Δεν τρέχει τίποτα, όλα είναι οκέικ, υπό έλεγχο, κομπλέ και τα σκυλιά δεμένα.

Συνώνυμο: δεν τρέχει κάστανο. Το κάστανο είναι κομμάτι πιο παλιομοδίτικο.

Το τσάι και το κάστανο (κι ενδεχομένως κι άλλα παρεμφερή που με διαφεύγουν τώρα) αποδίδονται εν προκειμένω με το «τίποτα» ή το «καθόλου». Κάτι σαν και το κρητικάτσικο «πράμα» (δε γρικάει πράμα κλπ). Ακριβέστερα, τα εν λόγω καθιστούν απτό και συγκεκριμένο αυτό το αόριστο «κάτι». Διότι η slang είναι εξόχως εικονοποιητική, αρέσκεται στο χειροπιαστό, αγαπά το αντικείμενο. Αν η slang ήταν Πρωτοπορία (που είναι) θα ήταν Σουρεαλισμός. Έτσι για να 'χουμε να λέγαμε.

Δεν τρέχει κάτι = δεν τρέχει τσάι = δεν τρέχει κάστανο

Δεν νιώθει τίποτα = δεν νιώθει κάστανο = δεν νιώθει τσάι

Δεν την παλεύω καθόλου = δεν την παλεύω κάστανο = δεν την παλεύω τσάι

Το τσάι είναι γενικά λίαν σλανγκενεργόν. Πάρτε μια ιδέα:

α. Τον τσάγιασα / τον έστειλα για τσάι (κοντράδικη αργκό).
β. Το τσάι σου εσύ: Μην ανακατεύεσαι, κάτσε στη γωνιά σου, κάνε μόκο.
γ. Πίνει τσάι: Γέρασε.
δ. τσάγια: Σύνθετος χαιρετισμός εκ του ιταλικού τσάο και του ελληνικού γεια.
ε. τσαγιέρα: Η λούγκρα.

Την έχω κάνει τάρανδο τη μικρή αλλά δεν τρέχει τσάι, συνεχίζουμε κανονικά.

Κλασικά (από Khan, 08/04/10)

Δες και δεν τρέχει μία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γάλα με κακάο, το σοκολατούχο (Milko, Enjoy κλπ). Λέγεται συνήθως σε αντιδιαστολή με το άσπρο γάλα, το κανονικό γαλατάκι που όλοι ξέρουμε.

Παίζει να το ακούσει κανείς σε δύο κυρίως περιπτώσεις:

α. Από τίποτα ηλικιωμένους ψιλικατζήδες / εβγατζήδες, ή γενικότερα γιαγιούμπες / παππούδες, που αγνοούν (ή κάνουν πως αγνοούν) τις «μοντέρνες» εμπορικές ονομασίες των προϊόντων (εν προκειμένω milko κλπ), όντας κολλημένοι σε μια ειδυλλιακή προβιομηχανική εποχή όπου τα τυποποιημένα τρόφιμα ήταν κάτι το άγνωστο και όπου τα πάντα ήταν αγνά και επωλούντο χύμα. [I]
- Συγγνώμη κύριε, μήπως έχετε milko; Γιατί στο ψυγείο έξω που κοίταξα δεν υπάρχει...
- Μια στιγμή να κοιτάξω μέσα πιδάκι μ... Το γάλα το μαύρο δε λες; [/I]

β. Ως εξωτική μαγκιόρικη έκφραση σε νεανικές ή νεανίζουσες παρέες, οι οποίες, εννοείται, καταναλώνουν το προϊόν και γνωρίζουν πολύ καλά τις διάφορες εμπορικές ονομασίες υπό τις οποίες εμφανίζεται.

- Καλά ρε μαλάκα πίνεις ακόμα γάλα κανονικό στην ηλικία σου;!!!! Τι φλωρούμπας που είσαι! Εγώ μόνο κανα μαύρο, κι αυτό που και που...

Διότι, όπως γνωρίζουμε, το να πίνει κανείς κανονικό άσπρο γαλατάκι θεωρείται καραφλώρικο από μια ηλικία και μετά. Σε μερικούς μάλιστα φέρνει εμετό η γεύση του. Κυρίως μπιλντεράδες και λοιποί σφίχτηδες το αναζητούν μετά μανίας, για τις πολύτιμες ζωικές πρωτεΐνες που περιέχει. Τρώνε όμως ενίοτε τρελό κράξιμο γι' αυτήν τους τη συνήθεια (όπως και για πολλές άλλες). Τους αποκαλούν π.χ. υπερτροφικά μωρά και άλλα τέτοια ωραία.

Έτσι, οι περισσότεροι νεανίες στρέφονται προς το μαύρο γάλα, σαφώς πολύ λιγότερο φλώρικο από το ασπρουλιάρικο, αν και, strictly speaking, ούτε αυτό είναι παντελώς απαλλαγμένο από το στίγμα της φλωριάς που φέρουν όλα τα γάλατα. Η διαφήμιση έχει κάνει κατά καιρούς ό,τι μπορεί για να αποτινάξει αυτή τη ρετσινιά από το σοκολατούχο γάλα και να το πλασάρει ως «ιν» και «χάϊ» (θυμηθείτε την διαφήμιση που είχαν κάνει τα Ημισκούμπρια για το milko προ ετών).

Να πούμε τέλος πως για το μαύρο γάλα κυκλοφορούν ορισμένοι αστικοί μύθοι:

α. Ότι οι γαλακτοβιομηχανίες το παρασκευάζουν δια της επεξεργασίας όλων των ληγμένων άσπρων γαλάτων που τους επέστρεψαν οι λιανοπωλητές ως απούλητα.

β. Ότι το κακάο σε μεγάλες δόσεις προκαλεί προβλήματα στο στομάχι και το συκώτι και πως άνθρωποι που έπιναν π.χ. δύο κουτάκια μίλκο την ημέρα βρέθηκαν με το συκώτι στο χέρι κι έτρεχαν με εγχειρήσεις κλπ.

γ. Μεταξύ των μπιλντεράδων, κυκλοφορεί ο μύθος πως το κακάο σκοτώνει τις πρωτεΐνες που έχει το γάλα, συνεπώς το να πίνεις μαύρο είναι δώρον άδωρον.

(διάλογος σφίχτη και μαγκιόρου ψιλικατζή)

- Φίλε μου μήπως έχεις γάλα; - Άσπρο ή μαύρο;
- Κανονικό γάλα ρε φίλε, και 0% μάλιστα..
- Πολλά ζητάς αγορίνα μου. Για κοίτα κει στο βάθος του ψυγείου, έχουν μείνει νομίζω κάτι μαύρα. Πάρε ένα και φχαριστημένος να' σαι..

(από Vrastaman, 06/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καφές που δεν περιέχει σταγόνα γάλα, δυνατός και πικρός. Συνήθως είναι και σκέτος, με δίχως καθόλου ζάχαρη, άντε το πολύ να είναι με ολίγη.

Συνώνυμα: της παρηγοριάς, του πεθαμένου

Κανονικά, ο μαύρος είναι μια ειδική ποικιλία καφέ μέσα στις τόσες. Σε αυτό εδώ π.χ. το σάιτ ο μαύρος καφές σχετίζεται με τον λιβανέζικο. Υπάρχουν επίσης και ξανθοί καφέδες. Αυτά όμως τα περί ποικιλιών είναι μάλλον ψιλά γράμματα για τους πιο πολλούς, τα οποία δεν αφορούν ιδιαίτερα την αργκοτική χρήση του όρου. Μαύρος είναι απλά ο με δίχως γάλα.

Γάλα στον καφέ βάζουν συνήθως οι γυναίκες. Αντίθετα, ο τύπος που πίνει τον καφέ του μαύρο, πλασάρει μάλλον ένα συγκεκριμένο αντρουά προφιλάκι, οτι και καλά είναι ζόρικο αγόρι, μασίφ και έμπειρο αρσενικό, που δεν μασάει τον πούτσο του, δε σηκώνει μύγα στο σπαθί του κλπ κλπ. Λέμε τώρα.

Το γάλα θεωρείται κλασική φλώρικη τροφή. Παραπέμπει στην ευπαθή και ευαίσθητη βρεφική / νηπιακή ηλικία, καθώς και στην πολυπόθητη ανάπτυξη. Οι μάγκες όμως έχουν ξεμπερδέψει μ' αυτές τις αηδίες από νωρίς. Ενηλικιώθηκαν και πήραν τη ζωή στα χέρια τους στο πιτς-φιτίλι, όταν οι «άλλοι» ήταν ακόμα κρεμασμένοι απ' το βυζί της μάνας τους. Οι μάγκες γουστάρουν να δίνουν την εντύπωση (και προφάνουσλυ το έχουν πιστέψει κι οι ίδιοι) πως γεννήθηκαν έτοιμοι φτιαγμένοι, σαν την πάνοπλη Αθηνά που ξεπήδησε από το μηρό του Ζους. Συχνά κομπάζουν (μαζί με κάτι νταλικέρισσες γκόμενες) πως έχουν κόψει το γάλα από τα 12 τουλάστιχον, αν όχι από τα 8. Κλασική έϊτις φαρμακερή ατάκα προς φλωράντζες: «ήπιες το γαλατάκι σου σήμερα αγορίνα μου;» ή «πάαινε πιε καλύτερα το γάλα σου μωρή λουλού, που ήρθες και να μας κουνηθείς...»

- Γάλα να φέρω; Έχω στο ψυγείο..
- Κάτσε κάτω ρε βλάκα. Αφού το ξέρεις, τον πίνω μαύρο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πολύ στεγνό φαγητό, συνήθως κρέας, χωρίς καθόλου λιπαρά. Παρασκευάζεται με ψήσιμο (σχάρα) ή βράσιμο, έτσι ώστε να φύγουν όλα τα περιττά ζουμιά του (τα οποία, φευ, συνιστούν και τη νοστιμάδα του). Εννοείται πως και άλλα πρόσθετα λάδια και σάλτσες αποκλείονται a priori.

Ένα τέτοιο κρεατικό είναι κατά κανόνα άνοστο και καταπίνεται με βασανιστική δυσκολία. Είναι συνήθως και σκληρό, εξ ου λέγεται και σόλα ή παπούτσι. Μπορεί να κάνεις πολλή ώρα να το φας, ιδίως αν δεν το συνοδεύεις και με κάτι άλλο που να «γλιστράει», π.χ. γιαούρτι ή έστω λίγο ρύζι ή και ψωμί. Ορισμένοι βέβαια το έχουν συνηθίσει.

Τον όρο χρησιμοποιούν πολύ μποντιμπιλντεράδες και λοιποί αθληταράδες, που υποβάλλουν τον εαυτό τους στο μαρτύριο της ειδικής low fat διατροφής, σαν τους άρρωστους, ενίοτε και επί πολλά συναπτά έτη.

Κανονικά, όπως μαθαίνουμε κι απ' τον Μπάμπη, το στουπί είναι ινώδες υλικό που λαμβάνεται ως απόξεσμα κατά τον διαχωρισμό των υφαντουργικών ινών του βαμβακιού, του λιναριού ή της κάνναβης και χρησιμοποιείται για απόφραξη ρωγμών στα ξύλινα σκάφη, για καθαρισμό μηχανών ή των χεριών από γράσο κλπ.

Το στουπί διαθέτει λοιπόν εξαιρετική απορροφητικότητα. Δε θα το δεις ποτέ να στάζει νερά ή άλλα υγρά: τα «καταπίνει» όλα μέσα του και παίρνει την εμφάνιση μιας σκληρής, υγρής βεβαίως στην αφή, βρώμικης μάζας. Όπως ακριβώς και το ολόστεγνα μαγειρεμένο κρεατικό.

— Πω ρε αγόρι, έχεις στεγνώσει απίστευτα! Κομμάτια έχεις γίνει!
— Ε ναι ρε φίλε, κι εσύ άμα έτρωγες κάθε μέρα δυο στήθη κοτόπουλου στουπί όπως κι εγώ, την ίδια γράμμωση θα είχες.

Στα καλύτερα εστιατόρια. (από Galadriel, 13/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι, σκέτο-νέτο. Με αυτή τη συντομευμένη και οικονομική μορφή χρησιμοποιείται κατά κανόνα σήμερα η παλιά κλασική έκφραση ράδιο αρβύλα, για την προέλευση της οποίας διατίθεται ο κατατοπιστικότατος ορισμός του Panoulis.

Η καθαρά λεξικογραφική συμβολή του ορισμού μόλις τελείωσε. Παρακάτω διαβάζετε με δική σας ευθύνη.

Αρβύλες δεν κυκλοφορούν μόνο στο στρατό, όπως σωστά υπενθυμίζει ο xalikoutis - και όπως ούτε ο Μπάμπης άλλωστε αγνοεί.

Προς ανάπτυξη του ισχυρισμού αυτού, παραθέτω, αντί δικού μου ορισμού, σχετικό απόσπασμα από το βιβλίο του αντιστασιακού και αυτόχειρα Τάσου Δαρβέρη, Μια Ιστορία της Νύχτας, 1967-1974, βιβλίο που btw περιέχει ουκ ολίγη σλανγκ και μπινελίκια. Πρόκειται για μια αυτοβιογραφικού τύπου ματιά στα γεγονότα της Επταετίας, ματιά περιοριστική και υποκειμενική, και γι' αυτό ακριβώς τόσο ενδιαφέρουσα.

«Αρβύλα» στον στρατό, στις φυλακές και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης λεγόταν κάθε καλή -συνήθως- ψεύτικη είδηση. Δεν περνούσε μέρα που να μην κυκλοφορούσαν φήμες για χάρες, αμνηστίες και τα παρόμοια. Η «αρβύλα» ξεκινούσε συνήθως από κάποιον που είχε επισκεπτήριο - δικηγόρου συνήθως - και μετέφερε τα τελευταία πολιτικά κουτσομπολιά στη φυλακή, την άποψη κάποιου πολιτικού ή τη διαβεβαίωση κάποιου παράγοντα του υπουργείου Δικαιοσύνης ότι «κάτι θα γίνει με τους κρατούμενους». Οι «αρβύλες» ήταν πιο επίμονες στις γιορτές και τις διάφορες επετείους της χούντας (21η Απριλίου), οπότε όλοι παρακολουθούσαν με αγωνία τις πρες κόμφερανς και τα διαγγέλματα του Παπαδόπουλου από την τηλεόραση. Οι ομιλίες του Παπαδόπουλου και του Γεωργαλά ήταν ίσως τα πιο δημοφιλή τηλεοπτικά θεάματα στον Κορυδαλλό, μετά το ποδόσφαιρο. Άλλωστε, τα χουντικά έντυπα (Ελεύθερος Κόσμος, Νέα Πολιτεία) είχαν στις φυλακές αισθητά μεγαλύτερη κυκλοφορία από το μέσο όρο τους.

Έψαξα ματαίως για παραδείγματα στο γούγλε, το οποίο δυστυχώς πλέον μονοπωλείται από εκατομμύρια αναφορές στην ομώνυμη τηλεοπτική εκπομπή του κ. Αντώνη Κανάκη, πλουτοκράτη υποκριτικώς κοπτόμενου υπέρ των δικαίων του φτωχού λαού και καπήλου αγνής θεσσαλονικοσύνης...

- Λένε θα καταργηθεί η βαθμολογία στο σλανγκ.γκρ...
- Μην ακούς, αρβύλα είναι. Όλο έτσι λένε και τίποτε δε γίνεται.

(από Vrastaman, 26/02/10)Για τον Χότζα ;-) (από Vrastaman, 26/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάβουρας ή καβούρι δεν είναι μόνον άλλο ένα συνώνυμο για τον κάγκουρα, η σλανγκική βιβλιογραφία του οποίου εκτείνεται σε 8 (!) ομώνυμα λήμματα.

Κάβουρας λέγεται κι ο μποντιμπίλντερ. Παρεπιδημεί σε γυμναστήρια (σιδεράδικα ή μη) και άλλους συναφείς χώρους άθλησης, όντας μανιακός με τα βάρη. Ένας αξιοπρεπής κάβουρας, έχει επιφέρει δια της εκγύμνασης αλλαγές στο σωματότυπό του, κατά τρόπο που να παραπέμπει στο γνωστό οστρακόδερμο. Περισσότερα σχετικά ακολουθούν λίγο παρακάτω.

ΣΥΝΩΝΥΜΑ.

- μπιλντεράς
- μπιλντέρι - μπίλντερ - σφίχτης
- σφίχτερμαν
- μποντέος / μπονταίος
- σβάρτσος
- τίγκας
- τέζας (βλ. και σχόλιο εδώ)
- φουσκωτός
- φούσκας
- πρησμένος
- πρήστης / πρηστάκης
- χεσμένος
- χτιστός / χτιστάκης
- τούμπανο(ς) / τουμπανιάρης / τουμπανέιρο / τουμπανιαζόλ
- ντούκι
- σώμας
- κορμάδι
- φίδι (σημασία νο. 3)

ΓΙΑΤΙ Ο (ΣΩΣΤΟΣ) ΜΠΙΛΝΤΕΡ ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ ΕΜΦΑΝΙΣΙΑΚΑ ΣΕ ΚΑΡΚΙΝΟ.

- Ο ρήαλ κάβουρας είναι αν μη τι άλλο αρματωμένος (οστρακόδερμον γαρ, όπως κι ο αστακός). Ο μπίλντερ, προσθέτοντας στο σώμα του μυική μάζα, «αρματώνεται» κι αυτός, «εξοπλίζεται», γίνεται πιο μάχιμος, πιο σκληρός, πιο άγριος.

- Ειδικότερα, ο ρήαλ κάβουρας διαθέτει δυο τεράστιες και αιχμηρές δαγκάνες, στις οποίες αντιστοιχούν προφάνουσλυ τα πρησμένα και φλεβιασμένα άνω άκρα του μπίλντερ.

- Ο ρήαλ κάβουρας θεωρείται πως κινείται αδέξια και κωμικά. Στο «περπάτημά» του δεν υπάρχει χιασμός και χάρη των κινήσεων αλλά πηγαίνει κάπως μονόπαντα. Παρομοίως κι ο μπίλντερ: τα ογκώδη χέρια του είναι κατά την κίνηση σχεδόν κολλημένα στο σώμα. Πέφτουν άχαρα και «βαριά» προς τα κάτω. Πώς λέμε χορευτής; Ε, καμία μα καμία σχέση. Μόνο μια συμπαγής μονολιθική μάζα, χωρίς ίχνος κομψότητας και ραδινότητας. Είναι το λεγόμενο «περπάτημα με την πλάτη». Υπάρχει επίσης και το περπάτημα «με το στήθος», όταν ο σφίχτης προχωρά αγέρωχος, με το στέρνο προτεταμένο και τα χέρια ομοίως άκαμπτα.

- Τα κάτω άκρα του καρκίνου είναι πολύ μικρά, σχεδόν ατροφικά, αν συγκριθούν με τις επίφοβες τανάλιες του. Παρομοίως και αρκετοί μπίλντερς: τα πόδια τους είναι υπερβολικά λεπτά σε σχέση με τον τουμπανιασμένο τους κορμό, κάτι για το οποίο γίνονται συχνά αντικείμενο χλευασμού, ακόμη κι από άμπαλους με το bodybuilding. Η εξήγηση για την ασυμμετρία αυτή είναι απλή: η προπόνηση ποδιών είναι γενικά η περισσότερο επίπονη, ενώ για αρκετούς θεωρείται και πολύ βαρετή. Το αποτέλεσμα είναι η παραμέλησή της και η μη ομοιόμορφη ανάπτυξη άνω και κάτω σώματος.

ΚΑΒΟΥΡΕΣ ΚΑΙ ΚΑΓΚΟΥΡΕΣ.

Δεν είναι σπάνιο φαινόμενο το να συμπίπτουν στο ίδιο πρόσωπο, οι ιδιότητες του κάβουρα-κάγκουρα και του κάβουρα-μπίλντερ. Η επιδειξιμανία και η προσκόλληση σε φαλλοκρατικά στερεότυπα, είναι - κατά κανόνα - κοινός παρονομαστής και για τις δύο αυτές κατηγορίες ανθρώπων. Εννοείται βέβαια πως υπάρχουν και κυριλέ σφίχτες, μορφωμένοι, με διδακτορικά, με καλές δουλειές κλπ. Επίσης, το να μοντιφάρει κανείς το σώμα του ώστε να φέρνει σε καβούρι, απαιτεί γνώση, αφοσίωση, μεθοδικότητα. Πράγματα που συνήθως λείπουν από τον κλασικό καφρούλιακα. Από την άλλη, το να ασχολείται κανείς τόσο πολύ με το σώμα του και την εμφάνισή του, είναι κατά κάποιο τρόπο καγκουριά, ενώ ο ίδιος καθίσταται ένα είδος φρικιού...

Μια χτυπητή ομοιότητα μεταξύ του κάγκουρα και του μπίλντερ (στην αρχετυπική τους μορφή πάντα), είναι το περπάτημα. Μαγκιόρικο, με τα πόδια ανοιχτά και τα χέρια προτεταμένα σαν να κρατάνε καρπούζια. Είναι εκπληκτικό το πόσο αξεδιάλυτα συγχέονται στη συνείδηση ενός άσχετου περί τα μπιλντέρικα, ο κάβουρας-μπιλντεράς και ο κάγκουρας. Ο τελευταίος, ακόμη κι αν αντικειμενικά από πλευράς σωματικής διάπλασης ανήκει στον αδιάφορο μέσο όρο, μπορεί, με την κατάλληλη αλήτικη περπατησιά, υφάκι, κινησιολογία, λεξιλόγιο, κολλητά ρούχα κλπ, να δώσει την εντύπωση του τούμπανου και του γυμνασμένου...

  1. - Η Μαιρούλα τα έφτιαξε με κάποιον απ' το γυμναστήριό της.
    - Πάντα της άρεσαν οι κάβουρες...

  2. - Πω ρε πούστη, τι καβούρι είν' αυτός; Σαν να κουβαλάει το σπίτι του στην πλάτη του...
    - Μη μου πεις οτι θα σε χάλαγε να ήσουν έτσι.

  3. - Ο Πάνος έχει χτυπήσει κάτι πρωτεΐνες τελευταία κι έχει καβουροποιηθεί.

  4. - Μωρό μου σταμάτα να χτυπιέσαι τόσο στο γυμναστήριο. Τα καβούρια είναι ντεκαβλέ την σήμερον...

Got a better definition? Add it!

Published

Νεόκοπο σύνθημα του ευρύτερου αναρχικού / αντιεξουσιαστικού χώρου, εντοπίζεται σε τοίχους ως γκραφίτι (ο υποφαινό π.χ. το έχει τσεκάρει στον πεζόδρομο της Αγίας Ζώνης στην Κυψέλη) αλλά και στο νετ. Πρόκειται περί ενός ιδιότυπου λεξιπλαστικού λογοπαιγνίου, που είναι τρόπον τινά η αντιστροφή του all time classic «οι μπάτσοι πουλάνε την ηρωίνη», συνθήματος με το οποίο μεγάλωσαν γενιές και γενιές (λέμε τώρα) νέων με εξεγερσιακά φρονήματα.

Ερμηνευτικά, θα μπορούσαμε ίσως να πούμε πως οι ήρωες, δηλ. όλοι εκείνοι που πρεσβεύουν μια εθνικοπατριωτική ιδεολογία με έμφαση στις ανδραγαθίες, τους ηρωισμούς και την αυτοθυσία προς υπεράσπιση της πατρώας γης, είναι η δεξαμενή μέσα από την οποία οι εξουσιαστές στρατολογούν τα ένστολα μαντρόσκυλά τους. Και γενικότερα: ο εθνοκεντρισμός και η έμφαση στα και καλά υψηλά ιδεώδη, συντηρούν τη μπατσοκρατία και την αστυνομικοποίηση της ζωής μας. Διότι μπάτσοι δεν είναι μόνο αυτοί που μας δέρνουν στους δρόμους. Ο καθένας από μας (άλλος λιγότερο, άλλος περισσότερο) έχει έναν εικονικό μπάτσο μέσα στο κεφάλι του, ο οποίος αποτελεί προϋπόθεση για την ύπαρξη του πραγματικού μπάτσου. Όσο δεν ξεριζώνεται, όσο δεν σπάει αυτό το είδωλο, τα real μπατσόσκυλα θα πολλαπλασιάζονται. Εξ ου και το σοφό: «Σκότωσε το μπάτσο που κρύβεις μέσα σου». Ο περιλάλητος «φιλήσυχος πολίτης» ή «νοικοκυραίος», που πιστεύει σε «αξίες», «αρχές» και «ιδανικά», που διαβάζει αθλητική εφημερίδα και αποθεώνει «την παρέα του Ζαγοράκη που μας έκανε περήφανους», που έχει «υψηλά πρότυπα» (όλα κατασκευασμένα από την τηλεόραση): αυτός είναι ο πραγματικός μπάτσος.

Όμως πέρα απ' αυτά, το εν λόγω σύνθημα είναι άκρως ενδιαφέρον για το λεπτό χιουμοράκι του και την παιγνιώδη διάθεση που κομίζει. Ο επινοητικός εμπνευστής του δεν διστάζει να παίξει με τα στερεότυπα, να τα παραφράσει δημιουργικά και τρόπον τινά να τα «εκσυγχρονίσει». Όπου στερεότυπο, βλέπε εκ νέου το γηραιό και σεβάσμιο «οι μπάτσοι πουλάνε την ηρωίνη», που διατηρεί ακέραιη τη γοητεία του κλασικού. Όπως όμως ο Marcel Duchamp δεν δίστασε να φτιάξει τη δική του μυστακοφόρο Μόνα Λίζα (χωρίς η αυθεντική να χάσει τπτ από την αξία της) έτσι και τα παραδοσιακά συνθήματα μας προκαλούν να τα παραποιήσουμε, αποδεικνύοντας έτσι το αειθαλές τους. Μια τυπικά μεταμοντερνιάρικη πρακτική: ο ευρύτερος «αναρχικός» χώρος βιώνει συνειδητοποιημένα τις αντιφάσεις του, στοχάζεται και σχολιάζει τον εαυτό του, αυτοσαρκάζεται και αυτοϋπονομεύεται. Οι άνθρωποι αυτοί είναι μια κάποια λύσις (;) Ειλικρινά δεν ξέρω.

ΟΙ ΗΡΩΕΣ ΠΟΥΛΑΝΕ ΤΗ ΜΠΑΤΣΙΝΗ

Άλλη μια αντιστροφή σε σύνθημα (από Khan, 27/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Τερατώδης ψευτιά. Απαντάται συχνότερα στον πληθυντικό: φίδια. Πρόκειται συνήθως για ψευτιά που λέει κάποιος όταν θέλει να παινευτεί, να κομπάσει, να το παίξει ιστορία. Υπερθετικός: ανακόντα.

Αν φίδι είναι το ίδιο το ψέμα, η πράξη του ψευδολογείν είναι ακριβέστερα η φιδιά (η λέξη υπάρχει με άλλη σημασία εδώ). Στην πράξη οι δύο όροι χρησιμοποιούνται συχνά αδιακρίτως.

Συνώνυμα:

- δράκος / δρακιά
- αρκούδες / αρκουδιές (μόνο πληθ.)
- μούσι (συνήθως πληθ., μούσια)

Αυτός που αμολάει φίδια είναι ο φιδέμπορας ή φιδίας.

  1. Το πέος και ειδικότερα το μεγάλο πέος. Οι λόγοι της παρομοίωσης πολλοί.

α. Το επίμηκες σχήμα και των δύο (ο πλέον προφανής λόγος)

β. Το φιδοκέφαλο είναι πλατύτερο και παχύτερο από το σώμα του φιδιού, όπως ακριβώς και ο πουτσοκέφαλος σε σχέση με το υπόλοιπο πουλί.

γ. Το δέρμα στην περιοχή του πέους και του οσχέου είναι εκπληκτικά λεπτό, σαν τσιγαρόχαρτο. Δεν υπάρχει λίπος ούτε για δείγμα, εξού και τα πολλά φλεβίδια που διαγράφονται επί του πέοντα. Το ίδιο λεπτό σαν τσιγαρόχαρτο είναι και το δέρμα του φιδιού, το «κουστουμάκι» του όπως λέγεται, που, ανά τακτά διαστήματα, το πετάει και βγάζει καινούριο.

δ. Η μεταξένια αίσθηση που αφήνει στο χέρι το φίδι όταν το χαϊδεύεις και η εξίσου μεταξένια αίσθηση που αφήνει - σύμφωνα με μαρτυρίες - στο στόμα ο πούτσος όταν τον γλείφεις.

ε. Το φίδι τυλίγεται, κουλουριάζεται. Όπως ακριβώς γίνεται με το μεγάλο πέος, και καλά. Οι προσοντούχοι αρέσκονται σε τέτοιου είδους κωμικές υπερβολές, π.χ. «την έχω τόσο μακριά που αναγκάζομαι να την τυλίγω για να βγω έξω» ή «την χρησιμοποιώ και για ζωνάρι άμα λάχει». Οι ίδιες υπερβολές χρησιμοποιούνται και προς χλευασμό των μονίμως κομπορρημονούντων προσοντούχων: «άμα την έχεις τόσο μακριά όσο λες, για δες αν φτάνει και στον κώλο σου!»

στ. Το φίδι, όπως και ο πέοντας, είναι ευλύγιστο και χώνεται σε τρύπες.

  1. Ως μπιλντεράδικη έκφραση, φίδι είναι ο φοβερά γραμμωμένος, ο σφαγμένος ή φέτας, ο οποίος όμως διαθέτει και έναν αξιοπρεπή όγκο (μυική μάζα). Κοινώς, τούμπανο, χάρμα οφθαλμών. Oι λόγοι της παρομοίωσης δύο:

α. Οι σωστοί σφίχτηδες έχουν καταφέρει να λεπτύνουν υπερβολικά τη μέση τους και να ογκώσουν το άνω μέρος του κορμού (στήθος, πλάτη, χέρια). Δες μήδι #1. Στα δε φίδια, ιδίως τις κόμπρες, εκπτύσσεται με εντυπωσιακό όσο και κομψό τρόπο το άνω άκρο του κορμού, που καταλήγει στο κεφάλι. Δες μήδι #2.

β. Στους γραμμωμένους / φετιασμένους τύπους, τα τετραγωνάκια που σχηματίζουν οι κοιλιακοί (πρωτίστως) αλλά και οι υπόλοιποι μύες, θυμίζουν έντονα το φολιδωτό δέρμα του φιδιού. Τα φίδια μοιάζουν να έχουν εξαπάκετο και βάλε... Δες μήδι #3.

1α. - Μαλάκα τι φίδι πέταξε πάλι ο γκιόζης ο Λάμπρος! Είπε πως είχε τη Δήμητρα σπίτι του και της έπαιζε κιθάρα, αυτή καύλωσε και μετά τη γάμησε. Έλεορ!

1β. - Τι αμετανόητος φιδέμπορας είν' αυτός ο Λάμπρος! Χτες καθόταν και μου έλεγε πως έχει πάει με περίπου 300 γυναίκες στη ζωή του. Και να μου περιγράφει και σκηνικά απ' τα γαμήσια. Αυτά πλέον δεν είναι φίδια, είναι ανακόντες αγόρι μου του είπα.

1γ. - Έπρεπε να ήσουν χτες βράδυ που προσπαθούσε ο Λάμπρος να ψήσει τη Χρυσούλα. Την άρχισε πάλι στις γνωστές φιδιές για τον πατέρα του που έχει εκατομμύρια σε καταθέσεις στην Ελβετία...

  1. - Μωρό μου ουάου! Τι φίδι είν' αυτό που έχεις; Και θα μπει μέσα μου τώρα όλο αυτό;

2β. - Πρόσεχε μη λες μαλακίες γιατί θα βγάλω έξω το φίδι και θα σε πουτσίσω...

  1. - Όσο και να κωλοχτυπιέσαι αγορίνα μου στα δικέφαλα και στα κοιλιακά, έτσι φίδι σαν τον Αλεξάκη δε γίνεσαι. Αυτός τραβιέται με τα σίδερα από 15 χρονώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συναντάται και στην παραλλαγή: «πάρ' τη σκούφια σου και βάρα με». Αρκετά διαδεδομένο, το γούγλισμα δίνει περίπου 1500 αποτελέσματα.

Συνώνυμο του γνωστού παροιμιακού «είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα» ή του κλασικού «για δες ποιος μιλάει». Μια άκρως βουλωτική και ταπωτική απάντηση σε κάποιον που:

  1. Μας ψέγει για κάποια συμπεριφορά/πράξη μας, τη στιγμή που αυτός κάνει τα ίδια και χειρότερα. Π.χ. ένας κλανιάρης σου λέει να μην κλάνεις. Ή ένα ξεκωλίδι θηλυκό που έχει γαμηθεί μέχρι και με τα πόμολα απ' τις πόρτες, τη λέει σε μια φίλη της επειδής η δόλια αποτόλμησε το πρώτο της one night stand.

  2. Μας το παίζει έξυπνος και ειδήμων και εμπειρικός σε κάποιο ζήτημα, ενώ όλοι γνωρίζουμε πως στην πραγματικότητα τα έχει κάνει σκατά. Π.χ. ένας ένας που δεν μπορεί να στεριώσει σε σχέση πάνω από μιάμιση βδομάδα σου δίνει συμβουλές πώς να κάνεις τη γκόμενά σου να κολλήσει και να μη σου φύγει.

Διαφορές με το «είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα».

Το παροιμιακό «είπε ο γάιδαρος...» το πετάμε συνήθως σε κάποιον που κράζει επιμέρους εξωτερικά χαρακτηριστικά - δικά μας ή τρίτου - ενώ ο ίδιος είναι τρισχειρότερος. Π.χ. στις χοντρές που αρέσκονται να επισημαίνουν με χαιρεκακία την (ελαχιστότατη) κυτταρίτιδα στα μοντέλα. Και γενικότερα σε όλους εκείνους τους κομπλέξες που ψάχνουν με το μικροσκόπιο να βρουν ντε και σώνει τα όποια αδύνατα σημεία των γαμιάδων της ζωής, των πλούσιων, των ωραίων, των ισχυρών.

Το βγάλ' τη σκούφια σου και βάρα με χρησιμοποιείται κατά κανόνα ως άμυνα όταν κάποιος μας ψέγει για συμπεριφορά/πράξη μας. Όχι όταν πάει να μας περιγελάσει/κοροϊδέψει για σωματική δυσμορφία ή άλλη φυσιολογική ανωμαλία.

  1. Όταν ο Επίτιμος είχε πει κάποτε - ως κακέκτυπο του Αριστοτέλους - «πολιτική δεν νοείται χωρίς ηθική», η μόνη απάντηση που ήρμοζε, αρμόζει και θα αρμόζει είναι, στεντορεία τη φωνή: βγάλ' τη σκούφια σου και βάρα με, καραγκιόζη. (βλ. και εδώ).
  1. Αν κάποιος χασίκλας ή και ζάκι, σου πει να μην καπνίζεις (εννοώντας τα ψεύτικα, βιομηχανικά τσιγάρα), του αντιτείνεις απλά: βγάλ' τη σκούφια σου και βάρα με, που έχεις πεθάνει και δεν το ξέρεις.
  1. - Ελένη, δε σε αναγνωρίζω! Όταν σε γνώρισα, είχες τη σχεσούλα σου και ήσουν μια χαρά και καθόσουν στ' αυγά σου. Και τώρα κοντεύεις να πηδηχτείς με τη μισή σχολή, μέσα σ' ένα μήνα έχεις πάρει 6 άντρες..
    - Βγαλ' τη σκούφια σου και βάρα με! Μωρή μαλάκω, μιλάς και συ που έχεις χάσει το μέτρημα; Εγώ τουλάχιστον θυμάμαι πόσους έχω πάρει.

  2. - Μωρή καριόλα, πέρασες Λατινικά ΙΙ με σκονάκι; Κι εγώ δηλαδή γιατί διάβασα κι έδωσα κι ένα σκασμό λεφτά στους μαλάκες τους ιδιαιτεράδες; - Εγώ, αγάπη μου, μια φορά την έκανα την πουτανιά, στο πιο δύσκολο μάθημα. Εσύ μια φορά στη ζωή σου δεν αντέγραψες και το 'χεις κάνει μεσανατολικό. Κοινώς, βγάλ' τη σκούφια σου και βάρα με, άντε μη χέσω τώρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολυχρηστικός όρος που αποτελεί τον κοινό παρονομαστή σε πλειάδα παρεμφερών αργκοτικών εκφράσεων. Σε όλες τις περιπτώσεις, τα ράμματα παραπέμπουν στην ξεσκισμένη κωλοτρυπίδα που έχει επειγόντως τη χρεία τους.

  1. Πήγα για ράμματα = έφαγα ήττα, έπαθα νίλα, τον ήπια. Λέγεται κατά κανόνα εκ των υστέρων. Αν π.χ. μια γκόμενα σου ρίξει άκυρο ή σε σχολάσει, τότε μπορούμε να πούμε -αναλόγως και τη σοβαρότητα της κατάστασης- ότι είσαι για να πας να κάνεις ράμματα, ή ότι σ' έστειλε για ράμματα.

  2. Θα σου κάνω / θα σε στείλω για ράμματα. Βαρύτατη απειλή που αντικαθιστά το τετριμμένον «θα σε γαμήσω». Καθώς δεν εμπεριέχει κάποια αμέσως υβριστικήν λέξιν, η απειλή καθίσταται πιο υποδόρια και, υπό προϋποθέσεις, περισσότερο σοβαρή. Εκτεταμένη βερσιόν της, είναι και το υπό του hodja αναρτηθέν έχω ράμματα για τη σούφρα σου. Στην τελευταία περίπτωση, φρονώ πως η απειλή πάλιν αποδυναμώνεται εξαιτίας της αμέσου αναφοράς εις την ροδέλα και του μακροσκελούς της εκφράσεως, πράγματα που την φέρουν εγγύτερα στη σφαίρα της γραφικότητος.

  3. Θα σου κάνω / θα σε στείλω για ράμματα. Φαινομενικώς όμοια με την προηγούμενη, λέγεται υπό εξημμένου τινός αρσενικού προς το αντικείμενο του πόθου του (γυναίκα ή πούστη). Το εν λόγω σερνικόν διαφημίζει ούτως τας σεξουαλικάς του επιδόσεις (αντοχή, τεχνική, μέγεθος φαλλού κλπ), προϊδεάζοντας τον/την σύνευνόν του περί των σεισμικών δονήσεων που θα επακολουθήσουν. Εις ιστορικόν χρόνον, χρησιμοποιείται μεταξύ επιβητόρων προς κομπασμόν.

- Άσε, χτες είχαμε νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου με τη Μαιρούλα. Μιλάμε πως δεν τη γάμησα απλά, την έστειλα για ράμματα.

  1. Της Παναγιάς τα ράμματα. Εξαιρετικά βλάσφημη βερσιόν του ανώδυνου «της Παναγιάς τα μάτια», η οποία θα άξιζε ίσως να τύχει αυτοτελούς πραγμάτευσης. Τα όμματα (μάτια) ευκόλως τρέπονται εν τη ρύμη του λόγου εις ράμματα. Χρησιμοποιείται όπως ακριβώς και το γνωστό, ως κατακλείδα δλδ προτάσεων που απαριθμούν τα μέρη ενός συνόλου.

- Και σκάω που λες στα έβερεστ και χτυπάω ένα τοστάκι με τα πάντα όλα μέσα: τυρί, μπιφτέκι, λουκάνικο, ομελέτα, μπέϊκον, τηγανητές, ρώσικη, τυροκαυτερή, της παναγιάς τα ράμματα να πούμε!!

Σε ακόμη πιο καμμένες καταστάσεις, προσκολλάται ως πασπαρτού στο τέλος μιας οποιασδήποτε άσχετης φράσης. Το υπονοούμενο είναι grosso modo και εν συντομία το εξής: η Παναγία ήταν παρθένα από μπρος (άμωμος σύλληψις κλπ) τίποτα όμως δεν την εμπόδιζε να τον τρώει από πίσω...

- Την τράβηξα στο διάλειμμα στις τουαλέτες του 3ου, μου τον πήρε στο στόμα και στο καπάκι της τον φόρεσα, της παναγιάς τα ράμματα, τι να σου λέω τώρα!

Σ.ς.: Κατ' άλλη άποψη πρόκειται για τα ράμματα από την παρθενοραφή που χρειάστηκε να κάνει μετά το ξεπέταγμα του θείου βρέφους. Η ερμηνεία αυτή είναι και η μόνη πραγματικά βλάσφημη, καθότι αρνείται το θεμελιώδες δόγμα της Θείας Ενσάρκωσης. Αποτελεί εμμέσως μια θεολογική θέση κι όχι ένα απλό χοντροκομμένο αστείο.

  1. - Μαλάκα μου τι παλούκια θέματα ήταν αυτά που έβαλε στα Λατινικά; Πήγαμε για ράμματα, κανονικά όμως.

  2. - Φιλαράκι, ακόμα μια φορά να κάνεις πως κοιτάς τη γκόμενά μου και θα σε στείλω για ράμματα.

  3. - Μωρό μου, όλες αυτές τις μέρες που λείπεις ούτε μαλακία δεν έχω τραβήξει, τα φυλάω όλα τα φλόκια για πάρτη σου. Και στο λέω να το ξέρεις, πως όταν βρεθούμε, σε βλέπω να πηγαίνεις για ράμματα απ' τον πούτσο που θα σου ρίξω.

  4. - Το 'χω κάνει τούμπανο το αμαξάκι, τι αεροτομή του 'χω χώσει, τι φιμάτα τζάμια, τι εξάτμιση, τι ζάντες 18άρες. Της παναγιάς τα ράμματα του 'χω ρίξει απάνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified