Περιφρονητική έκφραση για κάποιον δύσμορφο σωματικά που έχει ετερότητα φυσιογνωμικών χαρακτηριστικών. Μεταφορικά, ειρωνικό σχόλιο σε κάποιον για να τον υποτιμήσουμε. Πλάγια ύβρις για να αποφευχθεί η βλασφημία εναντίον της μητέρας του.

Φύγε ρε από δω, που θες και πουκαμισάκι αρμάνι, σαν παιδί από παρτούζα είσαι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση αποδιωκτική σε κάποιον, ένδειξη περιφρόνησης και μειωμένης προσωπικής αξίας για το πρόσωπο αυτό. Δηλωτική απογοήτευσης από το άτομο αυτό προσπάθεια εξοστρακισμού από την ζωή τού εκστομίζοντος αυτήν.

Καλά ρε, δεν ντρέπεσαι μου 'χεις κάνει τη ζωή πατίνι και ζητάς και τα ρέστα; Σάλτα και γαμήσου κ φέρε μου τα ρέστα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανεπαίσθητη πορδή μικρού μεγέθους συνήθως αμοληθείσα εν ομοβροντία και υπούλως παραμένουσα στους θύλακες του πρωκτού.

Αντιληπτή όταν ο δράστης καθίσει και λόγω πίεσης ακούγεται. Το μοναδικό είδος κλανιάς που ακούγεται, όχι την στιγμή της απελευθέρωσης, αλλά σε μεταγενέστερη χρονική στιγμή.

Άσε ρεζίλι έγινα. Με κάλεσε σπίτι της η γκόμενα και στο ασανσέρ έριξα μία βρώμικη. Όταν καθίσαμε στο τραπέζι όμως, είχε μείνει ένα υποκλανίδιο και ακούστηκε σαν μεντεσές σκουριασμένος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τοπική έκφραση χρησιμοποιούμενη κυρίως στις Σέρρες. Σημαίνει επίδειξη, προσπάθεια ανούσιου εντυπωσιασμού.

Ο τύπος πήρε BMW για σαλτανάτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εραστής με προτίμηση στις ευτραφείς γυναίκες.

Ο ... είναι φαλαινοθηρικό. Αν δεν είναι 100 κιλά, η γκόμενα δεν του γυαλίζει.

Δες και γρύλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά, το κουνάβι. Μτφ., ο άσχημος άνθρωπος. Τουρκικής προέλευσης λέξη, χρησιμοποιούμενη στις Σέρρες.

Υπάρχει φήμη ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής όταν είδε τον Σπύρο Μαρκεζίνη είπε: «Α βε, σαν μπουρσούκι είναι αυτός!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευμεγέθης κουράδα, δυσκόλως αποδεσμευόμενη εκ του παχέος εντέρου και δι' αυτόν η έκλυσή της προκαλεί δάκρυα ανακούφισης, όπως τα οφθαλμικά κολλύρια.

Είχα να χέσω 3 μέρες κι έβγαλα ένα κωλύριο άλλο πράγμα...

Προφ λογοπαίγνιο με τις λέξεις «κώλος» και «κολλύριο». Βλ. και γεννητούρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός σε άσχημη γυναίκα, εν είδει έμμεσης απόρριψης.
Ταυτόσημα: λούτα, σαύρα, σαβούρα, σαλούπα.

- Στην πέφτει η τάδε γκόμενα!
- Ε και; δεν την βλέπεις; Σκέτη κιούσπα είναι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ανήκων στην ευγενή συνομοταξία των νεκροθαπτών. Άλλως ο κόρακας, το κοράκι. Ηχοποιημένη λέξη από το γνωστό προτρεπτικό επίρρημα «οπαλάκια» από την προτροπή συναδέρφου για να σηκωθεί το φέρετρο.

- Τι δουλειά κάνει ο ... ;
- Οπαλάκιας είναι.

Κρίση στους οπαλάκιες! (από Hank, 14/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιορισμένο εμπράγματο δικαίωμα σε πράγμα, εδώ σε εραστή ή ερωμένη. Αντιπαραβάλλεται με την (ψιλή) κυριότητα σε σχέσεις επισήμου ζεύγους.

Δηλωτικό της χαλαρότερης σχέσης σε παράνομα ζευγάρια όπου παρατηρείται απουσία απαιτήσεων και πρωτεύοντα ρόλο έχει η ευχαρίστηση. Χρησιμοποιείται δε και λόγω του εφήμερου χαρακτήρα παρόμοιων σχέσεων, έτσι ο απατών με το πέρας της εφήμερης σχέσης γυρνάει στον/στην σύζυγο ή επίσημο σύντροφο.

Όπως η επικαρπία όταν εκλείψει ο επικαρπωτής επιστρέφει στον κύριο και ενώνεται με την ψιλή κυριότητα αυτού στο ενιαίο πλέον απόλυτο εξουσιαστικό δικαίωμα.

Η νομική σχέση που συνδέει τον σύζυγο, την σύζυγο και τον εραστή της συζύγου σύμφωνα με τον Γαμικό Κώδικα:
Ο σύζυγος έχει την ψιλή κυριότητα και ο εραστής την επικαρπία επί της συζύγου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified