Αυστριακοποντιακός όρος που περιγράφει τον ρυθμικό ασυγχρονισμό μεταξύ των μελών ενός μουσικού συνόλου.

Άμαζι, φάλτσο και κακόηχο... Ντα κάπο κύριοι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιμένω με πείσμα να κάνω κάτι, έστω και αν ξέρω ότι είναι μαλακία. Συνώνυμο της φράσης μου καύλωσε.

Τί θα γίνει ρε Πόπη; Σου κόκωσε να βράσεις κουνουπίδι στις 3 η ώρα το πρωί; Έλα μουνί στο τόπο σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπνόσακος, το sleeping-bag στα Θεσσαλονικιώτικα. Η γέμιση σε αυτή τη μπουγάτσα έχει γεύση χιλιοφορεμένης σαγιονάρας.

-

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το συσσωρευμένο και, ενδεχομένως, πηγμένο σπέρμα που προκύπτει από εκτεταμένη ξηρασία, μακρά περίοδο αγαμίας.

Απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής μετά από τέτοιες περιόδους ξηρασίας (αν και όταν, με το καλό), καθώς κομμάτια μυτζήθρας είναι δυνατόν να προκαλέσουν τραυματισμούς καθώς εκτοξεύονται από το ανακουφισμένο πέος μαζί με τα υπόλοιπα φλόκια.

Συνίσταται η χρήση ειδικής καπότας από κέβλαρ.

- Κάνε κανά ψυχικό ρε Ματούλα! Κοντεύω να ανοίξω τυροκομείο από τη τόση μυτζήθρα που έχει μαζέψει το παπάρι μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνδυασμός των φράσεων πάρε τον πούλο (σήκω φύγε και άει γαμήσου) + πάρε δρόμο (φύγε ταχέως από μπροστά μου, εξαφανίσου). Η νέα φράση συνδυάζει πρακτικότατα τον επιτακτικό και επείγοντα χαρακτήρα με τη χαρά του σιχτιρίσματος.

- Αν ήρθες να μου πρήξεις το παπάρι για άλλη μια φορά με το μπούρου-μπούρου σου, καλύτερα να πάρεις πουλόδρομο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μπαζογκόμενα, η σαβούρα. Αντίθετο εννοιολογικά από το λαβράκι, που σημαίνει κελεπούρι, φίνο γκομενάκι, καλή ψαριά εν τέλει.

Η γκαντεμιά τον κυνηγάει τον Μήτσο: τρία χρονάκια ξηρασία και τώρα το μόνο που σαλεύει στον ορίζοντα είναι αυτή η πέρκα η Ματούλα. Και μη χειρότερα!

(από GATZMAN, 06/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση-καμάκι, η οποία απευθύνεται στην υπέρτατη θεογκόμενα. Έχει μάλλον φανταρίστικη προέλευση και παραπέμπει σε παλιές καλές εποχές ιπποτισμού, όπου κάποιος αποτίει φόρο τιμής με τη μορφή της απόλυτης αυτοθυσίας στον τυχερό που φιστικώνει το κελεπούρι.

Ποιος σε γαμεί, να του πάρω πίπα, μανάρα μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σπασαρχίδης πιανίστας.
Εκ του πρήζω + Richter (Ρώσος πιανίστας διεθνούς φήμης).

-Αν πρόκειται να είναι και ο μαλάκας ο πρήχτερ στη συναυλία, δεν πατάω με τη καμία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η περιοχή περί το πρωκτικό ακροφύσιο, η οποία προσιδιάζει έντονα σε πορτοκάλι, λόγω της αυξημένης κυτταρίτιδας. Διόλου απαραίτητο να είναι χρώματος και γεύσεως πορτοκαλί.

Παραλλαγή αποτελεί το πρωκτοκαύλι, όπου στο πρωκτικό ακροφύσιο είναι σφηνωμένο ένα ορθωμένο καυλί. Με λίγα λόγια, κώλος με περιεχόμενο.

Και αυτό το καλοκαίρι, εξαφανίστε τα ενοχλητικά πρωκτοκάλια σας με τους νέους αποφλοιωτές της Mounilex. Ανακτήστε τη χαμένη σας θηλυκότητα και μεταμορφωθείτε στο ξέκωλο που πάντα ονειρευόσαστε!

Ακροφύσια που ψεκάζουν βενζίνη (από poniroskylo, 29/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απατάω κάποιον, τον κερατώνω. Του φοράω δηλαδή κέρατα.

Ο κακομοίρης ο Χαραλάμπης δεν θα χωράει στη πόρτα του σπιτιού του: η Μαιρούλα του τα φοράει αβέρτα με τον Χρήστο και αυτός δεν έχει πάρει χαμπάρι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified