Αργκό των εργαζομένων στις αερογραμμές. Η χρήση του ρήματος γίνεται συνήθως στο τρίτο πρόσωπο και αναφέρεται βεβαίως στο αεροπλάνο, το οποίο φυσουνίζει όταν συνδέεται με τη φυσούνα προκειμένου να μπουν ή να βγουν επιβάτες και πλήρωμα, και ξεφυσουνίζει όταν αποσυνδέεται.

Στιχομυθία μεταξύ συνοδών εδάφους, κοντά στην έξοδο του αεροδρομίου:
- Δε μου λε ρε Μαράκι, προλαβαίνω να δώσω αυτά τα βεγγαλικά στη Λίτσα την αεροσυνοδό να τα πάρει μαζί της; Είναι για το βαφτιστήρι μου στο νησί που έχει τα γενεθλιάκια του όπου να 'ναι...
- Για να δω... πού είναι το αεροπλάνο... Ααα, γαμώτο... Μόλις ξεφυσούνισε! Δεν πειράζει μωρέ, τα στέλνεις με την επόμενη πτήση...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ταχαμούτος ονομάζεται (από συναδέλφους του «παλαιάς κοπής») ο επαγγελματίας μουσικός, ο οποίος παίζει «πλήκτρα» (synthesizer) συνήθως σε «κέντρα διασκεδάσεως» χρησιμοποιώντας έτοιμες ενορχηστρώσεις σε αρχεία midi.

Παίζει δηλαδή «τάχα μου» εκείνος, ενώ στην πραγματικότητα το μουσικό κομμάτι παίζεται από τον η/υ ή κάποιο sequencer.

- Καλά, ρε Μπάμπη, φοβερός ο Λάκης, ε; Παπάδες παίζει ο πούστης!
- Άσε ρε φίλε, μη τσιμπάς... Ας είναι καλά το sequencer. Ταχαμούτος είναι μωρέ, τρομάρα του!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η αποτυχημένη προσπάθεια για βουτιά στη θάλασσα, κατά την οποία πέφτουμε με την κοιλιά.

Η σπάκα συνήθως προξενεί συναισθηματικό, αλλά και φυσικό πόνο στον πρωταγωνιστή του εγχειρήματος, έχει όμως αντιστρόφως ανάλογη επίπτωση στους θεατές του (ο μεν κρατάει την κοιλιά του απ' τον πόνο, ενώ οι δε κρατάνε την κοιλιά τους απ' τα γέλια).

Η διάρκεια αλλά και η ένταση των συνεπειών μιας σπάκας εξαρτώνται από πολλούς παράγοντες, όπως, το σωματότυπο του επίδοξου Λουγκάνη, το κοινωνικό του status, κυρίως όμως από το ύψος του βατήρα...

- Τι έγινε Μιχαλάκη, γιατί είναι κόκκινη η κοιλιά σου;;;
- Εεεε... τίποτα μωρέ... από τον ήλιο είναι...
- Ποιον ήλιο ρε, αφού πριν από δύο λεπτά ήσουνα μια χαρά... Δε μου λες, μήπως έπεσες καμιά σπάκα ρε;; Με σένα γελάει ο κόσμος εκεί πίσω;;;;;

(από barbas, 25/11/10)

βλ. και πατσά, μπόμπα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως λέει και η ίδια η λέξη, νευρόσπασμα χαρακτηρίζουμε το άτομο εκείνο που μας «σπάει» τα νεύρα, που μας εκνευρίζει με το χαρακτήρα ή και τη συμπεριφορά του.

Μπορεί να είναι όμως και άτομο το οποίο να φέρεται σαν να έχουν σπάσει του ίδιου τα νεύρα. Να είναι δηλαδή υπερκινητικό, να έχει λογοδιάρροια, να είναι απότομο στις κινήσεις ή στην ομιλία του κ.τ.λ.
Ο χαρακτηρισμός αυτός μπορεί εκτός από ανθρώπους να δοθεί και σε ζώα ή και σε αντικείμενα.

  1. Η Βάσω είναι μεγάλο νευρόσπασμα ώρες-ώρες. Εκεί που κάθομαι και διαβάζω αραχτός, έρχεται ξαφνικά και μου τραβάει τις τρίχες από τη μύτη μου. Τι να σου πω ρε παιδί μου... μια μέρα να ξεχάσω να τις κόψω, πάει! Μου πρήζει τ' αρχίδια στο πείραγμα και τις παρατηρήσεις!

  2. Αυτός ο γάτος που πήρα είναι τελικά μεγάλο νευρόσπασμα! Λίγο ρε παιδί μου να τον πάρω αγκαλιά δε μπορώ γιατί λυσσάει ο πούστης και αρχίζει να κοπανιέται από δω κι από κει και να γρατζουνάει με τις παλιονυχάρες του ότι και όποιον βρει μπροστά του. Άσε σου λέω το σκυλομετάνιωσα! Καλύτερα να είχα πάρει λούτρινο... έτσι μού 'ρχεται να τραβάω τα βυζιά μου από την τσαντίλα πού 'χω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση απορίας που χρησιμοποιούμε για να δείξουμε την αγανάκτησή μας σε άτομο που καθυστερεί χαρακτηριστικά να ολοκληρώσει κάποια ενέργεια.

Έγινε γνωστή χάρη στην εμβληματική φυσιογνωμία του μεγάλου πρωταγωνιστή του ελληνικού κινηματογράφου, Μπόκολη.

  1. - Τι θα γίνει Μπόκολη; Θά 'ρθεις καμία φορά; Μισή ώρα σε περιμένω στην πλατεία και... ψιχαλίζει!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το καλαμάκι που χρησιμοποιούμε για να πιούμε.

Εκ του σχήματος και του ρουφήγματος.

- Ρε Σώτο... Δε μπορώ να πιω απ' αυτόν το σωλήνα που μου 'βαλε τη γκαζόζα ρε γαμώτη μου...
- Ζήτα της ένα ρουφοκαυλέτο ρε παιδί μου κι εσύ... Σε μια κουταλιά νερό πνίγεσαι άχχχρηστο κουφάρι...
- Ρε Σώτο... Πείνασα ρε... Δεν ξέρω γιατί αλλά μου ήρθε ξαφνικά όρεξη για σουβλάκι...

(από barbas, 28/09/09)(από barbas, 28/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του ναυαρχίδα (το σημαντικότερο και μεγαλύτερο πλοίο ενός στόλου) και του αρχιδιού, παίρνουμε τον ναυαρχίδη! Το μεγαλύτερο αρχίδι της παρέας!!!
(Τώρα μόλις μου 'ρθε η έμπνευση και θέλησα να τη μοιραστώ μαζί σας!)

- Ρε Νάσο, τι να έκανα ρε; Τό 'ξερα ότι γούσταρες την Έβελυν, αλλά αφού αργούσες να της την πέσεις ρε γαμώτη μου, νιώσε με και μένα... Ξέρεις ότι έχω να γαμήσω έξι μήνες...
- Α ρε Λευτεράκο... τι να σου πω ρε πστ μου... Είσαι ναυαρχίδης τελικά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι εκείνος που, με τις ενέργειές του, τη συμπεριφορά του, τα λόγια του, το ντύσιμό του, προσπαθεί (ανεπιτυχώς) να πείσει τον κόσμο (και μαζί τον εαυτό του) ότι είναι πολύ καλύτερος - ομορφότερος - εξυπνότερος - ικανότερος από ό,τι πραγματικά είναι...

- Λίλιαν, σου αρέσει ο Ερνέστος; Κοίτα τι όμορφα που ντύνεται!
- Αν σου αρέσει Λάουρα, να τον πάρεις εσύ. Ο Βαγγέλας μου είναι πολύ πιο προικισμένος από αυτό το νιοράντε. Δεν τον βλέπεις; Μόλις δει καθρέφτη τσεκάρει τα μούτρα του να δει μην του χάλασε το μαλλί...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο αδύναμος, αδύνατος και κακομοίρης στην όψη άνθρωπος. Εκείνος που μοιάζει σα να πάσχει από χτικιό (δηλαδή φυματίωση) χωρίς όμως να πάσχει βέβαια από κάτι...

- Έλα, να χωριστούμε σε ομάδες να παίξουμε μπάσκετ δύο δύο.
- Εγώ θα πάρω το Σταύρο και συ πάρε το Λάκη.
- Έλα τώρα μωρέ... Πάλι το μπασμένο το χτικίτα θα πάρω εγώ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα από τα πολλά ονόματα του πέοντα. Προσδίδει όγκο...

Δρόγκος είναι ονομασία μεγάλου και χοντρού ψαριού.

- Σ' αρέσει Κούλα μου ο μπούτσος μου;

- Πωπώ, τι δρόγκος είν' αυτός;

Δρόγκος aka μουγκρί. Τύφλα να έχειο λούτσος! (από Vrastaman, 17/06/09)

Βλ. και λούτσος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified