Το πέσιμο κάτω. Συνήθως από γλίστρημα. Συναντάται στην Κρήτη.

- Τι έπαθες ρε; Πώς είσαι έτσι; Έπεσες;
- Ήταν κάτι γαμημένα λάδια στο δρόμο ρε. Ε, και έφαγα μια φέτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο συντομότερος δρόμος. Συνήθως λέγονται οι δρόμοι που δεν πολυφαίνονται, πιο κακοτράχαλοι, αλλά που καταλήγουν στον προορισμό πιο σύντομα. Μες στην πόλη ίσως το ακούσεις και ως καβατζόστενο, στενό μέσω του οποίου παρακάμπτεται η κυκλοφορία των κύριων οδών.

Προέλευση από Κρήτη.

  1. - Μαλάκα πού να τρέχουμε τώρα μέχρι εκεί; Θα μας πάρει μισή ώρα.
    - Άσε ρε... ξέρω κονταρίδα τρελή σου λέω. Σε 10 λεπτά θα 'μαστε εκεί.

  2. Έχω τερματίσει όλες τις πίστες στο Colin Mcrae. Τις ξέρω όλες απ' έξω ρε... Στροφές, πετάγματα... Κονταρίδες... Όλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πήγαινε. Προστακτική του ρήματος πηγαίνω. Συναντάται στην Κρήτη.

  1. Άμε στο καλό.

  2. Άμε στο διάολο.

  3. Άμε να δεις αν έρχομαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέρα από συνώνυμο του γκαντέμη, στην Κρήτη χρησιμοποιείται και με την έννοια του απεριποίητου, του βρώμικου, του ακατάστατου.

- Δες μαύρα που είναι τα νύχια σου. Πήγαινε να τα κόψεις ρε γρουσούζη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μυρμήγκι. Στην Κρήτη.

- ...ήταν μια φορά κι έναν καιρό, ένας τζίτζικας και ένα μελιγκούνι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κοινή Φέτα, την οποία όλοι γνωρίζουμε με αυτό το όνομα, στην Β. Ελλάδα αποκαλείται αποκλειστικώς τυρί.

- Τι να έχει το τόστ;
- Εεεε... τυρί, γαλοπούλα... εεε... όχι φέτα... τυρί είπα!
- Ε τυρί έβαλα ρε φίλε!
- Φέτα είναι αυτό.
- Αυτό είναι τυρί. Το άλλο το κίτρινο είναι κασέρι. Λέγε τι θες;
- Να πάω στη μαμά μου που με καταλαβαίνει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ξεφούσκωμα λάστιχου ποδηλάτου ή αυτοκινήτου. Η λέξη προέρχεται από τον ήχο που κάνει το λάστιχο όταν τρυπάει και χάνει αέρα. Χρησιμοποιείται κυρίως στη Β. Ελλάδα.

- Ρε συ! Κανε λίγο στην άκρη. Κοίτα την πίσω ρόδα.
- Τι ρε μαν;
- Μαλάκα έπαθες φούιτ!
- Πωωωω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Tο ξύλο, ο τσακωμός. Χρησιμοποιείται επίσης και στον πληθυντικό ως «ραβδές». Συνοδεύεται από το ρήμα «παίζω», καθώς συναντάται στην Κρήτη.

  1. Το Σαββάτο φέρε το παρεάκι σου στην πλατεία να παίξουμε ραβδές.

  2. Ο Μπαγιάκος έπαιξε ραβδί με τον ξάδερφό του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Kαθιστώ κάποιον μισερό από το ξύλο. Δέρνω άσχημα. Συνώνυμο του «μισερεύω».

- Ψάχνω το Γιωργάκη, άμα το επετύχω πουθενά θα το μισερώσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που υποδηλώνει μεγάλη περηφάνια και καμάρι. Συνήθως λέγεται ύστερα από κάποιο μεγάλο προσωπικό επίτευγμα.

Μαλάκες μου έκατσε χτες μια μουνάρα... Ένα νέτο... Δεν φαντάζεστε... Αφού μετά γύρισα στο σπίτι, έκατσα μπροστά στον καθρέφτη, κοιτιόμουν και τον έπαιζα.

Θέμης Ανδρεάδης - Είμαι πολύ ωραίος (από allivegp, 20/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified