξιμο'' (οι Αμερικάνοι το λένε και customizing).

Mια Ferrari είναι μάλλον απρεπές να την πεις ''κτηνάρι'' (διότι αυτόν που θα είχε τα φράγκα να την αγοράσει δύσκολα τον λες κάγκουρα, όπως και να 'χει). Θα την πεις απλά κι αγαπημένα ''κτήνος'', χρησιμοποιώντας παράλληλα κι άλλες κλισεδιάρικες εκφράσεις όπως π.χ. ''η καρδιά του κτήνους'' (όταν αναφέρεσαι στον κινητήρα) κ.λπ.

Δηλαδή τώρα δε φτάνουν όσα είπα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μποντιμπιλντεράδικη αργκό. Σημαίνει παίρνω όγκο, κερδίζω μυική μάζα ούτως ώστε να φαίνομαι πιο ''γεμάτος'', πιο ''μπαλαρισμένος''.

Ετυμολογείται προφανώς από τις μυικές ''μπάλες'' που ξεπροβάλλουν ως χαρούμενα εξογκώματα πάνω στο σώμα του ευτυχούς γυμναζόμενου. Κλασικό παράδειγμα τέτοιας μυικής ''μπάλας'' είναι βεβαίως το all time classic ''ποντίκι'', δηλ. ο δικέφαλος βραχιόνιος μυς.

Προσοχή: το μπαλάρισμα δεν ταυτίζεται με τη γράμμωση. Η γράμμωση θα έρθει (αν ποτέ δεήσει να έρθει) αργότερα, όταν θα μπει φερμουάρ στο στόμα. Το μπαλάρισμα προηγείται της γράμμωσης. Είναι συνέπεια της απόκτησης των λεγόμενων ''ποιοτικών κιλών'', δηλ. επιπρόσθετου σωματικού βάρους στο οποίο υπερτερούν (αναλογικά) οι μύες έναντι του λίπους.

- Ρε αγόρι ψήνεσαι να χτυπήσουμε καμιά πρωτεΐνη να μπαλαριστούμε και να γουστάρουμε;
- Καλές οι σκόνες φίλε, αλλά μόνο αν βαστάει η τσέπη σου. Έχουν πάει στο θεό οι τιμές, γάμα τα...

Δες και είμαι στον όγκο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μποντιμπιλντεράδικη αργκό. Άγριος είναι ο γραμμωμένος, ο φέτας, ο κομμάτιας.

Αγριάδα: η γράμμωση.

Συνήθης η συναδελφική έκφραση ''έχεις αγριέψει ρε φίλε τώρα τελευταία'', που σηματοδοτεί την πρόοδο του συγκεκριμένου αθλητή στον τομέα της μυικής διαμόρφωσης και συνάμα αποτελεί την επιβράβευση των προσπαθειών του.

- Aγόρι πως με κόβεις, δεν έχω τουμπανιάσει τώρα τελευταία;
- Nαι ρε φίλε, πήρες όγκο, αλλά όγκο είχες πάντα. Πέντε πάνω πέντε κάτω... Αυτό που θες είναι να τον δουλέψεις τον όγκο σου, να αγριέψεις λίγο, για να δείξεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνθηματικά ο προστάτης (νυχτερινών μαγαζιών ντε).

Δεν ταυτίζεται απαραίτητα με τον μπράβο: μπράβος είναι ευρύτερη έννοια, μπορεί δηλ. να είναι κάποιος ξεκάρφωτος φούσκας που πληρώνει το μαγαζί για να καθαρίζει σε μικροφασαρίες. Για τα χοντρά αναλαμβάνουν οι στάτες.

-Ρε αφεντικό, ποιος είναι αυτός ο μαλάκας στην άκρη της μπάρας με το ύφος του στιλ ''κρατάω τον πάπα απ' τ' αρχίδια'';
-Άσε ρε, μην ασχολείσαι, ο τύπος είναι στάτης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αργκό μαστοράντζας (και όχι μόνο). Τα διάφορα απρόοπτα και εξ ου δυσάρεστα θεματάκια που προκύπτουν στην πορεία μιας δουλειάς (π.χ. βάψιμο, υδραυλικά κ.ο.κ.) που έχεις αναλάβει.

Απαντάται συνήθως στην έκφραση-προτροπή «μην ανοίγεις πληγές»: μείνε στα προβλεπόμενα και μην την ψάχνεις παραπάνω, ώστε να κάνεις -και καλά- καλύτερη δουλειά.

Είναι η γνωστή λογική της ήσσονος προσπάθειας, π.χ. αν θες να περάσεις σωλήνες σ' ένα μπάνιο, τις περνάς εξωτερικές και ξεμπερδεύεις, αντί να μανουριάζεσαι με σκαψίματα και μαλακίες, διότι δεν ξέρεις τι θα συναντήσεις και τι πληγές θα ανοίξεις.

Πελάτης: Ρε μάστορα, μήπως τώρα που περνάμε πλακάκι στο μπάνιο, δε ξηλώνεις και τη μπανιέρα που 'χει πιάσει πουρί και το γυρνάμε σε απλή ντουζιέρα;
Μάστορας: Άσε κύριος καλύτερα, μην ανοίγεις πληγές...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αργκό της μαστοράντζας. Μια δουλειά (βάψιμο, σοβάτισμα, υδραυλικά κ.ο.κ) που στην πορεία επιφυλάσσει δυσάρεστες «εκπλήξεις», τις οποίες αρχικά (όταν βιαζόσουν να κλείσεις τη δουλειά και να παντελονιάσεις την προκαταβολή) δεν είχες υπολογίσει.

Ούτως το όλο εγχείρημα καθίσταται θρίλερ, εικονογραφεί δηλ. την αγωνία του (φτωχού πλην τίμιου) μάστορα να ξεμπερδεύει μια ώρα αρχύτερα για να πάει και στην άλλη δουλειά που έχει ανοίξει.

Τα απρόοπτα αυτά θεματάκια, που συνεπάγονται προφανώς πρόσθετη καταπόνηση και ξεχείλωμα του χρονοδιαγράμματος, αναγκάζουν τον (φτωχό πλην τίμιο) μάστορα να απαιτήσει επιπλέον αμοιβή, την οποία εάν δεν καταφέρει να αποσπάσει, ενδέχεται και να γράψει τη δουλειά στα τσάκιατου (κοινώς να σε αφήσει στα κρύα του λουτρού).

Μπογιατζής: - Εκεί που υπολόγιζα μισή μέρα δουλειά γι' αυτό το ταβάνι, αναγκάστηκα να το ξηλώσω όλο και να το περάσω με κόλλα πλακιδίου για να κολλήσει ο σοβάς. Δυο μέρες παιδευόμαστε... Αυτό κύριος που έχεις δεν είναι σπίτι, είναι θρίλερ, κατάλαβες...;
Πελάτης: Εεε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified