Δημοσιογραφικό χαϊδευτικό για τον αντακάβα παρακρατικό.

Αν η Βία είναι η μαμμή της Ιστορίας, τότε η Τυφλή Βία θα μας βγάλει άσχημες ιστορίες. Πάντως, στην Χώρα μας η Δικαιοσύνη διαθέτει εξαιρετικήν όραση.

Στην σύγχρονη εποχή, η πρώτη φορά που αγανάκτησαν κάτι πολίτες, ήταν στο Δουβλίνο το 1916, που έσπευσαν να βοηθήσουν ν' αποκατασταθεί η Τάξη (των Βρετανών). Έκτοτε, κύλησε πολύ νερό κάτω απ' το αυλάκι. Το '40 π.χ. αγανάκτησαν οι πολίτες για τις θηριωδίες των αμάχων εις βάρος των Γερμανών, το '60 αγανάκτησαν για τις αυθαιρεσίες των ψηφοφόρων εις βάρος των πολιτευτών, το '90 αγανάκτησαν κατά των καταλήψεων των μαθητών εις βάρος του Υπουργού Παιδείας κλπ-κλπ.

Ο χαρακτηρισμός είναι πονηρά δικαιολογητικός και καθόλου τυχαίος αφού κατατείνει: (1) στην απαλλαγή από την τιμώρησή του για τις παραβάσεις των άρθρων 308 (σωματική βλάβη) και 361 (εξύβριση) του Ποινικού Κώδικα, λόγω δεδικαιολογημένης αγανάκτησης, αν παρ' ελπίδα συλληφθεί, και (2) στην απαλλαγή από την τιμώρηση των εντολέων του, λόγω της θολής γενίκευσης «πολίτης», ενώ είναι ενταγμένος σε συγκεκριμένη πολιτική ομάδα (ό,τι λάμπει δεν είναι ξημέρωμα). Καρφώνονται όμως, διότι το σημείο εκκίνησης της αγανάκτησης εκάστου πολίτη, συμπίπτει χρονικά με αυτό των άλλων (κοίτα ρε κάτι συμπτώσεις)!

Χαρακτηριστικά:

  • Διαθέτει χιούμορ, αφού υπεραμύνεται της εθνοτικής (Ελληνικής πάντα) γνησιότητάς του, ενώ π.χ. η κατατομή του φέρει σαφή ουραλο-αλταϊκά χαρακτηριστικά, το επώνυμό του είναι σλάβικο, του ξεφεύγουν αλλοδαπές –βαλκανικές ή φράγκικες– εκφράσεις κλπ (ή και συγκερασμός όλων των παραπάνω).
  • Πάσχει απο τριχόπτωση κι έτσι ξουρίζει συνεχώς το κεφάλι του να περισώσει ό,τι προλάβει (δεν εξηγείται αλλιώς).
  • Το αγαπημένο του χρώμα είναι το πράσινο (της ελπίδας) σε όλες τις παραλλαγές.
  • Αγαπημένη του ταινία «Η Μεγάλη των Μπάτσων Σχολή Νο4» (Citizens On Patrol, C.O.P. 1987).
  • Κάνει ευφάνταστα τατουάζ (π.χ. η Κύπρος, ο Μαίανδρος, η σημαία μας και 5-6 άλλα).
  • Πληρώνει 10ετή συνδρομή σε εικονογραφημένα επιστημονικά περιοδικά τύπου «Και οι Αρχαίοι είχαν Ψυχή», «Διπλωματία δι' Αρχαρίους», «Κουμουνισμός: Το Έσχατο Στάδιο της Επιχειρηματολογίας», «Έρωτες Αρχαίων Ελλήνων», «Ξαναδιαβάζοντας τον Γρηγόρη Μιχαλόπουλο», «Τρίτο Πόδι», «Φυλάξου από τη Γνώση», «Αλτ ή Πυροβολώ», «Θητεία: Τα Μυστικά της Χρήσιμης και Εποικοδομητικής Σκοπιάς», «Το Ξέφραγο Αμπέλι» κ.ά., ενώ θεωρεί τον Λιακόπουλο γραφικό και ατεκμηρίωτο.
  • Εφημερίδα διαβάζει μόνον αθλητική.
  • Μαθαίνει «αυτοάμυνα» για ν' αποκτήσει εσωτερική γαλήνη και σφίγγεται στα γυμναστήρια για να είναι πάντα έτοιμος για τις ανάγκες της Πατρίδας.
  • Κουβαλάει μαζί του όπλα «για ασφάλεια», γιατί «τόσα γίνονται κάθε μέρα».
  • Σαν παιδί, οδηγούσε τρίκυκλο ποδήλατο.
  • Ονειρεύεται να φορέσει στολή (όποια να' ναι) και να μην χρειάζεται άλλο να κρύβεται.
  • Τον παππού του τον έφαγαν αυτά τα σκυλιά οι αριστεροί (πέθανε απο καρδιά το 1974 που νομιμοποιήθηκε το ΚΚΕ).
  • Δεν δουλεύει, γιατί του πήρε τη θέση κάποιος αλλοδαπός.
  • Δεν έχει γκόμενα, γιατί είναι όλες πουτάνες.
  • Η μάνα του τον βλέπει και κουνάει το κεφάλι της (δώστου φώτιση Παναΐτσα μου).
  • Ενδημεί σε πορείες, συγκεντρώσεις, συλλαλητήρια, γήπεδα, καταλήψεις, μπάχαλα, δημιουργώντας τουρλουμπούκια εκεί που δεν υπάρχουν ή κάνοντας αντιμπάχαλα εκεί που έχει.
  • Η αγανάκτησή του, εκδηλώνεται συνήθως στην κορύφωση κάποιας λαϊκής διαμαρτυρίας.
  • Δρα μαζί με την ομάδα του και ποτέ μόνος (συλλογική αγανάκτηση).
  • Απευθύνεται στους αστυνομικούς με το μικρό τους κι αυτοί τον καλούν καμιά φορά από συμπ(ό)νοια, να φάει μαζί τους απ' την καραβάνα του συσσιτίου. Έτσι, να αισθανθεί κι αυτό σαν μέλος της Οικογένειας, το καψερό...
  • Παραλείπει σκόπιμα να καταχωρηθεί στον τηλεφωνικό κατάλογο (στο «Α» ή έστω στο «Π») ή ν' αφήσει μια κάρτα του και έτσι δεν μπορεί να τονε βρεί με τίποτα η Αστυνομία **Π**όλεων, όσο και να προσπαθήσει (κοίτα ο διάολος)! Μερικοί μύθοι λένε μάλιστα, ότι μεταμορφώνεται σε νυχτερίδα, γι' αυτό και γίνεται άφαντος μετά τα επεισόδια. Το Αρχηγείο της Αστυνομίας έχει βέβαια ζητήσει να εγκριθεί πίστωση για ν' αγοράσουν απόχες, αλλά τώρα με την Κρίση μην περιμένουμε και πολλά πράγματα...
  • Έχει συνήθως κοινότατα χαρακτηριστικά (μετρίου αναστήματος προς το κοντό του αλλά τον λες και τηλεγραφόξυλο, χοντρόλιγνος κλπ) αλλά δυσκολοπρόφερτο όνομα (π.χ. Αλεξικρόταλος Σαρρηβαλασουλάκης, Γεώφιλος Κουκλουτζαλίδης, Θεοδόλιχος Φαγιουμτζής, Θρασύδουλος Παπαγεωργοκωνσταντινογιαννόπουλος, Σπανοβαγγελοδημήτρης κ.α.), γιατί οι άνδρες των ΜΑΤ, καίτοι χαριεντίζονται μαζί του με τις ώρες έξω απ' τις κλούβες μέχρι ν' αρχίσει η πορεία, δυσκολεύονται και δεν θυμούνται να καταθέσουν μετά, ούτε πώς μοιάζει ούτε τ' όνομά του.
  • Η Αστυνομία διαψεύδει κατηγορηματικά τις φήμες ότι του κάνει πλάτες. Απλώς, όταν στέκει αστυνομικός μεταξύ διαδηλωτή και αγανακτισμένου, του γυρίζει την πλάτη (από περιφρόνηση). Καμιά φορά όμως, γίνεται τσακωτός από μανιάουρους, οι οποίοι του ανοίγουν το κεφάλι, προκειμένου να εξετάσουν το περιεχόμενό του (από καθαρά επιστημονικό ενδιαφέρον).
  • Θεωρεί εαυτόν «ήρωα της γειτονιάς», πλακώνοντας νόμιμους μεροκαματιάρηδες (σε σταθερή διεύθυνση διαμένοντες) και καχεκτικούς μετανάστες, αποφεύγοντας επιμελώς ωστόσο, να ζητήσει άδεια παραμονής από τίποτα θηρία από Ρουμανία-Ρωσία-Ουκρανία κλπ.
  • Καμιά φορά παίρνει το Νόμο (;) στα χέρια του σκοτώνοντας διάφορους μελαμψούς Λίμπερτυ Βάλανς, παραμένοντας διά παντός άγνωστος και οι δημοσιογράφοι διερωτώνται με ενδιαφέρον ποιος να ήταν (για κάνα μισάωρο και εκτός prime zone).
  • Δεν τον πειράζει που ο κόσμος δεν (ανα)γνωρίζει τους αγώνες του. Κάποτε όλοι θα καταλάβουν.
  • Οι ΚουσΚουσάρηδες λένε ότι καλύπτεται από μπάτσους, βουλευτές, δημοσιογράφους και δικαστές, αλλά ποιος τους γαμεί; Όλο τέτοια λένε αυτοί (μας έχουν κουράσει).

Να μην συγχέεται με τον αγανακτίστα, που είναι φλώρος...

[...]
Προσαγωγές υπόπτων είχαμε χθές το βράδυ μετά τα επεισόδια στην οδό Πανεπιστημίου, στο κέντρο της Αθήνας.
Οι διαδηλωτές εκτόξευσαν απειλές κατά της Κυβέρνησης και η Αστυνομία έκανε χρήση χημικών.
Οι «γνωστοί-άγνωστοι» έβαλαν φωτιά σε κάδους, ενώ Αγανακτισμένοι Πολίτες τους κυνήγησαν και επακολούθησε συμπλοκή.
Στον Εισαγγελέα οδηγήθηκαν τρία 16χρονα άτομα με την κατηγορία της σύστασης τρομοκρατικής οργάνωσης, ξεπλύματος βρώμικου χρήματος, διακεκριμένης φθοράς, εμπρησμού, εσχάτης προδοσίας, μη καταβολής εργοδοτικών εισφορών, κιβδηλείας, παράβασης καθήκοντος, μονομαχίας, άρνησης αποδοχής νομισμάτων, διγαμίας, πρόκλησης ναυαγίου, απατηλής επίτευξης συνουσίας, παραβίασης οικοδομικών διατάξεων, δολίας χρεοκοπίας, μαστροπίας, αντίστασης, απείθειας, θρασύτητας κατά της Αρχής και άλλα αδικήματα. Με σύμφωνη γνώμη Εισαγγελέα και Ανακριτή, κρίθηκαν προπηλακιστέοι.
Κατ' ενός 45χρονου ατόμου, φερομένου υπαρχηγού της οργάνωσης Χ, επεβλήθη η ποινή της επίπληξης και αφέθηκε ελεύθερος.

Άλλα νέα απο την εσωτερική επικαιρότητα:

Με τον δικό τους τρόπο γιόρτασαν και φέτος, τα μέλη του Πολιτιστικού Συλλόγου «Λέσχη Φίλων της Ταράτσας», που έκοψαν την πρωτοχρονιάτικη πίτα τους πάνω σε άρμα μάχης, όπως κάθε χρόνο στις 4 Αυγούστου, ανήμερα της Αγίας Βαρβάρας της Φαλαγγίτισσας [...]

Δες και ΑΓΑ.ΠΟ..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παζάρι στο οποίο βρίσκει κανείς τα πάντα όλα, (δηλαδή υπ’ αυτή την έννοια κάτι σαν τα Χάρροντς της Ανατολής), με την διαφορά ότι είναι αρκούντως λαϊκότερο, συνήθως αναφέρεται σε παλιά-μεταχειρισμένα αντικείμενα και ο κάθε πωλητής στεγάζεται (αν στεγάζεται) αυτοτελώς (περί της διαφοράς αγορά-παζάρι-μάρκετ βλ. παρακάτω).

Λέγεται ότι προέρχεται από τον Εβραίο έμπορο Ελία Γιουσουρούμ, που ήρθε τον 19ο αιώνα από τη Σμύρνη στην Αθήνα και εγκαταστάθηκε στην πλατεία Αβησσυνίας, ιδρύοντας το πρώτο παλαιοπωλείο, αν και η τούρκικη λέξη sürüm σημαίνει πώληση-απόληψη.

Σχετικά: Γιουσουρουμτζήδικος, -η, -ο, γιουσουρουμτζής, «Πάρε ό,τι θέλεις παλιατζή» (Σ. Διονυσίου), «Γιουσουρούμ» (Ν. Άσιμος), στίχος «...πούλησα στο γιουσουρούμι χόμι-μπόι πανταλόνι και αγόρασα για σένα αδαμάντινο βελόνι...» (Ημίζ), «Αγοράζω παλιά» (Ολύμπιανς) κλπ.

Συγγενεύει εννοιολογικά με το οθωμανικό μπιτ-μπαζάρ και το (παραδόξως) ταυτόσημο εγγλέζικο flea market, υπό την ειδική σημασία της πώλησης και ανταλλαγής φτηνών ή μεταχειρισμένων-κλεμμένων μικροπραγμάτων αλλά και αντικών.

Στην Αμερική (garage sale) και στην Βρετανία (boot sale), υφίστανται ιδιωτικά γιουσουρούμια, στον κήπο οποιουδήποτε θέλει να μετακομίσει ή να ξαλαφρώσει από την παλιατσαρία. Στην Ελλάδα δυστυχώς, δεν υπάρχει αντίστοιχος θεσμός, οπότε οι νεοέλληνες πετάνε κυριολεκτικά στον δρόμο τα παλιά τους πράγματα, τα οποία μαζεύουν εξαθλιωμένοι άνθρωποι (ρακοσυλλέκτες, αλλοδαποί, άστεγοι, πρεζάκηδες κλπ) και ιδίως πονηροί παλιατζήδες –νυν αντικέρ- (αν είναι -όχι σπάνια- τίποτα έπιπλα αξίας), που τα μεταπωλούν στα μεγάλα γιουσουρούμια, ώστε να φρεσκαριστούν και να τα πάρουν τίποτα συλλέκτες που φυσάνε το παραδάκι. Παλιότερα όμως, τη συλλογή των παλιών-αχρήστων επ’ ανταλλάγματι έκανε ο πλανόδιος παλιατζής, με την στεντόρεια τραγουδιστή φωνή του «Οοοο παλια-τζής! Ρούχα-παλιά-αγοράζω»! (βλ. και Νίκο Φέρμα στο «Ένας ήρως με παντούφλες»).

Το παρδαλό γιουσουρούμ διαφέρει από την λαϊκή αγορά, διότι στην τελευταία κατ’ εξοχήν διατίθενται προϊόντα προς άμεση ανάλωση και λειτουργεί κάθε μια άπαξ εβδομαδιαίως, αν και το πειραιώτικο αυθεντικό γιουσουρούμ στην πλατεία Ιπποδαμείας -οδό Αλιπέδου δίπλα στα παλαιοπωλεία, που αντικατέστησε την άτυπη αγορά του Καραϊσκάκη (κάηκε το 1937) δίπλα στα Λεμονάδικα της Ακτής Τζελέπη, λειτουργεί κάθε Κυριακή και αντίστροφα, όλο και περισσότερες λαϊκές γιουσουρουμοφέρνουν, δεδομένου ότι πλέον διατίθενται και παλιά είδη.

Εξ άλλου, η κατοχή αδείας πωλήσεως αγαθών (όπως και η έκδοση αυτής), των γιουσουρουμτζήδων είναι μια ομιχλώδης υπόθεση, ενώ στις λαϊκές, είναι υποχρεωμένος ο πωλητής να αναρτά την άδειά του και να στήσει το τσαντήρι του σε προκαθορισμένη θέση, αλλιώς οι άλλοι πωλητές του αναποδογυρίζουνε τον πάγκο.

Από την «αμερικάνικη αγορά», που αγόραζε μια φορά ο κοσμάκης «second hand» τα κοντοβράκια των ευεργετών μας (ξανάρθε στο προσκήνιο το 80-90 λόγω μόδας), διαφέρει στο ότι δεν αφορά μόνον είδη ένδυσης.

Κλασσικό γιουσουρούμ εν Ελλάδι ήταν το πολύβουο Μοναστηράκι (κυρίως η Κυριακάτικη ουρά του), που έφτανε μέχρι το Γκάζι και στη συνέχεια το κουτσουρέψανε Δημοτική παραγγελία, κατόπιν αιματηρής αντιδικίας τσιγγάνων (λέει). Τα δε μικρομάγαζα της περιοχής, κατήντησαν προοδευτικά μουράτες φίρμες ή «αντικερίες», που ούτε φτηνά είναι, αλλ’ ούτε και ποιοτικά. Αντίστοιχα, μετετράπησαν σε καταστήματα τα οθωμανικά (εβραιοκρατούμενα) παζάρια της Σαλονίκης (Καπάνι, Βαρδάρι, Λαδάδικα, Μοδιάνο, Καραβάν-σαράι κλπ, η δε διαβαλκανική εμπορο-ζωοπανήγυρη στη Χ.Α.Ν.Θ. μετονομάσθηκε σε «Διεθνής Έκθεση» όπου κάθε κλάπας βγάζει κι ένα λόγο παραμυθίας κάθε Σεπτέμβρη προς Θεσσαλονικείς αλλά εις επήκοον όλων), η οδός Αθηνάς και τα Χαυτεία στην Αθήνα, το ιταλικό «μαρκάτο» της Πάτρας, η αγορά των Χανίων, Ηρακλείου, Βόλου, Λαυρίου, το εβραιοπάζαρο των Ιωαννίνων κλπ. Η Πλάκα δεν έχει πλέον παζάρι, αφού την κατήντησαν υπνούπολη πολυτελείας ντόπιοι αετονύχηδες και ξένοι ταλαριούχοι, αγοράζοντας μπαμπέσικα (μέσω κάποιας τέως υπουργού) τα νεοκλασικά (φρούρια τώρα) ώστε να βροντολογάνε τις πορδές τους ανενόχλητοι απ’ τη βουή της ζώσας συνοικίας που ήταν κάποτε. Τα ίδια έγιναν και στην Τουρκία, με τη μετατροπή των παζαριών σε τσαρσιά (αγορές) ανοικτές ή κλειστές (καπαλί-τσαρσί), παραγκωνίζοντας τα γιουσουρούμια.

Στο γιουσουρούμ όμως, κυκλοφορεί ακόμα κάθε καρυδιάς καρύδι, αφού τα είδη της πραμάτειας είναι ευθέως ανάλογα με τις ιδιοσυγκρασίες των παρευρισκομένων: λατερνατζήδες, αριστεροκράτες, πρεζάκια, ζήτουλες, αδερφές, παπατζήδες, μοσκομούνες, λαχανάδες, μανιαούρια, τεκνατζούδες, φοιτητές, αλλοδαποί, φτωχολογιά, τουρίστες κλπ. Σε κάποια γωνία του Μοναστηράκι, υπάρχουν ακόμα ακουμπιτζήδες (=ενεχυροδανειστές), σαράφηδες, τοκογλύφοι και μεταφραστές (=κλεπταποδόχοι), που ξεπλένουν τα κλεψιμέικα και τα επαναφέρουν στην έντιμη αγορά! Ούτω πως, όταν κάποιος βλάκας δήμαρχος (νομίζοντας πως ξέρει την Αθήνα) προσπάθησε πριν χρόνια να λαϊκίσει βολτάροντας δήθεν ανέμελα με την κλάκα του στο Μοναστηράκι, τα σαΐνια του φάγανε το πράσο πριν να πει «κύμινο»...

Η πολιτική ιστορία της Ελλάδας διαβάζεται ανάγλυφα στην καθημερινή της συναλλαγή, αφού αναγκαστικώς περνάει μέσα από την αρχαία αγορά και στη συνέχεια στο ρωμαϊκό φόρουμ, από κει στην καθαρά εμπορική βυζαντινή αγορά (αφού ο Κύριος έδιωξε τους εμπόρους απ’ τους ναούς, σηματοδοτώντας την απαρχή των ιερατείων και τον χωρισμό εμπορικής συναλλαγής-πολιτικής συζήτησης), κατόπιν στο οθωμανικό παζάρι (και τα κατά τόπους βενετσιάνικα μερκάτα και πιάτσες), στα καταστήματα που έγιναν μαγαζιά (<γαλλικό magasins), που με τη σειρά τους γίναν άξαφνα shops / stores, ύστερα super market και εν τέλει στα ενοποιημένα κι απρόσωπα Malls.

Parole αυτά, η εμπορική συναλλαγή εν Ελλάδι ποτέ δεν πρόκειται να υιοθετήσει απόλυτα το customers’ service (βλ. «πώς μπορώ να εξυπηρετήσω» και άλλες αδόκιμες μαλακίες), διότι υφίσταται μια ψυχική-ανθρώπινη προσέγγιση, μεταξύ πωλητή-αγοραστή (βλ. σχόλια στο λήμμα ό,τι βλέπετε). Για τον λόγο αυτό, είναι αδιανόητο να αγοράσεις κάτι χωρίς να κάνεις παζάρι, αφού το τίμημα είναι πάντοτε ενδεικτικό (βλ. παζάρι στην Ιερουσαλήμ Monty Python’s «The Life of Brian»).

Ο νεοέλληνας καλώς ή κακώς, πάντα κάπου θα βασιστεί (π.χ. κοινή καταγωγή, αμοιβαίο γνωστό που τον στέλνει «συστημένο», ποδοσφαιρική ομάδα, στρατός κλπ), ώστε να ανακαλύψει οποιουδήποτε βαθμού και είδους εγγύτητα με τον συνομιλητή του (βλ. «Η Πιάτσα» Ε. Παπαζαχαρίου), γι’ αυτό ρωτάει πάντα «τίνος είσαι συ;» Αν υπάρχει σημείο επαφής, πάμε καλά. Αν όχι, σε στέλνει στο διάολο (υπάρχουν πολλοί τρόποι).

Άρα στην ουσία, δεν πρόκειται για την ξερή αμφοτεροβαρή δικαιοπραξία της πώλησης, αλλά για «ανταλλαγή» (εξελικτικά εκ του «δούναι και λαβείν», νταραβέρι <λατιν. dare-avere, αλισβερίσι< τουρκ. alışveriş=δοσοληψία), αφού το χρήμα υγιέστατα εν Ανατολή έχει καθαρά ανταλλακτική αξία και δεν αποτελεί αξία το ίδιο.

Οι νεοέλληνες (να τα λέμε κι αυτά), υπήρξαν μέχρι πολύ πρόσφατα φορείς ενός πολυσχιδούς-πολυσυλλεκτικού και λεπτεπίλεπτου πολιτισμού, που βασίζονταν στην κοινωνική ανεκτικότητα. Το Καρναβάλι της Πάτρας παλιά γινόταν στους δρόμους, όπου χιλιάδες πιωμένοι χόρευαν και δεν άνοιγε μύτη. Τούτο ήταν αδιανόητο π.χ. στην Αγγλία ή στο Βέλγιο καθώς και σε οποιαδήποτε «προηγμένη» ευρωπαϊκή χώρα).

Με τον αυθορμητισμό όμως, δεν κονομάνε τα μαγαζιά, άσε που οι νεοέλληνες μέσα σε είκοσι χρόνια κατήντησαν βίαιοι κι επικίνδυνοι, αφού πίνουν άγνωστα ποτά χωρίς να τρώνε, υπό τους ήχους (ξένης σ’ αυτούς) εκκωφαντικής υπόκρουσης.

Αποτέλεσμα: τέρμα ο δρόμος και οι γλεντοκόποι σαλαγιούνται στα ομοιόμορφα σκατόμπαρα να ρουφήξουν μπόμπες, για να βγουν μετά έξω και να βιαιοπραγήσουν (Ευρώπη γίναμε γιά).

Στην Ισπανία, το ευρέως διαδεδομένο «botellon» (=βάζω ένα ποτό ή κοκτέηλ σε μια μποτίλια απ’ το σπίτι μου και διασκεδάζω στον δρόμο, χορεύοντας και γνωρίζοντας κόσμο), απαγορεύτηκε δια Νόμου, δήθεν λόγω εγκληματικότητας και ρύπανσης των δρόμων.

Η καικαλάδικη ελληνική κόπια του, στην πλατεία Μαβίλη, δεν φτούρησε, αφού τα μαλακιστήρια ουδεμία διάθεση έχουν για κοινωνικότητα, παραμένοντας περιχαρακωμένα στις παρέες τους, ο δε λόφος της Πνύκας, που ανέβαιναν τα μανιαουράκια που περνούσαν το καλοκαίρι τους στην Αθήνα και δεν είχαν (ή δεν ήθελαν) για να στριμωχτούν σε μαγαζιά, αστυνομοκρατείται.

Το ελεύθερο κάμπινγκ απαγορεύεται στην Ελλάδα, διότι δήθεν οι (κατ’ εξοχήν φυσιολάτρες) ελευθερο-καμπινίστες δεν προσέχουν, ρυπαίνουν το περιβάλλον και καίνε τα δάση... Ολοένα και περιφράσσονται οι δημόσιες παραλίες, μεταφράζοντας το μπανάκι σε ευρωρραγία. Κάγκελα παντού!

Ομοίως, το νεοελληνικό Κράτος, συνεχίζοντας μακρά παράδοση χειραγώγησης του συνέρχεσθαι, έδωσε δεινές μάχες για να καταφέρει να μαντρώσει την εμπορική (και όχι μόνο) συναλλαγή, όπως έδωσε ο Ιουστινιανός για να ελέγξει τον λαϊκό Ιππόδρομο, όπως έδωσε η Οθωμανική αυτοκρατορία κατά των καφε-χανέδων, που μαζεύονταν οι υπήκοοι και τα λέγανε, όπως έδωσαν και οι Δυτικοί, μικραίνοντας πλατείες (πιάτσες), για να χωρούν λιγότερο κόσμο και να μην ξεκινούν στάσεις ή τουλάχιστον να καταστέλλονται ευκολότερα.

Η μάχη συνεχίζεται, αφού οι ρωμηοί αρνούνται να τυποποιήσουν τη ρακή (και το λάδι) παραγωγής τους, κλάνοντας επιδεικτικά τις σχετικές υποδείξεις της Ε.Ε. και του Υπουργείου (μωρ’ τί μας λες;), τα ανταλλάσσουν μεταξύ τους, μαζεύονται και στήνουν σα Γαλάτες τρανά γλέντια, όταν ανοίγουν τα καζάνια!

-Ρε γαμώτο, κάποιο κωλόπαιδο, μου’ φαγε τον επενδύτη μου!
-Μη σκας! Κατέβα Κυριακή στο γιουσουρούμ, να τον ξαναβρείς μπιρ-παρά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μετωνυμική αναφορά στο πρόσωπο του γνωστού λαϊκού βάρδου, υπό την ιδιότητά του, ως κλαψομούνη εις πλείστους όσους στίχους του ρεπερτορίου του.

Για το λόγο αυτό, οι ακροαταί του Στελάρα, φύσει ή θέσει ντετερμινισταί, αδυνατούσι να αποδώσωσιν εις την ζωήν των την αληθήν επαγωγικήν σχέσιν αιτίου-αιτιατού στις παραδόξως αυξανόμενες με γεωμετρικήν πρόοδον συφορές τους. Μόνος τους σύμμαχος, (η έρμη) η μανούλα τους.

Για όλα φταίνε (κατά σειράν ιεραρχίας):

  • Η θέσις των ουρανίων σωμάτων (βλ. άκου θλιμμένε ουρανέ κτλ.)
  • Η σκρόφα η μοίρα (ποίο απ' όλα να πρωτοπιάσεις;)
  • Ο ψεύτικος ο ντουνιάς (βλ. μη ζητάς να δείς καλό, μπέσα μη ζητάς κτλ.)
  • Ο άδικος ο ξεριζωμός (βλ. πήγα στον Ερυθρό Σταυρό και στις αναζητήσεις κτλ.)
  • Η κακούργα η μετανάστευση (κακούργα ξενιτειά, που πήρες απ' τον τόπο μας τα πιο καλά παιδιά κτλ.)
  • Η καταραμένη η φυματίωση (βλ. στα πεύκα και στα έλατα κτλ.)
  • Το υπερβολικό το κιμπαριλίκι (βλ. απο την καλοσύνη του σ' ετούτο τον πλανήτη, τού πήραν όλα τα λεφτά του πήραν και το σπίτι κτλ.)
  • Η πλανεύτρα η γυναίκα (βλ. τώρα ο σκύλος έφυγε, από ντροπή και πόνο, πού 'βλεπε εμένα-στα προδομένα, τα χάδια σου να λιώνω κτλ.)
  • Το ξερό του το κεφάλι (βλ. Μα κανένας δε μου φταίει για το χάλι μου, σπάσιμο θέλει το κεφάλι μου κτλ. - σ.ς. η μόνη ορθολογική εξήγησις).

    Ο Καρτέσιος ωχριά μπροστά στη δύναμη του στίχου και ο Τζων Λοκ αναγκάζεται ν' αναθεωρήσει τας απόψεις του, προϊούσης της φωνάρας του πολύπαθου Στέλιου.

Διότι, ο Στελάρας μας, αν και γκαντέμης, έκανε (εδώ που τα λέμε) θείες τσαλκάντζες με το λαρύγγι του, αλλά τί τα θες ; Τόνε πολεμάγανε οι Οβραίοι. Μπορείς να δεις προκοπή;

Βέβαια, ειρήσθω εν παρόδω, για τα ανωτέρω υπάρχει λογική εξήγηση: Ο Στελάρας τραγουδούσε όντως για πολύπαθους ανθρώπους με ελαχίστη εγκύκλιο παιδεία και ιδίως σε χρόνους ταραγμένους (50'ς, 60'ς κ.λπ.), που δε σηκώνανε ορθολογιστικές και άρα αναγκαστικώς πο-λι-τι-κές εξηγήσεις της ταλαιπώριας που τράβαγε ο κοσμάκης. Το 'ριξε λοιπόν κι αυτός σε, ερήμην, μουσικές μηνύσεις κατ' αγνώστων (π.χ. η μοίρα, η αδικία κ.λπ.) και μείνανε όλοι ευχαριστημένοι...

Ούτω πώς, ο τύπου «καζαντζίδη» (διότι Στέλιος είναι μόνον ένας!), παρά το γεγονός ότι παρήλθαν επιτέλους, τα δύσκολα και πονηρά εκείνα χρόνια κι ότι ο άνθρωπος έφτασε στο φεγγάρι, συνεχώς μεμψιμοιρεί, καταριέται τα στοιχεία της φύσεως και αποζητά τη μανούλα του, κάθε φορά που τυχαίνει σε αναποδιά.

Συνώνυμα: Στέλιος, Στελάρας, κλαψομούνης, ποιοτικός κτλ.

-Τώρα θα φέρω διπλές και θα ξεπλακώσεις !
-Ασσόδυο... Αφήνεις παραμαμά!
-Φτούουου! Πανάθεμα την τύχη μου τη ρημάδα! Dεν τα ξέρω εγώ; Τί τα θέλω και παίζω αφού δε με θέλει;
-Άσε την κλάψα ρε καζαντζίδη και παίζε κεί πέρα ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τουρκογενές επιφώνημα κυρίως προτρεπτικό κινήσεως, με θετικό ή αρνητικό περιεχόμενο. Προέρχεται από το τούρκικο Ya Allah (παλιότερα στρατιωτικό πρόσταγμα εφόδου στο όνομα του Μεγαλοδύναμου, όπως γιουρούσι-γιούρου-γιάγμα κ.λπ. και νεωστί: Για τ’ όνομα του Θεού, άντε στην ευχή του Θεού κ.α. αντίστοιχα στα εγκλέζικα Jesus Christ, by Jove, Godspeed, κέλτικα Begorrah, ιταλικά Dio Santo, ισπανικά por Dios, γερμανικά zum Donnawetter/um Gotteswillen κ.λπ.). Οι Τούρκοι σταμπουλούδες ταρίφες (που οδηγούσαν τα Μουράτ=Φίατ ταξί αυτοκίνητα), το χρησιμοποιούν κατά κόρον, εν είδει «άιντε, κουνήσου μαλάκα ξημερώσαμε!» (δηλ. ντούρ!/γκίτ!).

Όπως και με πολλές άλλες τούρκικες λέξεις, συμβαίνει να συμφύρεται η έννοια της με αντίστοιχη εν μέρει ομόηχη ελληνική δηλ. γιάλα - για έλα < έρχομαι (όπως π.χ. μέραμπα - καλημέρα, μπρε - μωρέ / βρε / ρε / ορέ Ρούμελη-Μοριάς / βορέ Κεφαλλονιά κ.λπ)., ώστε συχνά να αλλοιώνεται τεχνηέντως η ετυμολογία τους. Ομοίως, οι απόψεις για την προέλευση του προτρεπτικού μορίου ά(ι)ντε διίστανται: Προέρχεται από το ιταλο-ισπανικό andar(e) (προστακτική: anda!=περπάτα, προχώρα) ή από το τούρκικο hayti = άντε / μπρος (π.χ. hayti bacalum = άντε να δούμε); Μάλλον το δεύτερο.

Στην Ελλάδα σχετίζεται περισσότερο με τα τσακίσματα του ρεμπέτικου, δηλαδή είτε ως επιφώνημα επιδοκιμασίας για τις τσαλκάντζες του τραγουδιάρη (π.χ. Έλα, άντε, δώσ' του, αμάν-αμάν τα βεραμάν, ωχαμάνα άλα της, ολούρμι, γιαχαμπίμπι, έτσι, γκιουζελίμ, αυτά είναι, ώπα, γειά σου, ντιριντάχτα, να μου ζήσεις, μπιραλλάχ, σσσσσ... κ.λπ.), είτε ως προτροπή προς χορευτή, να φέρει τις βόλτες του με όμορφες (αλλά απέριττες) φιγούρες. Αξιοσημείωτο είναι, ότι παλιότερα σφύριζαν χαρούμενα οι θαμώνες των καφωδείων κι ακόμη παλιότερα έριχναν και πιστολιές στον αέρα (ή στο ταβάνι), σαν την Άγρια Δύση!

Εκτός της συνηθισμένης χρήσης του, το νατουραλιζέ ελληνικό πλέον «γιάλα» (εκ του υποτιθέμενου «έλα»), συνέχισε και μετά το ’50 να προσφωνεί ειρωνικά τους βλαχόμαγκες, που σηκώνονταν να τσουρο-χορέψουν (βλ. γιέλλλα!). Συγκεκριμένα, ο Τσιτσάνης το’ λεγε συχνά είτε κοροϊδευτικά, είτε γιατί έτσι του 'βγαινε αφού ήταν από τα Τρίκαλα κι οι Πειραιώτες ρεμπέτες τον αποκαλούσαν υποτιμητικά «Βλάχο» ή «Πονηρό» ή «Τσίλα» (=Βασίλης στα βλάχικα), καθώς έσκωπταν όσους έμπαιναν στο ταράφι και δεν προέρχονταν από 3-4 πόλεις (λιμάνια) που διέθεταν βιομηχανικό υποπρολεταριάτο.

Τέλος, σημειωτέον ότι υφίσταται και νεο-κουτούκι με τη λογοπαιγνιώδη επωνυμία «Πάμε γι’ άλλα», στα Εξάρχεια.

- Μαέστρο παίξε ένα απ’ τα δικά μου!
- Έγινε Γιώργο μου! (Ακολουθεί ταξίμι)
- Γιάλααααααα! Αυτός είσαι!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Βρετανικό) : Σύνθετο εκ του smoking & flirting.

Από τότε που λυσσάξανε και απαγορέψανε το κάπνισμα σε εσωτερικούς χώρους στη Βρετανία, ο κοσμάκης που δουλεύει στα γραφεία κ.τ.λ., αναγκάζεται να βγαίνει έξω στο χιονιά να ξεχαρμανιάσει κι αυτό μόνον κατά το lunch break ή το tea break, δηλαδή όταν οι μη καπνιστές αράζουν στη ζεστασιά, πίνοντας αχνιστό τσάι.

Αυτή η σκαιά αντιμετώπιση των καπνιστών, προϊούσης και της αμηχανίας τους, δημιούργησε μια συσπείρωση, εγκαρδιότητα και «συνενοχή» μεταξύ των μπλαβιασμένων «αποβλήτων» των γραφείων. Ούτω πως, το φουμάρισμα απέβη συνδετικός κρίκος μεταξύ των ανθρώπων, συχνότατα με ερωτική κατάληξη

(Μετά τον Ιούλιο 2009):
-Βαρέθηκα εδώ μέσα. Πάμε να σμερτάρουμε κάτω;
-Έχω την εντύπωση ότι ο ψηλός απο τον τρίτο σε γουστάρει. Παραμονεύει πότε θα κατεβείς.

(από Vrastaman, 18/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρυμοτομία πόλης, με εντελώς ομοιόμορφα σχεδιασμένους παραλλήλους και καθέτους δρόμους και χωρίς καμπυλώσεις του εδάφους (φλάτ που λέμε).

Αντίθετο: Δρόμοι της Κούλουρης.

Κλασσικά παραδείγματα τέτοιου είδους μπακλαβαδωτού σχεδιασμού στην Ελλάδα, είναι οι δρόμοι του ιστορικού κέντρου των Πατρών (Κάτω πόλη), που σχεδιάσθηκαν έτσι απο τον αξιωματικό του Γαλλικού Μηχανικού Ιωάννη Βούλγαρη το 1829, κατ’ εντολή του Καποδίστρια, της Θεσσαλονίκης (μετά την πυργκαγιά του 1917), του Βόλου (μετά τους σεισμούς του 1955) και του Μεσολογγίου, όπου τα σχεδόν πανομοιότυπα τετραγωνάκια μοιάζουν με κομμάτια μπακλαβά.

Το σχέδιο αυτό, είναι εξαιρετικά χρηστικό για τους κατοίκους και κυρίως για τους επισκέπτες, διότι ευχερώς μπορεί να λειτουργήσει τροχιόδρομος (π.χ. τραμ-τρόλεϊ), υπάρχει απόσταση μεταξύ των κτηρίων με αποτέλεσμα τα οικήματα να έχουν περισσότερο φυσικό φώς και αέρα και κυρίως πάντοτε είναι δυνατός ο προσανατολισμός (αλλά μπορεί να αποβεί και βαρετό ή κουραστικό μοτίβο για τον ίδιο λόγο).

Αντιθέτως, η καμπυλωτή γεωμορφολογία (βλ. Αθήνα), η τσαπατσούλικη οθωμανική δόμηση (βλ. Ηράκλειο) ή η αμυντική αρχιτεκτονική των νησιών (βλ. Κυκλάδες), φαίνεται να είναι πιο συναρπαστική εμπειρία, αφού συμμετέχει κι ο διαβάτης στο σχέδιο: Χάνεται, ταλαιπωρείται, βλαστημάει, αλλά και εκπλήσσεται, ανακαλύπτει, σκαρφαλώνει, κοιτάζει τη θέα απο ψηλά κλπ. Έπειτα, η ιδέα με τις πεζοδρομήσεις είναι ευκολότερα εφαρμόσιμη σε τέτοιες ρυμοτομίες π.χ. κάποιο απόμερο σοκάκι, που παρεμβάλλεται βουστροφηδόν μεταξύ δυο αρτηριών, γίνεται ένα όμορφο στέκι, τα δαιδαλώδη στενά ενός λόφου συνδέονται με γραφικά σκαλοπάτια κλπ.

Διαλέγετε και παίρνετε!

(Ο οδηγός):
- Πού μας είπε αυτός να στρίψουμε;
(Η συνοδηγός):
- Ξέρω ’γώ; Σε σένα μίλαγε...
(Ο οδηγός):
- Ωχ, αδιέξοδο! Πάλι κύκλο θα κάνω ρε πούστη μου!
(Η συνοδηγός):
- Κατάφερες να χαθείς εδώ βρε ζωντόβολο; Μπακλαβάς είν’ οι δρόμοι...

Στην αγαπημένη Βαρκελώνη, έχει και μπακλαβά έχει και σοκολάτα με τσούρος. Ναι, οκ, ό,τι θυμάμαι χαίρομαι. (από Galadriel, 16/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτάρεσκη έκφραση των Βλάχων της Ελλάδας, η οποία σημαίνει ότι οι ομόφυλοί τους, είναι (δήθεν) πονηρότεροι απ' τον καθένα...

Υφίσταται και το αμερικάνικο αντίστοιχο: I saw you coming («Σε είδα να στρίβεις τη γωνία / σε πήρα χαμπάρι / στην έφερα»). Άλλωστε, ο Χάρρυ Κλυνν το είχε επισημάνει στο δίσκο «πατάτες», αναφερόμενος σε γνωστό πολιτικάντη: Πονηρός ο Βλάχος!

Γνωστός φυλετισμός / εθνοτισμός / τοπικισμός και εν τέλει εθνοφαυλισμός τύπου «οι από δω γαμάνε τους από κει», που βρίθει υπό ποικίλες μορφές στην Ελλάδα: Οι Μακεδόνες είναι καλοί άνθρωποι, οι Θεσσαλονικείς καρντάσια, οι Κρητικοί είναι παλικάρια, οι Μοραΐτες κωλόπαιδα, οι Αιτωλοακαρνάνες απέκηδες, οι Πατρινοί πούστηδες, οι Αρτινοί νερατζόκωλοι, οι Γιαννιώτες παγούρια, οι Μυτιληνιοί γκασμάδες, οι Εβρίτες γκατζοί, οι Ροδίτες τσαμπίκοι, οι Κώοι μπόχαλοι, οι Σαλαμινιοί μπακαούκες, οι Σάμιοι ουγκαντέζοι, οι Πόντιοι χαζοί, οι Κύπριοι αδέρφια μας (όπως κι οι Σέρβοι), οι χωριάτες Βλάχοι, οι γύφτοι βρωμιάρηδες και η Αθήνα βαλές που μαζεύει όλο το χαρτί.

Οι νεοέλληνες, κυκλοφορούν μεταξύ τους ακάλυπτες επιταγές σε ρήτρα τουπέ, οι οποίες δεν έχουν απολύτως κανένα αντίκρισμα στο (όποιο) εξωτερικό. Έτσι, οι Ηρακλειώτες μισιούνται θανάσιμα με τους Χανιώτες, οι Αγρινιώτες με τους Μεσολογγίτες, οι Ναουσαίοι με τους Βεργιώτες κ.ο.κ.

Γνήσιοι λοιπόν τουλάστιχον κατά τούτο Έλληνες και οι Βλάχοι της Ελλάδας, ουσιαστικά επικυρώνουν το γνωστό ρητό: Κάθε Έλληνας, πονηρότερος από κάθε άλλον Έλληνα!

Για την ιστορία, οι Βλάχοι κατάγονται από την Βλαχία ή Βαλλαχία, κατά την ευρύτερη περιοχή της καλουμένη Μουντενία και κατά το έλασσον Ολτενία, τμήμα της σημερινής Ρουμανίας, νοτίως των Καρπαθίων και βορείως του Δούναβη, καταλαμβάνει μέρος της πολυπόθητης στρατηγικώς Βεσσαραβίας, αποτελούσε πριγκιπάτο (1317-1859) και είχε δικό της θυρεό και παντιέρα. Οι άλλες δυο μεγάλες επαρχίες της σημερινής Ρουμανίας, είναι η Μολδαβία στο βόρειο και η Τρανσυλβανία στο δυτικό της τμήμα.

Από την περιοχή αυτή πέρασαν Θράκες, Κέλτες, Σκύθες, Μοίσοι, Σλάβοι, Άβαροι, Γέπιδες, Πετσενέγοι, Δάκες, Γότθοι, Μαγιάροι, Μογγόλοι, Τούρκοι, της Παναγιάς τα μάτια…

Το στίγμα στη γλώσσα τους όμως άφησαν οι Ρωμαίοι, που κατέλαβαν την περιοχή από το 105 μ.Χ. μέχρι το 271 μ.Χ. και έκτοτε οι Ρουμάνοι < Romani («Ρωμαίοι») και οι βλάχοι Έλληνες και μη, μιλούν μια διάλεκτο της λατινικής και συγκεκριμένα οι Βλάχοι την (α)ρωμουνική / αρμανική αφού λέγονται και Αρ(ω)μάνοι (!) την βλαχομογλενίτικη και την ιστρορουμανική.

Οι Έλληνες Βλάχοι συνεννοούνται θαυμάσια με τους Ρουμάνους, ενώ μπανίζουν από Ιταλικά και Ισπανικά, αφού μιλούν λατινογενή γλώσσα.


Προέλευση της λέξης «Βλάχος»

Η ιστορική έρευνα δεν έχει φτάσει σε ένα γενικώς αποδεκτό συμπέρασμα. Η ονομασία Βλάχος είναι ασαφής με γενικό κανόνα να σημαίνει τον λατινόφωνο. Κύριες απόψεις όσον αφορά την ετυμολογία του όρου είναι:
α) Από την παλαιοσλαβική λέξη vlah που σημαίνει ξένος, αλλοεθνής, μη Σέρβος αλλα λατινόφωνος.
β) Από την Γερμανική λέξη Walechen που επίσης σημαίνει ξένο, μη Γερμανό αλλά λατινόφωνο.
γ) Από τον αιγυπτιακό όρο «φελάχ»= αγρότης , αυτός που ασχολείται με γεωργικές εργασίες.
δ) Είναι εξέλιξη της λέξης Βληχή (δωρικά βλαχά) = βέλασμα ε) Προέρχεται από την λέξη Volcae κέλτικη φυλή η οποία συνόρευε με τα γερμανικά φύλλα και με αυτό το όνομα οι Γερμανοί αποκαλούσαν οποιονδήποτε λατινόφωνο
ζ) Από την συνένωση των λέξεων Βάλε = κοιλάδα και aqua =νερό δείγμα της ενασχόλησης των βλάχων με την κτηνοτροφία και την φροντίδα των ζώων.
η)Από το λατινικό villicus που ήταν για τους Ρωμαίους ο αγρότης.

Άλλες ονομασίες για τους Βλάχους στην Ελλάδα:

α) Κουτσόβλαχος: είναι η ελληνική απόδοση του τούρκικου Κιουτσούκ Βαλάχ = Μικρόβλαχοι κάτοικοι δηλαδή της Μικρής Βλαχίας. Έτσι ονομαζόταν η Αιτωλοακαρνανία κατά την εποχή του Βυζαντίου.Εν αντιθέσει με τους Μπουγιούκ Βαλάχ = Μεγαλόβλαχοι, κατοίκους δηλαδή της Μεγάλης Βλαχίας όπως ονομαζόταν η περιοχή της Θεσσαλίας.
β) Τσίντσαροι: βλάχοι Σερβίας-Σκοπίων. Η ονομασία εικάζεται πως προέρχεται από το λατινικό quinquarius (πέντε=quinque στην λατινική-τσιντσι στα βλάχικα) κατάλοιπο της πέμπτης Ρωμαικής λεγεώνας των παλαίμαχων Μακεδόνων.
γ) Πριτσόβλαχοι από την λέξη πριτζιά = δυσοσμία που αναδύουν τα ρούχα όσων ασχολούνται με κτηνοτροφικές εργασίες.
Μπουρτζόβλαχοι δηλαδή…
Βλ. γ’ρούνj αντί χοίρος, γουμάρ’ αντί όνος και πολλές άλλες μη ελληνικές λέξεις της κτηνοτροφίας.

Οι Βλάχοι της Ελλάδας δεν αυτοαποκαλούνται με αυτό το όνομα (Βλάχοι) στη γλώσσα τους, αλλά με το Αρμάνοι, λέξη που παράγεται από το Romanus (Ρωμαίος Πολίτης): Αρμάνου [Armanu<Ar(o)manu(s)<α+Romanus] Η ονομασία αυτή σχετίζεται με το διάταγμα του Καρακάλα (Edictum Antoninianum), 212 μ.Χ., με το οποίο γενικεύτηκε το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη σε όλους τους κατοίκους των Ρωμαϊκών επαρχιών (Romani cives). Έχουν βαθειά συναίσθηση της εθνοτικής τους ταυτότητας και είναι περήφανοι κι αλληλέγγυοι μεταξύ τους. Δειλά-δειλά πρόσφατα, κυκλοφόρησαν και Ελληνο-Βλαχικά λεξικά και θέτουν και ζήτημα μειονότητας άμα λάχει.

Ο Βλάντο Τσέπες ο παλουκωτής, ο διαβόητος δράκουλας των Καρπαθίων, ήταν κατά πάσα πιθανότητα Βλάχος. Δηλαδή δε φτάνει που για να πλύνει τα ποδάρια του έπρεπε να περάσει ποτάμι κι έζεχνε τυρίλα, σε δάγκωνε κι από πάνω (!) Τς-τς, τί τρόποι…

Πολλοί οσποδάροι / κνέζ / βογιάροι (τοπάρχες-γαιοκτήμονες) της παραδουνάβιας αυτής ηγεμονίας επί Οθωμανικής αυτοκρατορίας ήταν ελληνικής καταγωγής (π.χ. Υψηλάντης, Καντακουζηνός, Γκίκας, Δούκας, Μουρούζης, Μαυρογένης, Μαυροκορδάτος, Καρατζάς, Σούτζος κ.α.) και η μασονική Φιλική Εταιρία, είχε γερές βάσεις στη Βλαχία. Τα Ιερολοχιτάκια του Υψηλάντη, που σφάξανε οι Τουρκαλέοντες στο Δραγατσάνι, ζήτημα κι αν μιλάγανε δυο κουβέντες Ελληνικά, αφού ήτανε Βλάχοι. Μάλιστα, τόσο καλοπερνούσαν οι ντόπιοι δουλοπάροικοι με τους Έλληνες ηγεμόνες τους, που όταν σηκώσανε μπαϊράκι περί τις αρχές του 19ου αιώνα εναντίον του Σουλτάνου που τους κρατούσε τα μπόσικα, τους ξαποστείλανε στα τσακίδια…

Ο καψερός ο Ρήγας, έχοντας συνδέσει τη μοίρα των (όποιων) Ελλήνων με την περιοχή της Βλαχομπογδανίας, ονειρευόταν μια πανβαλκανική αστική επανάσταση (και στη συνέχεια ομοσπονδία) ενάντια στους Οθωμανούς και τους συν αυτοίς προύχοντες, ενώ ακόμα και το γραικο-αλβανικό ρεμπελιό του ’21 απέτυχε στην ουσία (κατά τον Σκαρίμπα).

Οι αχαρακτήριστοι τύποι αυτοί λοιπόν, κατέβηκαν στην Ελλάδα επί ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ως στρατιώτες λεγεωνάριοι, βασικά ως φύλακες ορεινών περασμάτων. Κατοίκησαν κυρίως την Βόρεια Ελλάδα, Ήπειρο (κυρίως Μέτσοβο), Θεσσαλία και Στερεά από το ύψος Λαμία (Ζητούνι) – Λιβαδειά μέχρι (και) το Αγρίνιο (τέως Βραχώρι < Βλαχώρι < Βλαχοχώρι). Απ’ ό,τι φαίνεται ξώμεινανε στα βουνά και ασχολήθηκαν κυρίως με την κτηνοτροφία και λιγότερο με τη γεωργία.
Δεν πάτησαν το Μοριά, δίχως αυτό να κάνει τους αρβανιτο-μοραΐτες πιο πολιτισμένους…

Πολλοί από δαύτους, γινήκανε έμποροι, μεγάλοι και τρανοί και ευεργέτησαν το έθνος, όπως: Ο Ζάππας (Ζάππειον), ο Αβέρωφ (αναμαρμάρωση Καλλιμάρμαρου, θωρηκτό κ.α.), ο Τοσίτσας (Πολυτεχνείο), ο Αρσάκης, ο Σίνας (Ακαδημία),ο Στουρνάρας, Γεώργιος Σταύρου (Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος), Κωλέττης, Λάμπρος, Σμολένσκης (ένδοξος στρατηγός του 1897) κ.α., αφού έβγαλαν βέβαια κι αυτοί το κατιτίς τους. Κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο έπαιξαν άσχημο παιχνίδι (κι έχασαν) – αφού συνεργάστηκαν πολλοί απ’ αυτούς με τους Ιταλούς, που τους έταξαν αυτόνομα πριγκιπάτα στη Θεσσαλία και την Ήπειρο, αλλά έφαγαν το κεφάλι τους.

Το γεγονός λοιπόν, ότι επί αιώνες αποκομμένοι κτηνοτρόφοι στα βουνά και τα λαγκάδια, (όπως άλλωστε και όλοι οι Έλληνες, αφού οι σοβαρές πόλεις στην κυρίως Ελλάδα σπάνιζαν επί Οθωμανών, που την θεωρούσαν κλασμένη επαρχία) εξηγεί το ότι ο σημερινός ρατσισμός των παρ’ ολίγον αστών Ελλήνων μεταξύ τους (που έχει βέβαια ρίζες στη βαυαροκρατία, αφού αυτοί μας θεωρούσανε χαμαντράκια), εκφράζεται υπό την μορφή ξενόφοβου ψόγου, ήτοι αποκαλούνται εκατέρωθεν Βλάχοι, μετωνυμικώς ως ορεσίβιοι, χωρικοί, επαρχιώτες και εν τέλει των μη Αθηναίοι (;) Μα, αν η αξεστοσύνη των Ελλήνων, ήτο ζήτημα γεωργαφικόν, τούτο θα ήτο ευτύχημα, διότι άξεστοι θα ήσαν μόνον οι μισοί!

Αλλά η Ελλάς, είναι μια θάλασσα Βλάχων, με σχεδία την Αθήνα, όπου προσπαθούν όλοι ν’ ανεβούν και να ρίξουνε έξω τον άλλονα (κι ας χωράνε), ενώ παραδίπλα πλέουνε υπερωκεάνια…

Πηγές: Εγγλέζικη Wikipedia, www.vlahoi.net, www.almyros.vlahoi.net και ό,τι άλλο θυμήθηκε η αφεντομουτσουνάρα του υποφαινομένου.

- Τον πούστη το Μπρεάνο, άμα τόνε πιάσω στα χέρια μου θα τόνε σκίσω!

- Γιατί, τί σου' κανε ρε;

- Μου πούλησε σκάρτο στάφφ. Άσε που το ψείρισε κιόλας η κουφάλα!

- Σ' έπιασε κότσο ο βλάχος ρε; Εμ, είδες βλάχο; Σ' είδε πρώτος! Καλά να πάθεις! Πού πάς και μπλέκεις μ' αυτόν τον κανάγια μωρή κοροϊδάρα;

Aver-on (από HODJAS, 29/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αργκό των ταξιτζήδων. Η μη υπαγωγή σε εταιρία ράδιο ταξί (νταβατζή). Δηλαδή λεβέντικα, μόνος μου κι όσα βγάλω.

Πόλεμος λέγεται λόγω του μεγάλου ανταγωνισμού, του παραγκωνισμού απ'τα μεγάλα κόλπα (ξενοδοχεία, αεροδρόμια, υπεραστικές διαδρομές, λιμάνια κτλ) και της ταλαιπωρίας που συνεπάγεται η επιβίβαση του κάθε παλάβρα ή χλιμίτζουρα για οποιαδήποτε διαδρομή (κοντινή ή στο διάολο), υπό οιεσδήποτε καιρικές ή κυκλοφοριακές συνθήκες, πρωί ή βράδυ, για να γεμίσει το σακκούλι και ιδίως στο μπουρδέλο της Αθήνας.

Δίχως ιδέες και δίχως σημαίες, δίχως καβάτζα καμιά.

- Δικό σου το ταξί φίλε;
- Μισό-μισό!
- Δουλεύεις με ραδιο-ταξί;
- Μπάαα... Στον πόλεμο είμαι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ιδιωματισμός): Ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου «μπόσ(ι)κος». Αναφέρεται κυριολεκτικώς στα μαλακά μέρη της κοιλιάς ή και στα πόδια (βλ. πιάστον απ' τα μπόσικα).

Μεταφορικώς, το ουσιαστικό σημαίνει το χαλαρό, ασταθές, αδύναμο ή αφύλακτο μέρος του σώματος, πράγματος (π.χ. τιμόνι) ή τοποθεσίας (π.χ. φυλάκιο), ενώ το επίθετο αναφέρεται σε απερίσκεπτο, χαλαρό, νωθρό, αφελή και εν τέλει ευκολόπιστο, συρόμενο ως άθυρμα, άνθρωπο.

Βλ. και έκφραση κρατώ/βαστώ τα μπόσικα = κρατώ σκοπιά, φυλάω τσίλιες, υποστηρίζω τα νώτα / αφύλακτη ή ευπαθή περιοχή, φυλάττω Θερμοπύλας.

Ας παρατεθεί και αληθές περιστατικό εις μπουρδέλον της Θράκης, όπου ένας γερο-ταρνανάς, προκειμένου να πείσει την ιερόδουλον να δεχθεί να την γαμήσει με το υπερμέγεθες πουλί του, την διαβεβαίωνε οτι: Έλα κυρά μου, έλα, μπόσκη είναι, παράν θα πάρεις (!)

Αγνώστου ετύμου.

Να μην συγχέεται με το ομόηχο μπόσσικα, ήτοι τα ανήκοντα στον αρχηγό εγκληματικής οργανώσεως (μπόςς) αντικείμενα.

Π.χ. Μην ψήνεσαι με το κορίτσι, είναι μπόσσικο (του αρχηγού)...

Σ.Σ. Φυσικά και κάνω πλάκα ως προς το δεύτερο, απλώς είπα να προσθέσω κι εγώ μια πινελιά στον ατέλειωτο κατάλογο «κατοχυρωμένων εγκληματικών φράσεων» μιας δράκας κακοποιών, όπως κάνουν μετά ζέοντος θεατρινισμού, πλείστοι όψιμοι πιατσογράφοι δημοσιογραφίσκοι, προϊούσης της επίκαιρης απαγωγής γνωστού επιχειρηματία...

  1. - Ρε σύ, αυτός λιποθύμησε!
    - Πιάστον απ' τα μπόσικα, να τον βάλουμε σε καμιά σκιά!

  2. - Λοιπόν, είμαστε δυο με πέντε, τράβα μπρός εσύ και είμαι εγώ πίσω σου να κρατάω τα μπόσικα.
    - Για μαλάκες ψάχνεις; Εσύ την ξεκίνησες τη μανούρα, πάλι εγώ δηλαδή να βγάλω το φίδι απ' την τρύπα;

  3. Τη γυναίκα μου ούτε που θυμάμαι πώς τη γνώρισα. Πώς βρέθηκα μπόσικος και την πήρα; Θές η αγαμία, θές που ήμουνα φανταράκι άπραγο τότε, με πιέσανε κι οι δικοί της, έκανα και δυο παιδιά, την πάτησα και τραβιέμαι από τότε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψευδο-ιταλοπρεπής χιουμοριστική έκφραση, που δηλώνει νοσταλγία για την τίμια πίτσα, που έφτιαχναν μια φορά οι πιτσαρίες του κώλου στην Ελλάδα, σε κάτι λαμαρινένια συρτάρια βουτηγμένη στα πολυκορεσμένα παλιόλαδα.

Μύριζε λαμαρινίλα κι βγαινε σε δυο μόνο τύπους:

  1. Απλή (λιωμένο κασέρι και ντομάτα κονσέρβα-τώρα τη λένε και καλά «μαργαρίτα») και
  2. Απ' όλα (τα ανωτέρω + σκατόζαμπόν + βρωμομπέικον).

Μετά το 1990, που οι κωλοέλληνες ξεψαρώσανε και ζητήσανε (λέει) ποιότητα κι έτσι, εγκατέλειψαν τις παλιές πιτσαρίες (που μαράζωσαν), στρεφόμενοι σε καινούριες, μουράτες, ντιζαϊνάτες, με δήθεν ευρεία ποικιλία πίτσας-σπαγγέτι (καμία απο δαύτες δεν έχουν ανταπόκριση στην Ιταλία) με υποχρεωτικό ξυλόφουρνο για πιο αισθητική...

Έλα όμως που, ακόμα κι αυτές, οι καλοφαγάδες Ιταλοί δεν τις αναγνωρίζουνε για δικές τους και τις βρίσκουν λαδερές, υπερβολικά παχύ το προζύμι και παραφορτωμένες αλλεπάλληλες επιστρώσεις υλικών, αφού ο λιγούρης νεοέλληνας ζητάει τα πάντα όλα πάνω στην πίτσα, ωσάν να πρόκειται για ποικιλία ούζου...

Το βασικό συστατικό της πίτσας είναι η λιτότητα. Λέει σωστά ο Χατζής «η πείνα τρέφει τα παιδιά κι ο ύπνος τα γερνάει». Η παραδοσιακή ναπολιτάνικη πίτσα, ήταν το φαΐ του φτωχού=Ένα ψωμάκι-πίτα με πασπαλισμένα υπολείμματα απ’ το χτεσινό φαγητό (κανά κρομμύδι, καμιά ελίτσα, φρέσκια ντοματούλα κι όξω απ’ την πόρτα, όπως λένε).

Η πλάκα είναι, ότι κατά πάσα πιθανότητα η πίτσα, έλκει την καταγωγή της απο την αρχαιοελληνική ταπεινή πιτούλα και ιδίως τον πλακούντα με μέλι (όπως περίπου τις φτιάχνουν ακόμα οι ελληνικότατοι Κρήτες στα Σφακιά κι ας λέει ο Καζαντζάκης), ίσως και με κάποιες επιρροές από την Αραπιά.

Άραγε, η νεοελληνική προτίμηση για την πυραμιδωτή (τίγκα στο δευτεράντζα υλικό) πίτσα με τα κάλπικα όσο και βαρύγδουπα ψευτο-φράγκικα ονόματα, έρχεται σε προφανή αντίθεση προς το ελληνέζικο «μηδέν άγαν» και καταδεικνύει το ποσοστό μας σε περιεκτικότητα ελληνικής παιδείας (!)

Σ.Σ. Προκειμένου να παρηγορηθούν οι ελληνολάτρεις, να προστεθεί ότι η εγκλέζικια λέξη «μπέικον» είναι ελληνικής προελεύσεως, διότι προέρχεται απο το τριγενές και τρικατάληκτον ουσιαστικοποιημένον επίθετον ο μπέικος-η μπέικια-το μπέικον, επίρρημα: μπέικα (την περάσαμε), βλ. άλσος Βεΐκου και προέρχεται από την υποτακτική του ρήματος βαίνω (βλ. το Ηρακλειτιώτικο «τα πάντα ρει και ουδέν μένει, δις ες τον αυτόν ποταμόν ουκ αν εμβαίης»)!

-Πάμε για κανά βρώμικο;
-Εγώ ψήνομαι για πίτσα λαμαρίνα. Έχει ένα χλιμίτζουρα εδώ στη γωνία. Είσαι;
-Τί’ πες τώρα; Φύγαμαν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified