Σημαίνει και συνωστισμός, μεγάλο πλήθος. Το λέμε όταν ένα μέρος είναι πήχτρα τίγκα σε κάτι, ειδικά αν υπάρχει και σαματάς. Παρομοιάζουμε το πλήθος με τις άπειρες μπουρμπουλήθρες που βγαίνουν όταν βράζει νερό.

Μπορεί να εννοούμε και την αναστάτωση, αυτό που λέμε «βρασμός ψυχής».

Μπορεί να το πούμε και ειρωνικά, όταν δεν υπάρχει ίχνος από αυτό που ψάχνουμε σε ακτίνα πολλών χιλιομέτρων ή όταν τα πράγματα είναι πάρα πολύ ήσυχα, όταν δηλαδή υπάρχει νέκρα.

1
Είναι αδύνατον να κάτσεις στην παραλία βράδυ. Είναι ανυπόφορα, βράζει ο τόπος στα κουνούπια.

  1. Δεν μπορούσε να πλησιάσει η αστυνομία. Ήταν πολλές εκατοντάδες κόσμος και έβραζε ο τόπος από την αγανάκτηση.

  2. Βέβαια, κάθε βράδυ και σε άλλο μπαράκι θα πηγαίνουμε, μ' αυτό το πλευρό να κοιμάσαι. Βράζει ο τόπος στα μπαράκια. Μα καλά, πρώτη φορά ακούς για Ίφκινθος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω κάποιον άλογο σημαίνει τον κάνω να τρέχει σαν να ήταν άλογο. Να τρέχει και να μη φτάνει κιόλας.

Αυτό μπορεί να συμβαίνει γιατί τον ταράζω στη δουλειά. Στην περίπτωση αυτή το «κάνω άλογο» σημαίνει κάνω καψόνι και τον εξαντλώ. Ή μπορεί να συμβαίνει γιατί τον εκνευρίζω και δεν μπορεί να σταθεί σε ένα μέρος. Σε αυτή την περίπτωση το «κάνω άλογο» σημαίνει τρελαίνω, του σπάω τα νεύρα.

  1. Ο καινούργιος ο διευθυντής μας έχει κάνει άλογα. Τρίτο σάββατο στη σειρά μας κουβαλάει στο γραφείο.

  2. Καλά, η Ρίτσα κουρντίζεται πάρα πολύ εύκολα. Της έλεγε ο Βασίλης για τον Καρατζαφέρη και τι καλός που είναι και την έκανε άλογο. Σχεδόν χλιμίντριζε από τα νεύρα της.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πες ότι τρακάρεις και το δεξί μπροστινό φτερό γίνεται φυσαρμόνικα. Το πας στο φαναρτζή και σου λέει «Μην ανησυχείς, με χίλια πεντακόσια ευρώ θα στο κάνω καινούργιο». Εννοεί ότι δεν θα φαίνεται ούτε γρατζουνιά και θα είναι σαν καινούργιο.

Ειρωνικά, όμως, όταν πούμε ότι κάποιος έκανε κάτι καινούργιο εννοούμε ότι το χάλασε, το διέλυσε. Έτσι με ειρωνεία λέμε «μπράβο, το έκανες καινούργιο», ιδιαίτερα αν είχε γίνει μια ζημιά και, ένας και καλά μάστορας ανάλαβε να τη διορθώσει και το ρήμαξε τελείως.

Είχε ένα προβληματάκι το αυτοκινητάκι του παιδιού, δεν έκαναν καλή επαφή οι μπαταρίες, το πήρε να το δει ο προκομμένος ο Μίλτος και το έκανε καινούργιο. Βίασε το πορτάκι εκεί που μπαίνουν οι μπαταρίες, οι μπαταρίες τώρα δεν μπορούν να σταθούν, το αυτοκινητάκι δεν παίζει και το μωρό ακόμα κλαίει...

Έχω αλοιφή να σου δώσω, θα γίνει καινούριο.  (από Galadriel, 06/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται με απειλητικό τόνο και σημαίνει «πλήρωσε», και πιο συγκεκριμένα «πλήρωσε αυτά που χρωστάς». Η ολοκληρωμένη έκφραση είναι «κατέβαινε τα λεφτά» - «κατέβαινε τα φράγκα» παλιά, «κατέβαινε τα γιούρια» τώρα. Η έκφραση με την έννοια αυτή λειτουργεί μόνο στην προστακτική - δεν υπάρχει, δηλαδή, «τα κατέβηκα τα λεφτά» ή «θα τα κατεβούμε».

Κατέβαινε τα λεφτά, ρε ... Άμα δεν είχες, να μην έπαιζες ...

κρυάδα (από xalikoutis, 02/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ίδιο είναι. Το λέμε όταν συγκρίνουμε δυο πράγματα και δεν υπάρχει διαφορά - τότε λέμε «έρχεται μία η άλλη» ή «είναι μία η άλλη». Άγνωστο γιατί αλλά πάντοτε το λέμε «μία η άλλη», ποτέ «ένας ο άλλος» ή «ένα το άλλο».

- Αύριο που θα πάω τη Σούλα στο αεροδρόμιο, μήπως να πάω από Βάρη για πιο γρήγορα;
- Δεν έχει σημασία. Είναι πιο κοντά αλλά θα έχει περισσότερη κίνηση. Μία η άλλη έρχεται.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μιλώντας κυριολεκτικά, μια βάρκα μπορεί να μπάζει νερά αν έχει τρύπα. Ένα σπίτι μπορεί επίσης να μπάζει νερά από την οροφή ή να μπάζει αέρα από τις χαραμάδες.

Όταν μιλάμε μεταφορικά, πολλές φορές η λέξη νερά ή η λέξη αέρα παραλείπονται και λέμε απλώς μπάζει. Εννοούμε ότι κάτι - ένα επιχείρημα π.χ. - έχει πρόβλημα και είναι ύποπτο. Όταν είναι διάτρητο και πολύ προβληματικό μπορούμε να πούμε ότι μπάζει απ' όλες τις μπάντες.

Όταν λέμε ότι κάποιος μπάζει είναι συνώνυμο με το χάνει το άτομο.

  1. Δεν μου αρέσει καθόλου αυτή η ιστορία, μπάζει από παντού. Ένας από τους δυο τους λέει ψέματα. Ή μπορεί και οι δυο.

  2. - Δεν πάει καλά ο δικός σου, μπάζει. Προχτές προσπαθούσε να με πείσει ότι οι Ελοχίμ μας έχουν εγκαταλείψει.
    - Και εσύ τι του είπες; - Του είπα να δει το τελευταίο βίντεο της Mataare.
    - Έ, εντάξει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέμε ότι σε κάποιον είναι σαν να έβαλαν νέφτι στον κώλο άμα δεν μπορεί να σταθεί σ' ένα μέρος και γυρνάει σαν τη σβούρα. Το λέμε και άμα κάποιος τρέχει πολύ γρήγορα. Η έκφραση βγήκε γιατί το νέφτι τσούζει πολύ.

- Μόλις άκουσε ότι έρχεται ο Βρασίδας με δυο φουσκωτούς για να πάρει τα λεφτά, την έκανε με χίλια. Λες και του είχανε βάλει νέφτι στον κώλο.

Got a better definition? Add it!

Published

Βασικά, είναι συνώνυμο με το ό,τι, με το ό,τι νά 'ναι και με το γεια σου. Δηλαδή, χαρακτηρίζει άτομα που είναι άλλ' αντ' άλλων.

Μπορεί όμως και να σημαίνει και ότι κάποιος/α το παίζει χοντρά και είναι απλησίαστος/η.

  1. Έλα, μην τον παρεξηγείς... το ατομάκι είναι όπου, τελείως ό,τι νάναι, αφού στο είχα πει.

  2. – Λοιπόν φίλος, ψήνεται χοντρή κατάσταση με Παυλίνα...
    – Ναι, μη φας... δεν έχεις καμία τύχη. Η γκόμενα είναι όπου... αν δεν είσαι γκαφράς, πολύ απλά δεν παίζεις.

βλ. και τα ό,τι / όπου / όποτε

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για κάποιον που βασικά είναι του σκοινιού και του παλουκιού (κλέφτης, απατεώνας, νταβατζής), αλλά ορισμένοι έχουν την εντύπωση ότι είναι καθώς πρέπει και γλυκό αγόρι.

Λέγεται επίσης και «παιδί μπουμπούκι» και «παιδί για υιοθεσία».

- Άσε ρε, παιδί κουφέτο κι αυτός, τι να σου πω... μην τον βλέπεις έτσι που το παίζει κυριλέ κι επιχειρηματίας. Άκου με και μένα, χρωστάει σ' όποιον μιλάει Ελληνικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έμμονη ιδέα. Η φανατική προσήλωση σε κάτι, ιδιαίτερα όταν αυτή οδηγεί σε εκκεντρική συμπεριφορά. Αν κάποιος φάει μια πέτρα στο κεφάλι θα ζαλιστεί ή και θα χάσει τις αισθήσεις του και όταν συνέλθει θα συμπεριφέρεται αλλοπρόσαλλα - από εκεί μάλλον βγαίνει.

Συνώνυμα είναι η λόξα, η τρέλα με κάτι.

  1. Έχει μεγάλη πετριά με το ψάρεμα. Κάθε μέρα τέσσερις το πρωί ξυπνάει. Και δεν μπορείς να φανταστείς τι λεφτά ξοδεύει - καλάμια, δολώματα και ξέρω 'γω τι άλλο.

  2. Καλό κορίτσι η Παναγιώτα, δε λέω, αλλά από τότε που πήγε εκείνο το ταξίδι στην Ινδία άρπαξε χοντρή πετριά με τις θρησκείες. Όλη μέρα καίει λιβάνια και λέει Ομμμμ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified