Με μεγάλη ταχύτητα, του σκοτωμού, κομμάτια, σπασμένος. Επίσης: μαλλιοκούβαρα, κουβάρια.

  1. Κατεβαίναμε χτες τη Συγγρού με τον Κωστάκη, μαλλιά σου λέω... Βελάξανε τα μηχανάκια φίλε, τους ήπιαμε το αίμα.

  2. - Ρε φίλε, το έμαθες με τη νταλίκα που έπεσε σε στάση λεωφορείου; Χτύπησε μια γιαγιά κι έγινε πουλάκι...
    - Αφού πήγαινε μαλλιοκούβαρα ο μαλάκας ο οδηγός, τι ήθελες δηλαδή;

(από pvnrt, 27/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη σύνθετη, επιφωνηματικού χαρακτήρος, παραγόμενη εκ του έλεος και της ελεημοσύνης (μάλλον). Όπως και το απλούν έλεος, αλλά στον υπερθετικό βαθμό.

Συναντάται ενίοτε γραμμένη σε μαθητικά / φοιτητικά τετράδια ως έκφραση ύστατης απόγνωσης και απελπισίας, όταν το μάθημα είναι απαλεύταμπλ και ο καθηγητής ύπνος.

Καθηγήτρια: Και τώρα παιδιά που ολοκληρώσαμε το σημερινό μας μάθημα, θα γράψουμε ένα σύντομο τεστάκι στα χτεσινά!
Η τάξη με μια φωνή: Ελεουσύνη κυρία!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαμήσι, πήδουλος. Το γαμήσι δέον όπως εκλαμβάνεται τόσο κυριολεκτικώς όσο και μεταφορικώς.

Συναντάται συνήθως σε φράσεις όπως «της έριχνα ένα σφίξιμο άνετα», «του 'ριχνες ένα σφιξιματάκι του μωρού, ρε φίλε;» κλπ.

  1. - Για δε ρε το καινούριο που έσκασε μύτη...
    - Το έσφιγγες άμα λάχει;
    - Ρε δεμπά στο διάολο..

  2. - Ρε φίλε, από τότε που μετακόμισα στο δώμα έχω ένα φόβο μήπως μπει κανείς απ' την ταράτσα και μου το κάνει καλοκαιρινό...
    - Να βάλεις κάγκελα μυτερά στο ενδιάμεσο χώρισμα. Όποιος πάει να περάσει θα σφιχτεί άσχημα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τ' αρχίδια. Τρικαλινή έκφραση. Ενδεχομένως προέρχεται από τα πετσάκια, με αποβολή της αρχικής συλλαβής.

- Πω πω ρε φίλε, εδώ στο τρίκαλο όλες οι γκόμενες είναι πολύ κυριλάουα. Απ' το πρωί φτιαγμένες βαμμένες...
- Ε και;
- Ε να ρε φίλε, ήρθα εδώ από Αθήνα κι είμαι με τις φόρμες και τα σπορτέξ και δεν κολλάω με το όλο θέμα...
- Στα τσάκια σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψέματα, ψευτιές, κυρίως με την έννοια της υπερβολής. Συνήθως τις πετάει κάποιος που θέλει να κομπάσει, να υπερηφανευτεί.

Συνώνυμα: φίδια, δράκοι.

- Φίλε έμαθα πως ο Γιώργος παίρνει 60 γιούρια μεροκάματο στο μαγαζί που δουλεύει.
- Δεν παίζει. Πάλι αρκούδες σου έλεγε.

Μου πες ΨΕματα Αλίκη κι εγώ σε πίστεψα.  (από Galadriel, 30/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified