Το σουμουνιάζομαι λοιπόν, εκ του ΣΜΝ (σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα) ή αλλιώς αφροδίσια κι όχι αφροδισιακά (γελάμε τώρα). Όταν κάποιος σουμουνιάζεται, δεν ξέρει από πού του έχει έρθει. Καλεί τον γιατρό πανικόβλητος και τις περισσότερες φορές αναθεματίζει και καταριέται την τύχη του που είπε κι αυτός ο καημένος μια φορά να γαμήσει...! Σουμουνιάζεται με την αφή, την επαφή ή την μαλακία κατόπιν επαφής. Το άτομο το οποίο προσβάλλεται ή είναι γκαντεμόσκυλο ή πάει νύχτα με την άλλη ή κεράτωσε την κοπέλα του κι η τύχη τον εκδικείται.

- Άσ' τα ρε μαλάκα...

- Τι, δεν πέρασες καλά;

- Ναι ρε μαλάκα, αλλά μια φορά είπα να γαμήσω και σουμουνιάστηκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρομπαδούρος είναι νεαρός, εμφανίσιμος (ή τέλος πάντων να βλέπεται), συνεσταλμένος (λέει), ευαίσθητος (λέει), με μουσικά ακούσματα τους πυξ λαξ ή σε προχωρημένο επίπεδο Μάλαμα. Ίσως να είναι ψαγμένο τυπάκι και όντως να μην είναι εντελώς βλάκας, αλλά συνήθως αυτοί πάνε στη συνομοταξία των απλώς «δήθεν».

Ο τρομπαδούρος αγαπητέ είναι μάλλον χαζούλης. Συνήθως μπλέκεται σε απελπισμένες ερωτικές καταστάσεις, που δημιουργεί κατά βάση μόνος του. Αν έχεις γκόμενο τρομπαδούρο και δεν γνωρίζεις περί τρομπαδουρισμού ίσως να πιστέψεις πως θα γίνεις η γυναίκα της ζωής του, αυτή με το γάμο και τα παιδιά. Ο τρομπαδούρος θα φροντίσει να σου πει συχνά πυκνά πως είσαι αυτή η γυναίκα και πόσο τον έχεις σημαδέψει. Ωστόσο την ίδια μέρα ίσως γνωρίσει κάποια στο μπαράκι που θα πάει που θα του πάρει το μυαλό.

Ο ίδιος ο τρομπαδούρος παθαίνει συνήθως έξαρση των συμπτωμάτων του το καλοκαίρι. Εκεί κατά προτίμηση θα σε σαγηνεύσει σε beach party όπου θα παίζει τραγούδια που έχουν ξεχάσει και οι δημιουργοί τους όπως: «γιατί έπαψες αγάπη να θυμίζεις», «άι της αγάπης μαχαιριά» και για τους πιο προχωρημένους «dust in the wind». Ο τρομπαδούρος, εξ’ ου και το όνομά του, είναι συνήθως κιθαρίστας ή έστω τραγουδιστής. Προσοχή: ο τρομπαδούρος δεν είναι ένας απλώς ψεύτης άντρας! Τα συναισθήματα που θα σου εκφράσει θα τα αισθάνεται πραγματικά, μέχρι να περάσουν μερικές μέρες και να συνειδητοποιήσει πως απλώς... έφαγε πολύ πεπόνι.

*Sorry που έδωσα άλλη έννοια αλλά την δημιούργησα με την flons πριν ακόμα την ακούσουμε. Flons ευχαριστώ για τα πνευματικά δικαιώματα του ορισμού.
**Υπάρχει παρόμοια κατηγορία γυναικών.

sms τρομπαδούρου:
Δεν μπορώ από χθες σε σκέφτομαι συνέχεια. Το μυαλό μου έχει απλά κολλήσει σε σένα και δεν πάει πουθενά αλλού. Θέλω μόνο εσένα. Σε γνώρισα για 2 ολόκληρες ώρες και κατάλαβα αμέσως πόσο ταιριάζουμε. Είμαι έτοιμος ακόμα και να χωρίσω για σένα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν μία κατάσταση έχει φιξαριστεί και όλα είναι έτοιμα. Κυρίως αναφερόμενοι σε γκομενοδουλειά ή βρομοδουλειά. Επίσης και για ένα νέτο αν είναι καλό είμαστε τζετ σετ.

-Βρήκαμε και σημειώσεις για το μάθημα, είμαστε jet set.

Δες και τζετ, τζετέ, τζετάουα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μη τέλειος άντρας μη σωστός, ο μη πρόστυχος και μη γοητευτικός...! Ο άντρας με την καδένα την χρυσή στον λαιμό, τα ανοιχτά πουκαμισάκια απ' όπου ξεπηδούν οι τρίχες και το παπούτσι το αθλητικό από κάτω. Το μαλλί συνήθως κάνει ένα ελαφρύ σπάσιμο. Το πιο ντεκαυλέ όμως είναι το τσιγάρο πάνω από τα αυτί που συνήθως ξεχνάει για μόστρα εκεί όλη την μέρα μέχρι να φτάσει σπίτι του όπου και θα το καταλάβει όταν αλλάξει πλευρό στο κρεβάτι!

Και μιας και είπα κρεβάτι εννοείται ότι είναι ο τύπος που λέει και λέει πολλά για το άθλημα αλλά όταν έρχεται η ώρα -αφού βρίσει και εκθειάσει το μόριό του μέχρι αηδίας μπροστά στο θύμα του-με την μία φορά τον έχεις αποτελειώσει, γυρίζει πλευρό και ροχαλίζει. Συνηθισμένες εκφράσεις: ναι τώρα, τι λες τώρα ρε, νταξ τώρα, χαλαρά, τα πάντα όλα (μέχρι αηδίας), ή όλα ή τίποτα, τζετ σετ, ρε μωρό, έτσι ρε, να πούμε, τι να λέμε τώρα, που ξαφανίστηκες, κλπ. Το καλύτερο πράγμα που θα τον βρεις να κάνει είναι να παίζει τάβλι (νταξ τώρ αυτό δεν ναι κακό!) και να κάνει γεώτρηση στο αυτί με το μακρύ του νύχι.

Χρησιμοποιείται και για γυναίκες ίσως μας καλύπτει και ο όρος μπουζουκογκόμενα εν μέρει. Ίσως οι λαϊκάτζες γυναίκες μιλούν σα νταλικέρηδες και ντύνονται λαϊκά - όχι απλά πρόστυχα. Απαραιτήτως έχουν ξεχάσει να βάψουν ένα νύχι ή κάτι είναι χαλασμένο πάνω τους. Μιλούν υβριστικά και χυδαία ενώ στο σεξ αφού τελειώσεις ψάχνεις να βρεις με τι ακριβώς έχεις σουμουνιαστεί (εκ των ΣΜΝ). Αγαπημένη περιοχή και των δύο το Μπουρνάζι (χωρίς να έχω κάτι με την περιοχή) ενώ όταν αποκτούν χρήματα αυτομάτως έχουν διαλέξει το αμάξι που τους ταιριάζει: μερσεντέ να ναι κι ό,τι να ναι!

Πολλές φορές το χρησιμοποιούμε για να μειώσουμε την πρώην του νυν μας.

Αγαπημένο συνώνυμο: ο λαϊκός ο τύπος, λαϊκογάμητος.

Αντωνυμία: κουλτουριάρης, κουλτουριάρα.

-Τι; Πώς είναι πες μου;

-Εεεεε, φοράει αυτή την καδένα και το ασημένιο το ρολόι του παππού μου, ξύνει και το αυτί του, καταλαβαίνεις...

-Και στο κρεβάτι; Καλός;

-Ναι, όταν δεν αναρωτιέται τι του κάνει η μάνα του και δεν στάζει σα θερμοσίφωνας από τα πρώτα πέντε λεπτά..!

-Κατάλαβαααα, σε λαϊκάτζα πέσαμε..!

-Ο λαϊκός ο τύπος με όλη τη σημασία της λέξεως!

(από amelie, 19/06/09)Έχει και κόκκινο λέμετε. (από Galadriel, 21/06/09)

Βλ. και «λαϊκός», ο, λάικα, η, καραλάικα, λαϊκουριά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι χαρακτηρίζεις κάποιον ή κάποια όταν δεν είναι προφανώς φέτες αλλά έχει κάποιο κρεατάκι να εξέχει και απλά σου αρέσει γιατί είναι σέξι ή γλυκούλι.

Μπορείς να χαρακτηρίσεις εύκολα κάποιον που συμπαθείς και σου αρέσει να τον ζουπάς! Πολύ συχνό και για τους άντρες οι οποίοι συμπεριφέρονται πολύ όμορφα και είναι πολύ γλύκες ή που σου αρέσουν (εμφανισιακά και μη).

– Βγήκα με τον γλυκό μου χθες..!
– Ναι; Πώς είναι;
– Καλά είναι το ζυμαράκι μου.
– Σωστό ζυμαράκι της Pillsbury δηλαδή..!

(από amelie, 19/06/09)(από xalikoutis, 19/06/09)

Βλ. επίσης: γουτσισμός, Φρατζολίνα Ζολί

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο άντρας:

  • ο τρυφερός, που σε φροντίζει, σε αγκαλιάζει γιατί το νιώθει και που προφανώς δεν είναι φλωράκιας, απλά δεν θέλει να σου συμπεριφέρεται συνεχώς σαν ένα κομμάτι κρέας,
  • ο άντρας ο οποίος ξέρει να χαρίζει αγκαλιές γενναιόδωρα ακόμα κι αν δεν είναι ο «άντρας σου» ή το «αγόρι σου»,
  • ο άντρας που ακόμα και για να σε χαιρετήσει σε αγκαλιάζει,
  • ο άντρας που έχει χάσει κάποιο προσφιλές του πρόσωπο και νιώθει την ανάγκη να σε αγκαλιάζει συνεχώς,
  • ο άντρας στον οποίο αρέσει το άρωμά σου (το φυσικό σου άρωμα),
  • και τέλος, ο άντρας που έχει την πλάτη την απέραντη που χωράει εκατό κοπέλες μέσα, αλλά χώνεσαι στην αγκαλιά του μόνο εσύ. Η γυμνασμένη αγκαλίτσα :)

– Σου λέω όλο το βράδυ με είχε αγκαλιά...
– Αγκαλίτσας δηλαδή;
*(Ο ορισμός δεν επιδέχεται παράδειγμα αλλά τέλος πάντων)!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τον συναντάμε σε ηλικίες από 15 έως και 23. Είναι αυτός που έχει ξεχάσει το εσώρουχό του (συνήθως μποξεράκι με σχεδιάκια) λίγο πιο πάνω από το κανονικό και το τζιν του πέφτει διαρκώς. Αυτό το τζιν είναι συνήθως βρώμικο και μάρκας Lee (εξ ού και το ντερτιλής > dirty Lees) ή κι αν δεν είναι, θα είναι ξεβαμμένο και πάντα θα πέφτει όλως τυχαίως προς τα κάτω...

Ο ντερτιλής επίσης σιχαίνεται καθετί trendy αλλά όταν έγιναν τα Αll Star της μόδας όλως τυχαίως πάλι έτρεξε να τα αγοράσει. Του αρέσει να τον κοιτάνε σε κείνο το σημείο όπου πέφτει το τζιν και φαίνεται το εσώρουχο.

Φιλική σημείωση: δεν κάνει για άτομα τα οποία έχουν λίγη παραπάνω κοιλίτσα.

Οι γυναίκες το χρησιμοποιούμε για να δείξουμε και το ότι κάποιος έχει μείνει ακόμα στα λυκειακά χρόνια.

Επίσης τα προσόντα που πιθανόν να είχε ένας ντερτιλής δε διαγράφονται με το συγκεκριμένο είδος ντυσίματος άρα εντελώς δημοκρατικά κατηγορείται πολλές φορές για μικρότητες... κάθε είδους!

*Ουδεμία σχέση με τον κρατούμενο Νίκο Ντερτιλή για όσους τον έχουν ακουστά.

– Αν εσύ καταλάβεις πες το μου και μένα...
– Το ότι είναι ντερτιλής δεν σημαίνει ότι δεν έχει, απλά δεν του αρέσει να φαίνεται, προτιμά να επιδεικνύει το μποξεράκι του...

O Nικόλαος Ντερτιλής εν δράσει (από allivegp, 16/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νέτο καλείται ο γκόμενος ή το γκομενάκι σε απλουστευμένη μορφή.

Εκ των γκομενέτο > γκομενάκι > γκόμενος. Λέξη με αργή εξέλιξη καθώς επικρατεί ακόμα το γκομενάκι έναντι του νέτο.

- Θύμισέ μου μετά να πάρω τηλέφωνο το νέτο μου.
- Πάλι ξεχασμένο το έχεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπουζουκογκόμενα καλείται η συνηθισμένη γκόμενα που:

  • Νυχτοπερπατά σε όλους τους χώρους άνευ εξαίρεσης όπου κυκλοφορούν αμάξια τύπου Mercedes, αγωνιστικά και γενικά μουράτα.
  • Το μαλλί είναι σταθερά ντεκαπαρισμένο με καμένες τούφες από το πολύ πιστολάκι και τις πάρε να 'χεις βαφές ή extreme ανταύγειες.
  • Δεν κυκλοφορεί ποτέ χωρίς το make-up της ή το φρουτένιο lip της.
  • Ακόμα και το πρωί μπορεί να την πετύχεις με γόβα-πίπτω και με μαλλί που να μην έχει ξεφύγει ούτε τρίχα από το πιστολάκι.
  • Δεν ξέρει ποτέ απ' έξω τον αριθμό του κινητού της.
  • Τα μπλουζάκια της είναι σχεδόν όλα έτσι ώστε να αφήνουν ένα σημείο hot για εκείνη τουλάχιστον ακάλυπτο.

Πάντα όμως υπάρχουν και οι μπουζουκογκόμενες high-classάτες. Αυτές που:

  • θα κρατήσουν την Louis Vuitton τους αλλά το μαλλί θα παραμένει καμένο και το νύχι σταθερά επιμηκυμένο.
  • Χρησιμοποιούν φράσεις όπως: ρε μωρό, ρε συ, ρε κοίτα τι αμάξι έχει, αχ σταμάτα (ακόμα κι αν τίποτα δεν έχει αρχίσει αυτές το θεωρούν πολύ σέξυ).
  • Οι σχέσεις τους διαρκούν ένα μήνα το πολύ.
  • Κάθε Σάββατο πηγαίνουν σε club ή μπουζούκια και ακούνε γενικά Σάκη, μπουζουκοτράγουδα, ενώ αν τις ρωτήσεις τι είναι έντεχνο θα σου πουν όλες Χατζηγιάννης.
  • Τρελαίνονται για άντρες που φορούν mocassinia με φόρμες (έλεος), πουκάμισο οπωσδήποτε λίγο ανοιχτό το βράδυ και αρκετά τζελαρισμένοι.
  • Έχουν κάψει αρκετά έως πολλά εγκεφαλικά κύτταρα με το να διαβάζουν Cosmopolitan και να τα μαθαίνουν απ' έξω μέχρι να έρθει ο κατάλληλος για να τα εφαρμόσουν.

Ενώ ο όρος χρησιμοποιείται και για τα σκυλιά, η μπουζουκογκόμενα έχει μία πιο προσεγμένη εμφάνιση.

– Αχ ρε συ κοίτα ένα αμάξι!
– Λες να πηγαίνει στο club που πάμε;
– Σκέφτεσαι;
– Αχ σταμάτααα! Λες να μου την πέσει;
– Αυτός που το οδηγεί ή το αμάξι;
– Ε;!

(Διάλογος μπουζουκογκoμενών)

Βλ. και μπουζουκομούνι καθώς και -μούνα, -γκόμενα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ουσιαστικά σημαίνει ότι δεν μπορείς να με ξεγελάσεις. Δεν απευθύνεσαι σε κάποιον αφελή. Φράση που υπάρχει ήδη από το 1950, όταν στο λιμάνι του Πειραιά υπήρχαν πολλοί Αμερικανοί ναύτες που μπορούσαν όσοι ήταν στην πιάτσα να ξεγελάσουν.

  2. Άτομο το οποίο φοράει πολλές μάρκες φλωρέ και τρώει κυρίως σε εστιατόρια τύπου Friday's ή McDonald's αν δεν τα έχουν κλείσει ακόμα στην περιοχή του.

  1. Κοίτα άτομο που πάει να με δουλέψει. Ρε άνθρωπε κοίταξε με καλά- όχι να με κοιτάξεις! Σου μοιάζω για αμερικανάκι;

  2. Πεινάω, πάμε Friday's; Και μετά να πάρω όλα τα πόλο μπλουζάκια της Τommy.

Ο βουλευτής Νίκος Ορφανός άκα Αμερικίτσος. (από Khan, 14/03/15)

Δες και αμερικανάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified