Ποδοσφαιρικό παιχνίδι αλάνας όπου συνήθως 2 άτομα ή 2 διμελείς ομάδες προσπαθούσαν να σκοράρουν μη μπορώντας να ακουμπήσουν τη μπάλα πάνω από μία φορά. Η κατοχή περνούσε από τη μία ομάδα στην άλλη εναλλάξ.

- Μόνο οι 2 μας είμαστε; Οι άλλοι δεν θα έρθουν;
- Μπα, δεν τους αφήνουν οι γονείς τους, γιατί σήμερα πήραν βαθμούς.
- Και τι θα κάνουμε οι 2 μας μόνο;
- Ε μόνο αμερικανάκι μπορούμε...
- Άντε καλά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα η οποία έχει λίγα κιλά παραπάνω, ανεξαρτήτως ύψους. Η ευσωμούλα.

- Τι έλεγε η φίλη της; Καλή;
- Καλή ρε συ... Λίγο βουζελάκι, αλλά εσένα θα σου αρέσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που την χρησιμοποιούμε με έκσταση όταν συμφωνούμε 100% με τον συνομιλητή μας, αλλά και πιο ήπια όταν θέλουμε να δηλώσουμε ότι αυτός έρχεται στα λόγια μας.

Ειδικά στη φράση «Α μπράβο!» τείνουμε συχνά να τονίζουμε το «μ» και να ακούγεται «Αμμμμπράβο».

Έχει παρατηρηθεί ότι στη Β. Ελλάδα λένε «Α να γεια σου!» και «Α να μπράβο!» αντίστοιχα.

- Ρε τελικά σαν τις Σουηδέζες, δεν υπάρχουν!
- Α μπράβο... Σ' τά 'λεγα εγώ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα γυναικεία στήθη όλων των μεγεθών. Κάποιοι τα αποκαλούν και φουσκόνια.

  1. «Παραδεξου το, θα ηθελες ανετα να εισαι σαν εκεινους τους παπουληδες πριν καποια χρονια που φαγανε και το τελευταιο ευρω των κοπων τους στα Ρωσσιδια. Τουλαχιστον πεθαναν αναμεσα σε 2 ζουμερα στητα φουσκουνια

(από post στο forum του insomnia.gr)

  1. - Έβαλε μία μίνι φούστα, κόκκινες γόβες, πέταξε έξω τα φουσκούνια της και πήγε αποφασισμένη να περάσει τις εξετάσεις.
    - Τι εξετάσεις;
    - Αίματος. Εκεί κόλλησες εσύ ρε γκέουλα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατουράω στα Κρητικά.

Συνηρημένο. Χρησιμοποιείται συνήθως από τα παιδάκια αλλά όχι απαραίτητα. Αλησμόνητη η ερώτηση προς τη δασκάλα στα κρητικά δημοτικά σχολεία: «Κυρία, κυρία! Να πάω να τσιρήσω

Το αποτέλεσμα του τσιράω λέγεται χαϊδευτικά τσιρί.

  1. - Κάνε λίγο στην άκρη να τσιρήσω.
    - Εδώ στην εθνική;
    - Ε τι να κάνω; Αφού γέμισε το ποτηράκι από το προηγούμενο τσιρί μου.

  2. - Μαλάκα μόλις μπω σπίτι θα τσιρήηηηηησωωωωω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δήθεν όλο γαμάει και δεν κατουράει ποτέ. Χρησιμοποιείται ειρωνικά και κοροϊδευτικά.

Εμπνευσμένο από την κλασική έκφραση «ώπα ρε γαμιά, κατούρα και λίγο».

- ... και μόλις είχα τακτοποιήσει τη Τζένη, με παίρνει τηλ. η Μαίρη και πήγα από το σπίτι της και την κανόνισα και αυτήν, και μετά μου λέει η κολλητή της να πάω δίπλα σπίτι της να την φτιάξω και αυτήν και εγώ...
- Ώπα ρε ακάτουρε, ηρέμησε λίγο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φοβάμαι. Χέζομαι από το φόβο μου. Μάλλον βγήκε από τον ήχο «τριτς» (;) που κάνει ο κώλος όταν χέζει.

Χτες το βράδυ άκουσα έναν ήχο από κάτω αλλά δεν κατέβηκα να δω. Τριτσοκώλιασα άσχημα.

Τριστοκωλιάζοντας στο "Πάρκο Αντώνης Τρίτσης" (από Vrastaman, 23/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Φαινόμενο τσιρλίντερ» έχουμε όταν μία παρέα γυναικών, που μαγνητίζει τα αντρικά βλέμματα, απομυθοποιηθεί αφού παρατηρηθεί η κάθε μία ξεχωριστά και καταλάβουμε ότι τελικά δεν είναι ωραίες, απλά η ποσότητα μας κάνει να νομίζουμε το αντίθετο.

Δημιουργός της έκφρασης είναι ο Μπάρνει από το «How I Met Your Mother» (Cheerleader Effect).

- Σσσσσσ... Μαλάκα δεν μουνοθύελλα που έρχεται.
- Μπα ρε... Δες τις μία - μία. Κλασικό «Φαινόμενο Τσιρλίντερ».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο,τιδήποτε είναι ακριβό. Συναντάται στην Κρήτη.

  1. - Πόσο το πήρες ρε το κινητό;
    - 400 ευρώ.
    - Λάμπα, μαλάκα..
    - Ε ναι, αλλά το είχα ανάγκη...

  2. - ... Και ζητάμε το λογαριασμό και μας καθίζει τη λάμπα...
    - Ε ναι ρε, σ' το 'χα πει, το μαγαζί είναι για να πηγαίνεις μόνο αν είναι να σε κεράσουν.

  3. - Πόσο κάνει αυτό αδερφέ;
    - 12 ευρώ.
    - Πολύ λάμπα αδερφάκι μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πέσιμο. Συνήθως από γλίστρημα ή σε ατύχημα. Συναντάται στην Β. Ελλάδα. Λέγεται και σαβούρντα ή σαβούρα στην υπόλοιπη Ελλάδα.

Έτρεχε ο μαλάκας και πατάει το κορδόνι του και τρώει μια σαβούρτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified