Γνωστός τοις πάσι ο ορισμός και το περιεχόμενο της παρτούζας. Είναι η έμφυτη ανάγκη του ανθρώπου για υγιή κοινωνικοποίηση, όπως το αναφέρει αναλυτικά ο Αριστοτέλης.

Εις το ως άνω εκστομισθέν τριπάρτουζο παρατηρείται έντονη συνουσιαστική δραστηριότητα επιτείνουσα την απόλαυση των συμμετεχόντων, άλλως δε τον χαβαλέ αυτών καθώς εκ του γέλωτος μπερδεύουν πού μπαίνει τι. Ο όρος τριπάρτουζο είναι συνήθως απείκασμα αναμνήσεων από χρόνων πολλών και η αχλύ η περιβάλλουσα τα διημειφθέντα τα αναγάγει εις γεγονός κοσμογονικό.

Οι συμμετέχοντες εις το τριπάρτουζο ενίοτε διοργανώνουν χοροεσπερίδες ίνα, ενθυμούμενοι τα πεϊκά τους έπη, βαυκαλισθώσιν αυταρέσκως. Τόπος διεξαγωγής της μυσταγωγίας είναι συνήθως τουριστική νήσος με συμπαρομαρτούν αυτής το άπειρο αλκοόλ. Κατ' εξαίρεση εις Μύκονο το τριπάρτουζο συνομολογείται ως τρίκαβλο ή ιντερσίτι. Εις την μορφή αυτή ευνοημένος είναι πάντα ο δεύτερος του χορού ο οποίος, έχων το γενικό πρόσταγμα, παίρνει, δίνει και παίζει την τουλούμπα στον πρώτο.

(μονόλογος φίλου προς συνομώτη-συνένοχο) :
- Θυμάσαι την Νίκη την αδερφή της Κλάρας της αλληθωροβύζας που την είχαμε τρελάνει στο τριπάρτουζο ένα φεγγάρι στην Ρόδο; Ε, την είδα προχτές και συγκινήθηκα... Τί γούστα είχαμε βγάλει ρε φίλε...

(από GATZMAN, 02/03/11)Τζερονύμο Γιάνκα ->τραινάκι.... intercity, Εναλλακτικοί όροι για το τριπάρτουζο (από GATZMAN, 02/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τύπος ανθρώπου που βάζει like σε κάθε post στο facebook, από διαφήμιση ψαροταβέρνας μέχρι site υπέρ της ευθανασίας, ενίοτε με απώτερους σκοπούς, αν γίνεται στο προφίλ γκόμενας. Κάνει like σε κάθε τραγούδι που ποστάρει, από Ημισκούμπρια μέχρι Κάρμινα Μπουράνα και από Τερλέγκα έως στρουμφάκια.

Το παρωχημένο μοντέλο λαϊκισμού της «Αυριανής» των 80's συναντάται σήμερα ως like-ισμός με ακραία μορφή του τον επονείδιστο εις εμέ αυτο-like-ισμό, ο οποίος είναι η υπέρτατη μορφή βλακείας. Για να ποστάρεις κάτι ρε μάστορα σημαίνει ότι σου αρέσει. Τί το βάζεις το like; Είναι σαν αυτοϊκανοποίηση σε ντο ματζόρε συνοδεία κουαρτέτου από τρόμπες ποδηλάτου.

Ρε συ ο Μάκης γουστάρει την Ντιάνα!
— Έλα ρε, πού το ξέρεις;
— Όλη μέρα κάνει like στα ποσταρίσματά της! Έκανε μέχρι και σε γκρουπ απολέπισης δέρματος με σαγόνια καρχαρία!
— Like-ιστής παιδί μου... τί περιμένεις;

(από σφυρίζων, 01/08/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην εποχή της ιδεολογικής ισοπέδωσης και ενώ δεξιά και πασόκ τείνουν σε ένα τεράστιο ατέρμονο ΘΑ, ο ορισμός αυτός χρησιμοποιείται σε φάσεις bisexual, δηλαδή έτσι-γιουβέτσι, παπατζιλίκι και μούφα λόγια. Τελικά άν οι αρχηγοί των δύο αυτών κομμάτων άλλαζαν παράταξη, κανείς δεν θα το 'παιρνε μυρωδιά, αφού η μπόχα από τα σκάνδαλα έχει καθίσει σαν τοξικό σκατονέφος πάνω από τα κεφάλια μας. Το μπέρδεμα στο μυαλό μας οξύνεται από μοίρασμα υποσχέσεων για μισθούς 5.000 ευρώ το δεκαπενθήμερο, 5 γκόμενες για κάθε ψηφοφόρο, δωρεάν ανάλυση ούρων μαζί με πάρκινγκ σε 15ώροφα κτήρια σε κάθε χωριό και απόσυρση αυτοκινήτων με έκπτωση για αγορά φεράρι ή λαμποργκίνι για όλους. Ψηφίστε τους! Δεν θα χάσετε τίποτα. Αυτοί θα κερδίσουν πολλά...

Σύνταξη στα 30, αναβολή στράτευσης μέχρι τα 65, εξέταση προστάτη από αλαφροχέρηδες μουστακαλήδες γιατρούς χωρίς γάντια και άλλα πολλά. Αυτές θα 'ναι οι επόμενες υποσχέσεις τους. Τελικά η κλωνοποίηση των δύο σε ένα υβρίδιο θα έλυνε το πρόβλημα.

- Τι θα ψηφίσεις; Καρατζαφέρη ή οικολόγους;
- Μπα είμαι συνειδητοποιημένος, ο Γεωργόκωστας Καρανδρέου, το γένος Παπαμανλή, είναι η μόνη λύση για ένα μέλλον με νέα πρωτοπορία και νωπή εντολή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιππεύω βίαια κάποια, την ξεμουνιάζω. Η προέλευση του είναι απο την έκφραση «μου 'μεινε στο χέρι», όταν κάτι χαλάει, ενώ είναι στα χέρια μας.

Πήρα βιάγκρα χτες και την έσκισα την Λωλότα. Της έδωσα το μουνί στο χέρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται από ανθρώπους που ντρέπονται για το επάγγελμά τους και έτσι το παρομοιάζουν με παρκάρισμα πουτσών που, αντικειμενικά για κάθε άντρα, είναι ό,τι χειρότερο να ασχολείται με ξένο παπάρι.

Συνοδεύει σχεδόν πάντα την ερώτηση: «τι δουλειά κάνεις» ;

- Τι δουλειά κάνεις ρε Μήτσο, δεν σε βλέπω καλά.
- Τι να κάνω ρε φίλε! Δουλεύω σε ένα εργαστήριο βιολογικών ερευνών και είμαι ελεγκτής πορδών. Δουλεύουμε μια διαγνωστική μέθοδο για παθήσεις του εντέρου και πρέπει να ταυτίσουμε μυρωδιές κλανιών με συγκεκριμένη πάθηση. Έτσι ανέλαβα εγώ την συσχέτιση οσμής με πάθηση. Δεν λέω καλά τα λεφτά αλλά είναι δουλειά ρε συ; Δεν είναι δουλειά αυτό, πούτσες παρκάρω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σκούρα συνήθως περιοχή γύρω από την ρώγα και στα δύο φύλα. Ονομάστηκε έτσι επειδή περιβάλλει το κέντρο του βυζιού. Σε ξανθές γυναίκες είναι ροζουλί.

Έφαγα μια ήττα χτές με την Λωλότα... Της βγάζω το σουτιέν και πριν αρχίσω το γλυφοβύζι σταματάω. Είχε τρίχες στο γυροβύζιον της...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά όλοι γνωρίζουν τον νόστιμο καλοκαιρινό μεζέ από αμπελόφυλλα που συνοδεύει ούζα χωρίς πάρτι αλλά με πάγο.

Μεταφορικά όμως είναι τα φουσκωτά πρησμένα δάχτυλα ποδιών με έντονο πεντικιούρ νταρντανοβύζας και κωλόχοντρης, η οποία νομίζει πως όλοι οι άνθρωποι ζυγίζονται σε γεφυροπλάστιγγα και ντύνεται με εφαρμοστά ρούχα.

Φοράει αντισέξυ κολλητά και το καλοκαίρι κυκλοφορεί με ροζοσομονοκοραλλοκόκκινομπορντό πέδιλα, ένα νούμερο μικρότερο από το πόδι της. Με αποτέλεσμα τα καημένα τα δάχτυλά της να ασφυκτιούν και να πρήζονται ακόμα περισσότερο, θυμίζοντας λόγω σχήματος τα σαρμαδάκια.

Τι τα 'θελε τα πέδιλα η (αφρα)Τούλα; Δεν βλέπει που έχει δάχτυλα σαν σαρμαδάκια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τουρκικής προέλευσης λέξη για να προσδιορίσει τον γυναικολόγο.

Είναι ο άντρας που καθημερινά πασπατεύει κάθε είδους χρώματος τύπου και διαμετρήματος αιδοία από στενωπούς μέχρι πορθμούς.

Το κάνει επαγγελματικά πληρώνεται γι αυτό και σε καλές περιπτώσεις φοράει γάντι έξτρα thin.

- Τι δουλειά κάνει ο άντρας σου Mαρή;

- Γυναικολόγος είναι.

- Μουνί πασπάτ δε το λες καλύτερα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχετυπική μορφή γυναίκας σε παλιά ελληνική ταινία, υποδυθείσα από την Ίλυα Λιβυκού. Μόνιμο απωθημένο του Βασίλη Λογοθετίδη, την βλέπει και ξερογλείφεται. Όνομα από άλλες εποχές που μπορεί κάλλιστα να αποκτήσει καινούριο νόημα στις μέρες μας. Να πως το σκέφτηκα.

Λωλ: παραπέμπει στο lol γνωστό τοις πάσι laughing out loud.
-ότα: αρχαιοελληνιστί ήταν τα ώτα, τα αυτιά.
Έτσι Λωλότα είναι η γυναίκα που γελάει δυνατά σαν σκουριασμένο μπλακεντέκερ και σου τρυπάει τα αυτιά, η ενοχλητική ωραία γκόμενα που σιχαίνεσαι να ακούς, αλλά λατρεύεις να βατεύεις.

Αποτυχία χτες το ραντεβού στα τυφλά. Η κοπέλα βγήκε Λωλότα, γελούσε με ό,τι έλεγα, το γέλιο της ήταν σαν κακάρισμα νυμφομανούς κότας και μου πήρε τα αυτιά, άσε που όλοι μάς κοιτούσαν περίεργα στο φραπάδικο που πήγαμε για καφέ.

Η τετράδα επι σκηνής (από GATZMAN, 18/06/09)Lolita (από allivegp, 18/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Tο σπάσιμο της παρθενιάς από έφηβο, η πρώτη φορά που πηδάει.

Δανεισμένο από την τουρκική λέξη σεφτές που χρησιμοποιείται στο εμπόριο για να δηλώσει τον πρώτο πελάτη της ημέρας, το πρώτο νταραβέρι οικονομικής χροιάς.

- Αδερφέ χτες πήγα στα κορίτσια και με έκαναν άντρα και διάλεξα την Πάολα την κωλομπιάνα

- Μπράβο ρε συ καλό τσουτσού σεφτέ έκανες…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified