Σκωπτικός χαρακτηρισμός παλιού σαπιοκάραβου. Εκ του παλιού πλοίου «Κάντια» (=Κρήτη/Ηράκλειο στα βενετσάνικα), που εκτελούσε δρομολόγια Ηράκλειο-Πειραιάς κι έτρεμε ολάκερο.

Συνώνυμα: Σκυλοπνίχτης, μπανιέρα, ψαροκασέλα, παλιο-φελούκα, νεκρόκασα, οπιπί (=Ναυτικό αρκτικόλεξο: όρμος παροπλισμένων πλοίων) κ.α. Αγγλιστί: tub κ.α.

Να μην συγχέεται η λέξη «μπρίκι» προκειμένου για ψοφόπλοιο, δεδομένου οτι το εγγλέζικο brigg είναι τύπος ταχέως μικρού πλοίου, όπως και schooner = σκούνα κτλ.

- Με ποιό πλοίο φεύγουμε;
- Με το Mediterranean Sea.
- Τί, μ' αυτή την κατάντια; - Γιατί, δε σ' αρέσει;
- Ρε, αυτό θέλει να το δουλέψεις δυο μήνες ηλεκτροματσάκονο για να δεχτούνε να το πάρουνε τσάμπα οι Σομαλοί...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ναυτικό): Σκωπτική έκφραση των ναυτών για το καμπάνι του συσσιτίου αλλά κυρίως για το συσσίτιο το ίδιο!

Προέρχεται από το καμπάνι-σειρήνα του γυμνασίου που κάνει: Γυμνάσιο-γυμνάσιο-γυμνάσιο! (και τρέχεις όπως-όπως σα μαλάκας, να λάβεις θέση π.χ. μάχης ή πυρασφάλειας κ.α.). Όταν όμως γίνει καμιά μαλακία, σφίγγουν οι κώλοι και βαράει η μπουρού με την επισήμανση: Προσοχή! Το παρόν δεν είναι γυμνάσιο! (=μην το πάρετε στην πλάκα-κινδυνεύουμε).

Πρέπει να γίνει γνωστόν ότι, οι υπηρετούντες στα μαγειρεία ναύτες, με την πάροδο του χρόνου τρέπονται αυτόχρημα σε στωικούς φιλοσόφους μ' αυτά που βλέπουνε εκεί μέσα, (όπως ακριβώς και όσοι γίνονται οδηγοί, που μεταμορφώνονται σε ψυχανώμαλους γκαζοφονιάδες, τα οπλονομόπαιδα σε άκαρδα τσογλάνια, τα αρμένια σε ακροβάτες κ.ο.κ.). Ούτω πως, αρέσκονται να χρησιμοποιούν σιβυλλικές εκφράσεις, όταν ερωτώνται για την ποιότητα του φαγητού που προσφέρουν. Έτσι, ακόμα και αδερφός σου να είναι ο άλλος, μετά από δυο-τρεις βδομάδες στα μαγειρεία, θα λάβεις τις εξής απαντήσεις:

  1. Ερώτηση: - Φίλε το φαΐ την παλεύει;
    Απάντηση: - Το φαΐ την παλεύει, ο μάγειρας δεν την παλεύει...

  2. Ερώτηση: - Ρε κληρού, το φαΐ είναι καλό; Έτσι, να χαρείς τα μάθια σου.
    Απάντηση: - Είναι καλύτερο από προχθές...

  3. Ερώτηση: - Αδερφέ, απάντα μου ειλικρινά, εσύ το μαγείρεψες;
    Απάντηση: - Όλοι μας βάλαμε την πινελιά μας...

Και πολλά άλλα ων ουκ έστιν αριθμός, δηλονότι ουδέν κινδυνωδέστερον δια την δημοσίαν υγείαν από ένα μάγερα με χιούμορ...

Σημειωτέον, οι διάλογοι αυτοί είναι πέρα για πέρα αληθινοί(!)

Δεν είναι τυχαίον, ότι η γλίτσα των μαγειρείων, ενώ συ-σκευ-ά-ζε-ται όλως επαγγελματικώς με χαρτονένιο κουτάκι και λαστιχάκι σε αλυσίδα παραγωγής (!) σαν τα καλύτερα ντελιβεράδικα, ντανιάζεται τακτικότατα στις καμιονέτες, διανέμεται με πάσαν επισημότητα (χαρτιά-υπογραφές παράδοσης / παραλαβής-χαιρετούρες κτλ), καταλήγει καπάκι στη θάλασσα ή (αν είναι ακοσταρισμένοι στο ντόκο) στα σκουπίδια, βορά των παρεπιδημούντων αρουραίων ή καλαζαροφόρων σκύλων, ενώ οι ναυτούμπες παραγγέλνουν σουβλάκια...

Οι Εγγλέζοι λένε ότι: The Royal Navy sails on its stomach. Πράγματι, οι περισσότερες στάσεις πλοίων ή φυλακών είχαν και έχουν ως αιτία / αφορμή το συσσίτιο, ενώ το σύνηθες σύνθημα αρχής της στάσης, ήταν και είναι το αναποδογύρισμα του καζανιού.

Αλλά αυτά, είναι μια άλλη ιστορία.

- Ρε μαλάκα, τι’ ναι αυτό που σφυράει;
- Το παρόν δεν είναι συσσίτιο. Στα μαγειρεία μου 'πανε έχει καρμπονάρα σήμερα λέει …
- Ωχ! Θα μας πάει πάλι σερπαντίνα ο κώλος μας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ναυτικό): Ο ατσούμπαλος ναυτάκος. Από την αλήστου μνήμης ταινία με το Μόσιο «Ο Ταμτάκος στο ναυτικό» (τύφλα να ' χει ο Λαρς φον Τρίερ ...)

Πιλάφι:
- Πού πα' ρε ταμτάκο;
Στραβόγιαννο:
- Με στείλανε να φορτώσω καύσιμα για άπαρση του Γλαύκου.
Πιλάφι:
- Δεν έχει έρθει το σήμα ακόμα. Έλα αργότερα ...

Σκηνοθεσία: Τάκης Βουγιουκλάκης (1985).  (από poniroskylo, 25/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ναυτικό): Χιουμοριστική ερώτηση πιλαφιού, μετ' ελαφράς θυμηδίας, (διότι τί ξέρεις εσύ από φουρτούνες ...) προς ναυτάκο: «Από ποια υπηρεσία προέρχεσαι / πού υπηρετείς;»

Η ερώτηση είναι πονηρή, διότι αν έχεις κάνει καμιά γκάφα, θα πέσει τηλε-άκυρο στην υπηρεσία σου και θα τιμωρηθείς! Μπορεί όμως και να την γλιτώσεις. Π.χ. αν είσαι από πλοίο και είναι η φόρμα εργασίας σου (τζιν πουκάμισο-παντελόνι) ξεσκισμένη ή είσαι γεμάτος λάδια, σε σέβονται (σπέκια) λόγω των βαρέων και ανθυγιεινών εργασιών (αλήθεια!) που εκτελείς και δεν λένε τίποτα, ακόμη και στο γραφείο του Ναυάρχου. Αν όμως είσαι τίποτις γραφιάς και έχεις το παραμικρό ψεγάδι, δεδομένου και του στραβώματος, λόγω της ολοφάνερης βυσματικής σου ιδιότητας, παίζει να φας κάνα Σ.Εξ..

Η ερώτηση αυτή έχει σημασία μόνον εσχάτως, διότι οι ναύτες φοράνε τζόκεϊ και δεν φαίνεται η υπηρεσία τους, που άλλοτε ήτανε γραμμένη στο κούτελο (κυριολεκτικώς) - δεδομένου ότι η ασπιρίνη τους (πιλίσκος/ναυτικό καπέλο/τάπα κλπ), είχε μια μαύρη κορδέλα γύρω-γύρω, με το όνομά της.

Βέβαια, πρόσφατα οι ναύτες των πλοίων αγοράζουν μόνοι τους από τον Προμηθευτικό Οίκο Ναύτου τζόκεϊ σπέσιαλ με τον θυρεό του πλοίου τους (και καμαρώνουνε με το σύρε-κι έλα). Άσε που και να ζητήσεις κορδέλα από την υπηρεσία σου, έστω για ενθύμιο (sic), η έτοιμη απάντηση θα είναι «δεν έχουμε», «μας τελείωσαν», ''δεν μας φέρανε ακόμα« (αφού δεν παραγγείλατε) και λοιπαί ιστορίαι Ελληνικού Δημοσίου.

Σήμερα ασπιρίνη φοράνε μόνον οι προπαιδευόμενοι (Πόρο ή Παλάσκα/Σακίπη κτλ), χωρίς κορδέλα, αφού δεν έχουν σταλεί ακόμα σε υπηρεσίες, τα στραβόγιαννα - για όσον καιρό ορίσουν οι παλαιοί - και μετά βάζουν τζόκεϊ (αλλιώς βρέχει), οι βαρδιούχοι όρθιοι ή ένοπλοι φρουροί, οι φέροντες στολή εξόδου και τα μαλακιστήρια της Δοκίμων.

Οι στρατέοι είναι ολιγότερον επινοητικοί εις τας εκφράσεις των. Συνηθίζουν να ψαρώνουν τα φανταράκια με το: «τί είσαι σύ ρε;», το οποίον προσαρμόζεται συχνότερα στην φωνητική τους ως: «τ' σσσσύ ρα;» (βλ. Σειρήνες στο Αιγαίο) ένεκα καταγωγής, στο οποίον η απάντησις θα πρέπει να είναι όνομα, επώνυμο, πατρώνυμο, α-σι-μι, υπηρεσία και «διατάξτε» (ζωηρά και δυνατά εις στάσιν κλαρίνου). Αν θέλουν να γελάσουν οι καραβανάδες, δεν έχουν παρά να επαναλάβουν την ερώτηση και ο δυστυχής φαντάρος θα ξαναπαίξει το ρολάκι ...

Ναυτάκος-ταμτάκος: - Έφερα τα σήματα ...
Πιλάφι: - Για έλα δω εσύ. Πού τρώς ψωμί εσύ;
Ναυτάκος-ταμτάκος: - Σηματωρείο στο «Οινούσαι» (αρματαγωγό).
Πιλάφι: - Πάει καλάαααα ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται μεταφορικά για τον παροπλισμένο εραστή, ένεκα ηλικίας ή μαλακίας (που μπορεί και να είναι καλή αναλόγως της ηλικίας, κατά το δημώδες) και του οποίου αι ορμαί (αναγκαστικώς) καθεύδουσιν. Ιδίως για τον τελευταίο, η μαλακία του συνίσταται, είτε στο γεγονός οτι τυγχάνει παπάρας, είτε εκ νόσου (π.χ. χαντούμης).

Είναι ο «δε γαμώ», δηλαδή, που συνήθως αντικαθιστά το σέξ με ψάρεμα. Συνειρμικώς, συνδέεται με τους παλαιμάχους ποδοσφαιριστάς, που κατά την δύσιν της καριέρας των, κρεμούν τα παπούτσια ή τη φανέλα των.

Προέρχεται απο τας φιλοτίμους οικοκυράς, αι οποίαι (στοι)βάζανε την άνοιξη τα μάλλινα και τα εν γένει χειμωνιάτικα στο γιούκο (= στοίβα χειμερινών ή θερινών ρούχων στο σπίτι, με κάλυμμα απο πάνω, που φαίνεται απο μακριά σαν σκεπασμένο έπιπλο). Τώρα τα βάζουν στο πατάρι με ναθφαλίνη.

Η αναφορά εις τους όρχεις δεν είναι τυχαία, δεδομένου του τριχωτού της επιδερμίδας των, όθεν η ανάγκη όπως φυλαχθούν εν αχρησία, στη ναφθαλίνη, μη και τσου φάη ο σκώρος. Βέβαια, υπάρχουν και οι πούτσες μάλλινες (=μαλακίες που λέγει τις αστόχαστος) αλλά και η μάλλινη τσουτσοθήκη, (αγγλιστί: codpiece / crotch = πεοφυλάκτρα / καβάλος), προκειμένου να μην κρυολογήσει μια ευαίσθητος τσουτσούνα.

Parole αυτά, υφίσταται έκφρασις αντίστοιχος ειδικώς διά τας πούτσας: Έχει κρεμάσει τον πούτσο του στο κελλάρι (μαζί με τα λουκάνικα).

-Τίιιιι έγινε παππούλη ; Καλά ;
-Τί καλά και τρίκαλα, έχω βάλει τ' αρχίδια μου στο γιούκο μαζί με τα μάλλινα, άστα να πάν' στο διάολο. Δεν είμαι παππούς εγώ πιά, λύκος είμαι.
-Τί λύκος ρε παππούλη ;
-Ξέρεις απο πότε έχω να γαμήσω ;
-Απο πότε ;
-Ουουουουουουου ...

Ο Ρώσος ακτιβιστής street artist Pyotr Pavlenski που κρέμασε τους όρχεις του στην Κόκκινη Πλατεία για να διαμαρτυρηθεί για τον αυταρχισμό του καθεστώτος Πούτιν. (από Khan, 16/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Μεταφορικώς): Ο αρρενωπός και σθεναρός άνδρας, που το λέει η καρδιά / περδικούλα του, έχει κότσια, δεν κωλώνει, είναι αρχιδάτος, είναι της φυλής των δε μασάει, δεν ορρωδεί προ ουδενός, δεν αμφιταλαντεύεται κτλ.

Φαίνεται ότι, κατά λαϊκήν τινά δοξασίαν, η θρίξ του απηυθυσμένου, λειτουργεί ως αλεξικλάνιον, ήτοι ότι ο έχων τρίχωμα άρκτου εις την έδραν, δεν τα κλάνει την δύσκολην στιγμήν και τραβάει μπροστά με δύναμη και ορμή, παρά την έλλειψιν φυσικής τινός ώσεως. Άλλωστε, ο διαθέτων μπαξέ με λουλούδια (βλ. λήμμα), τυγχάνει ιδιαιτέρως συμπαθής εις τα συμπαθείς τάξεις των κωλόμπων, ένεκα αυτού τούτου του κάλλους, που προμηνύει άμα και σωματικήν roaming (ρώμην)...

Συνώνυμα: Έχω τον κώλο πίσω, άμα έχεις κώλο έλα, κωλοπετσωμένος κτλ.

Ιταλιστί: Clle pelle sullo stomacho/culo = Είμαι ο αμάσητος.

- Τα 'μαθες; Ο Μητσάρας χτες πλακώθηκε μ' έναν σφίχτερμαν στη Νίκαια, επειδή, λέει του πείραξε τη γκόμενα.
- Σιγά μη σκίσει κάνα σώβρακο πες του, η κωλώστρα...
- Τί λε ρε; Τις προάλλες τα 'βαλε με πέντε σ' ένα κωλόμπαρο στο Κερατσίνι, σαν το ΛεΠα, στο «Θέλεις;» και τους έκανε αλόγατα. Μπροστά ήμουνα σου λέω! Ο τύπος είναι μαλλιαρόκωλος κι οι πούτσες μέσα!
- Άλα κουστουμιά ο σακάτηςςςςςς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιπαιχτική έκφραση, έναντι μακράς εις μάτην αναμονής τινός.

Ιδίως στο τάβλι, έχει την σημασία της ματαιοπονίας του αντιπάλου που περιμένει να απεγκλωβιστεί από εξάπορτο ή κωλυσιεργεί να την πουλέψει στη φεύγα (αφού κατά το δημώδες του φεύγα η μάνα ποτέ δεν έκλαψε).

Συναφείς κοροϊδευτικές εκφράσεις: Βάλε τα καλά σου, ετοιμάσου, περίμενε τον αγύριστο κλπ.

Η έκφραση ανάγεται στην παλιά συνήθεια του τραταρίσματος των μουσαφιρέων με γλυκό του κουταλιού (νεραντζάκι, συκαλάκι, σταφύλι, κυδώνι κλπ) όπου, κατά το τελετουργικό, καλούνταν να πουν μιαν ευχή προς τον αμφιτρύωνα μπουκωμένοι με το γλυκό, π.χ. «Και στις χαρές σας!» και καπάκι να πιουν απνευστί το νερό (κάνοντας ένα χαρακτηριστικό «άααχ!»).

Το ξύσιμο του αυτιού ή το διακριτικό ρέψιμο που ακολουθούσε, σηματοδοτούσαν την υποχρεωτική μετάβαση των γυναικών στην κουζίνα προκειμένου να επακολουθήσει «σοβαρή συζήτηση» μεταξύ των ανδρών...

  1. (Στην δημόσια υπηρεσία):
    Υπάλληλος Α:
    - Εσείς τί περιμένετε;
    Διοικούμενος:
    - Να μιλήσω στον κύριο προϊστάμενο για μια υπόθεσή μου...
    Υπάλληλος Α:
    - Έχει συμβούλιο ο κύριος προϊστάμενος και θ’ αργήσει. Εξ άλλου έχει πάει μια παρά τέταρτο.
    Διοικούμενος:
    - Δεν πειράζει, θα τον περιμένω.
    - Τί να σας πω, αν δε βαριέστε...
    Υπάλληλος Β που βάζει το σακάκι του:
    - Εγώ λέω να περιμένετε λίγο ακόμα. Να, τώρα θα βγάλουμε και νεραντζάκι!

  2. (Τάβλι):
    - Δε μου λες, αυτά τα πούλια εκεί πότε θα τα βγάλεις έξω; Τί τα κλωσάς που έχω αρχίσει το μάζεμα;
    - Περιμένω να φέρεις εξάπαντος, να σε πιάσω.
    - Άνοιξε το τριώδιο! Καλά περίμενε συ, τώρα θα σου βγάλω και νεραντζάκι...
    - Τώρα θα φέρεις μικρομέγαλο!
    - Εξάρες! Μην ανησυχείς εσύ! Παραπάνω από διπλό δεν πάει...

Σ.Σ. 1. Εξάπαντος = έξι-πέντε, όταν ο αντίπαλος είναι μαζεμένος με μια πόρτα στον άσσο στο σπίτι του παίκτη και ο τελευταίος μαζεύει κι έχει από δυο πόρτες στο 6 και στο 5 αφήνει δυο πούλια ανοιχτά, αν έχει πάνω από δυο πούλια στο 5 αφήνει ένα στο 6, αν έχει πάνω από δυο πούλια στο 6 αφήνει ένα στο 5 κλπ κι ο αντίπαλος παίζει να τον τσακώσει. 2. Μικρομέγαλο = μικρό και μεγάλο ζάρι π.χ. 6-3, έσχατη ευκαιρία ώστε ή να γκελάρει το ένα και να μείνει ανοιχτό ή να μείνει περιττός αριθμός στα πίσω και με την επομένη ν’ αφήσει κλπ.
3. «Παραπάνω από διπλό δεν πάει» = σκωπτική έκφραση (όπως και το «μέχρι διπλό πάει»), που δήθεν «καθησυχάζει» τον αντίπαλο ότι αποκλείεται να το χάσει τριπλό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Κλασσική αργκό): η φυλακή (μετωνυμία).

Προέρχεται από το πλεχτό (σταυροειδές) μαντεμένιο κάγκελο στα παράθυρα των κελιών των φυλακών.

Συνώνυμα: μπουζού, φυλάκα, κάγκελο, στενή, φρέσκο, ψειρού, γκιζντάνι, σύρμα, σχολείο, κατηχητικό κ.α.

Σχετικό ρεμπέτικο: ... και με κάνουν τσακωτό, με τραβούνε στο πλεχτό... (Μ. Βαμβακάρης «Χτες το βράδυ στο σκοτάδι»).

Είδες πώς κατάντησε ο Γιάννης, ύστερα από τρία χρόνια στο πλεχτό; Απόχτησε και τα τρία βίτσια της φυλακής: πούστης, χαφιές και χοντρός ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Μάλλον εκ Στερεάς και δη Αιτωλοακαρνανίας με κάθε επιφύλαξη):
Τρελός, χαζός, άχρηστος και πάντα σε ουδέτερο (υποτιμητικό).

Ντιπ σαπατελά οι παίχτ'ς τσ' Ναφπάκτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει βάλ'τα στον κώλο σου. Εκ του πάτος = κώλος.

Συνώνυμα: πατάκλα, τάχας, γλόμπος, κλανιάς, κλάνα, κωλάθρα, κεφτές, κτλ.

Κλασική φράση, που απηχεί αντίληψη, οτι ο απηυθυσμένος είναι το ύστατον δοχείον!

Η δε χωρητικότης του κώλου φέρεται ότι ποικίλει αναλόγως στο άτομον, όπως γνωρίζουν ακόμη και τα σχολιαρόπαιδα. Ιδού (ενδεικτικός) κατάλογος παλαιών σχολικών λεκτικών αντιδικιών, σε σχέση με το βάθος και την χωρητικότητα του κώλου, τινός συμμαθητού:

  • Στο δικό μου δε χωράει - στο δικό σου κολυμπάει!
  • Στο δικό μου κάνει κρος - στο δικό σου μοτοκρός!
  • Στο δικό μου κάνει τούμπες - στο δικό σου κωλοτούμπες!
  • Στο δικό μου κάνει κράκ - στο δικό σου πατατράκ!
  • Στο δικό μου έχει φρένα - στο δικό σου μπαίνουν τραίνα!
  • Στο δικό μου έχει σχόλη - στο δικό σου μπαίνουν όλοι! κ.α.

Γνωστό είναι επίσης το δήθεν αφελές σχολικό ερώτημα : «Έχω τόση, πόση έχεις;» κάνοντας χειρονομία με τον δείκτη και τον αντίχειρα, προκειμένου για μικρό μέγεθος, οπότε το ανυποψίαστο θύμα, νομίζοντας οτι πρόκειται περί ψωλής, σπεύδει να υπερθεματίσει του φαλλού του: «Τόοοοοοοοση» (με έκταση των χειρών εις το άπειρον =τεραστίων διαστάσεων). Τότε ο ερωτήσας επισημαίνει: «Για κωλοτρυπίδα έλεγα...»

Βέβαια, ως σχολικά παραδείγματα, είναι αρκετά αφελή, αφού εις πλείστας περιπτώσεις, ο λέγων παραδέχεται κατάτι την κωλοφαρδία του. Αυτό διορθώνεται με τον καιρό, όταν ενηλικιωθεί και καταλάβει την σημασία των καταστάσεων, οπότε δηλώνει προς αποφυγήν παρερμηνεύσεων: «Εμένα ο κώλος μου γράφει απ' έξω exit only...»

Ως έκφρασις, χρησιμοποιείται και με θυμό, όταν κάποιος δεν θέλει να δώσει κάποιο αντικείμενο (π.χ. λεφτά), ή το δίνει εν τέλει μετά από πολλές τσιριμόνιες, οπότε ο ζητών έχει ξενερώσει.

Λέγεται συχνότατα με φιλοπαίγμονα διάθεση ως απάντηση στο: «Κι αυτό, πού να το βάλω;» Εξυπονοείται ότι τοιαύται ερωτήσεις δέον να αποφεύγονται, εκτός και αν ο ερωτών έχει έτοιμη την απάντηση και την σερβίρει ως: «Κι αυτό τί να το κάνω, να το βάλω πίσω μου;»

Η παράδοση λέει, ότι όταν η Ελισάβετ η Α' της Αγγλίας έχρισε Σερ τον Φράνσις Ντρέηκ (το ακάθαρμα), ο οποίος ήταν βρωμύλος πειρατής μεν, προσέφερε τα μέγιστα στο Βασίλειον βυθίσας ουκ ολίγες ισπανικές καραβέλλες δε, τονε πήγε μαζί με το τσούρμο του, ντυμένους στα χρυσά, για να παρακολουθήσουν θεατρική παράσταση του φημισμένου ελισαβετιανού θεάτρου (για να γίνουν άνθρωποι). Στην πορεία του έργου, υφίστατο σκηνή, κατά την οποία κάποιος ηθοποιός έλεγε την ατάκα «Ω Θεέ μου! Πού να το βάλω; Πού να το βάλω;» κρατώντας ένα κηροπήγιον. Τότε, ο Σερ Φράνσις Ντρέηκ, αριστοκράτης πλέον, για να προλάβει τα χειρότερα, απευθύνθηκε στο τσούρμο του φωναχτά:

- Ρε σεις! Όποιος από σας, πει μπροστά στην κυρία Βασίλισσα, «να το βάλει στον κώλο του», θα τον αφαλοκόψω!

Η Αυτής Μεγαλειότης, γέλασε διακριτικά...

  1. - Ρε συ, δώσε μου που σου λέω τρία κατοστάρικα και στα δίνω μεθαύριο. Τα 'χω ανάγκη.
    - Γιατί, στα χρώσταγα ;
    - Καλά, ρίχτα στον πάτο σου, μαλάκα!

  2. (Συνεργείο) - Μήτσοοοο! Περισσεύουνε δυό καλώδια, τι να τα κάνωωωωωω;
    - Ρίχτα στον πάτο σουουουου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified