(Πάτρα-Ιόνιο): Βάζω σε μπελάδες, ταλαιπωρώ, πιέζω κάποιον.

Εκ του ιδιωματικού τρόκολο (σταφυλοπιεστήριο-μηχανικό πατητήρι) < βενετ. torcolo και ήδη σήμερα ιταλ. torchio < λατιν. torculum < ρημ. torqueo = σφίγγω, περιστρέφω.

  1. Καθόμουνα ήσυχος στ' αβγά μου κι ήρθε εκείνος ο ξαδερφός μου -πανάθεμάτονε- και μ' έβαλε στο τρόκολο ν' αγοράσω λέει μετοχές της Χ εταιρείας γιατί αλλιώς θα' χανα τα λεφτά μου αν τα άφηνα στην τράπεζα. Τί τα' θελα και τον άκουσα, πήρα τα τρία μου...
  2. -Πάω έξω για ψώνια, θες τίποτα;
    -Με την κάρτα μου;
    -Εμ, με τί; Με το πενηντόφραγκο απ' το ΑΤΜ;
    -Κοίτα μη με βάλεις στο τρόκολο να πληρώνω τζερεμέδια κάθε μήνα στους κερχανατζήδες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ναυτικό): Έκφραση που απαντά στην ερώτηση «πώς σε παίζει [η τάδε Υπηρεσία];», προκειμένου ο ερωτών να σχηματίσει άποψη για το ποιόν της θητείας σου και δηλώνει την συχνότητα / αναλογία βαρδιών (δηλ. «ένδον» / μέσα στο στρατόπεδο) ανά έξοδο (δηλ. πούλος), η οποία μετριέται σε νούμερα που αντιστοιχούν σε ημέρες της εβδομάδας.

Όσο μεγαλύτερο το δεύτερο νούμερο, τόσο καλύτερη θεωρείται η θητεία κατά τεκμήριο (γιατί μπορεί και να παίζουν άλλα αθέατα ζόρια π.χ. λίγες βάρδιες αλλά στου διαόλου το ξεσταύρι, δυσανάλογα μεγάλη ευθύνη, μαύρη μονάδα, πολλές κλάρες / καμπάνες κλπ-κλπ ή να είναι τσατσοπαγίδα, π.χ. λίγες βάρδιες ,αλλά εσύ κάνεις τις χειρότερες, αφού όπως λέγεται «το μεγάλο βύσμα τρώει το μικρό», κυριλέ Υπηρεσία όπου οι άλλοι δεν είναι απ’ αυτούς που ξέρουν κάποιον αλλά απ’ αυτούς που τους ξέρουν, οπότε θα τα φας όλα μόνος σου, καθημερινή εξόδου μεν, αλλά είτε σ’ αφήνουν να φύγεις στις εφτά το βράδυ ή ως οδηγός του Αρχιπιστολέρο μεν, αλλά τραβιέσαι κάθε μέρα από το σπίτι σου στις 3:00 το πρωί για να παραλάβεις το όχημα στην κοντινότερη Υπηρεσία στις 4:00, για να είσαι στο σπίτι του Ναυαρχούκου στις 5:00 και να φτάσεις Σαλαμύκονο στις 7:00 και πάλι πίσω το ίδιο όταν τελειώσεις, τον συνοδεύεις στις δεξιώσεις ή στα γκομενικά του, σε στέλνει για ψώνια και δωράκια για την κυρία ή/και το αίσθημα, κάθεσαι μέχρι αργά το βράδυ να τελειώσει με τα επιτελεία του κλπ-κλπ, οπότε δώρον άδωρον) η Υπηρεσία που βρίσκεται ο ναύτης, λόγω περισσοτέρων εξόδων.

Έτσι, π.χ. Με παίζει τρεις/μία = τρεις ημέρες μέσα / μία έξω, ενώ, μία/τρεις σημαίνει το αντίστροφο.

Βασικά οι κληρωτοί ναύτες (καθώς και όλοι οι στρατιώτες), παρουσιάζουν μια σταθερή ροπή να θέλουν να είναι όσο το δυνατόν έξω απ’ το στρατόπεδο. Σ’ αυτό ταυτίζονται με τους βαθμοφόρους, με την διαφορά ότι των τελευταίων είναι η δουλειά τους.

Γι’ αυτό, πάντοτε συμπληρώνεται η έκφραση από διευκρίνιση ως προς το (ιερό) Σαββατοκύριακο (Σού-Κού), π.χ. λες δύο/μια και Σου/Κου οφφ (δηλ. ελεύθερος) ή δύο/μια σκέτο, που σημαίνει ότι το Σαββατοκύριακό σου θα τεμαχιστεί αναλόγως στο πώς θα κάτσουν οι μέρες (γι’ αυτό είναι πολύ σημαντικό πότε θα οριστεί η πρώτη σου βάρδια και εννοείται ότι το οπλονομόπαιδο θα εξασφαλίσει στον εαυτό του και στους κολλητούς του τις βάρδιες που έχουν το Σου-Κου οφφ και θα αλλάξει το βαρδιολόγιο, όταν έρθει η σειρά σου). Ο βαθμοφόρος οπλονόμος, θα περιοριστεί να πει «μην τσακώνεστε» ή «βρείτε τα μόνοι σας παιδιά»...

Ειδικότερη ορολογία υφίσταται για την συνηθέστερη αναλογία του ναυτικού (είτε σε υπηρεσία ξηράς είτε όταν το πλοίο είναι «εν όρμω») μία/μία, η οποία διευκρινίζεται ως:
α) Με παίζει μια/μια σκέτη (δηλ. π.χ. Δευτέρα μέσα, Τρίτη έξω, Τετάρτη μέσα, Πέμπτη έξω, Παρασκευή μέσα και Σου-Κου όφφ).
β) Με παίζει μια/μια καραβίσια (δηλ. π.χ. Δευτέρα μέσα, Τρίτη έξω, Τετάρτη μέσα, Πέμπτη έξω, Παρασκευή μέσα, Σάββατο έξω και Κυριακή πάλι μέσα – και δε σε χάλασε καθόλου.

Η μία/μία είναι μαλακία (και ιδιαίτερα η καραβίσια που σου γαμεί το Σαββατοκύριακο – και την διάθεση), γιατί ουσιαστικά έχεις μισή μέρα ελεύθερη (μετά τις 15:00) για κάθε δύο μέσα, χώρια που πηγαινοέρχεσαι συνέχεια στη μονάδα και ταλαιπωρείσαι (κάνεις ωτοστόπ ή παίρνεις 3-4 μέσα συγκοινωνίας ή πληρώνεις βενζίνες, διόδια, ταξί κλπ).

Έτσι, υπάρχουν και ναύτες που είτε δεν έχουν πού να πάνε (είναι από άλλο μέρος) είτε βαριούνται το πήγαιν-έλα και προτιμούν να μένουν μέσα στην έξοδό τους.


Σημείωση: Το σύστημα βαρδιών / εξόδων-αδειών του Ναυτικού, γίνεται ελάχιστα κατανοητό ή αποδεκτό από όσους υπηρετούν σε άλλα Όπλα, θεωρώντας το «βυσματικό» λόγω των λιγότερα σκληρών συνθηκών (ευγενέστεροι βαθμοφόροι και συστρατιώτες, λιγότερες ασκήσεις και φυλακές, καθόλου σκηνάκια, χαλαρότερη πειθαρχία, καλύτερες συνθήκες και μεταθέσεις, πιο φλου εμφάνιση κλπ) και περισσότερων εξόδων και αδειών (π.χ. στον Στρατό Ξηράς μπορεί να κάνεις και 30-60 μέρες χωρίς καν έξοδο, πόσο μάλλον διανυκτέρευση και «όφφ»).

Βέβαια, αυτό δεν είναι απόλυτο, διότι υφίστανται και υπηρεσίες των άλλων Όπλων βυσματικές (π.χ. υπηρεσίες Υλικού Πολέμου για τραγουδιάρηδες και κλωτσομπάληδες, κουφές ειδικότητες –π.χ. «σιτιστής ωδικών πτηνών» ή «χειριστής φωτοαντιγραφικού» στην Αεροπορία, δουλειές γραφείου κλπ), ενώ και στο Ναυτικό μπορεί να βρεθείς π.χ. σε μεικτή υπηρεσία (και να’ χεις από πάνω σου καναν καραβανά τέθωρα και να στενάξεις) ή σε ΝΑΤΟϊκή βάση (και να κάνεις στην ουσία θητεία αμερικάνων πεζοναυτών υπό τις έμμεσες διαταγές τους) ή σε υπηρεσία που έχει πάρε-δώσε με τα ΟΥΚ (και να κάνεις την καρπαζά προσφάι) ή οδηγός ασθενοφόρου (και να μαζεύεις διαμελισμένα πτώματα από ατυχήματα) κλπ-κλπ. [Όλα αυτά έχουν γίνει].

Κάπου λοιπόν έχουν δίκιο και κάπου έχουν άδικο. Ωστόσο, υπάρχουν ιστορικές και δομικές διαφορές του Ναυτικού και των άλλων Όπλων:

i. Το Ναυτικό έγινε «βυσματικό» μόλις πρόσφατα (πριν καμιά δεκαριά χρόνια), όταν καταργήθηκε η θητεία σε πολεμικά πλοία και εξισώθηκε ο χρόνος της με τα άλλα Όπλα (παλιότερα ήταν 4-6 μήνες μεγαλύτερη από την ελάχιστη διάρκεια, δηλαδή 21-24 μήνες, κάποτε έφτασε και τους 38 !) και τούτο διότι η ναυσιπλοΐα και τα οπλικά συστήματα έχουν πλέον ηλεκτρονικές λειτουργίες και ο μοντέρνος πόλεμος γίνεται περισσότερο από ειδικευμένους χειριστές (επαγγελματίες με γνώσεις ναυτοσύνης και απαραίτητα Η/Υ) παρά από ναφτόπουλα, που ψευτο-εκπαιδεύονται 2-3 μήνες και που ούτε η δουλειά τους είναι αυτή, ούτε και θέλουν να την κάνουν. Δηλαδή είναι cost ineffective να κρατάς ειδικά ναύτες κληρωτούς, παρά μόνο για αγγαρείες συντήρησης / καθαρισμού κι ο μόνος λόγος που συνεχίζουν να υπάρχουν, είναι ότι «δεν υπάρχουν χρήματα» για να δοθούν οι δουλειές αυτές έξω (περί ων κατωτέρω).

ii. Μέχρι τότε όμως, η θητεία σε πολεμικό καράβι από πολλές απόψεις ήταν εξ ίσου άσχημη (αν όχι χειρότερη) με τις ειδικές δυνάμεις (συνέχεια γυμνάσια και ασκήσεις, μακριά ταξίδια διάρκειας μέχρι και 6 μηνών το καθένα – πόρτο μια φορά το μήνα και σε άθλια μέρη που δεν τολμούσες καν να βγεις για βόλτα, κακοκαιρίες, ατελείωτες εργασίες, δεδομένου ότι το πλοίο θέλει συνέχεια συντήρηση, συχνά ασθένειες και ατυχήματα, μηχανικοί θόρυβοι παντού, στενάχωρα ενδιαιτήματα – ξεσπούσαν καβγάδες με ακροσωλήνια για το παραμικρό, άθλιο φαγητό, σπάνη πόσιμου νερού, απουσία υγιεινής – κατσαρίδες και αρουραίοι παντού και καθαριότητας – μέσα στη μουτζούρα και στα λάδια, καμπάνες βροχή, πειθαρχία άτεγκτη κλπ-κλπ) και όλα αυτά σε καιρό ειρήνης (και δεν χρειάζεται να αναφερθούμε σε ακόμα παλιότερες εποχές όπου οι ναύτες έπιναν τα ούρα τους ελλείψει νερού, γαμούσαν ο ένας τον άλλο σε βαρέλια – βλ. ιταλ. αργκό uomo di botte, ναυαγούσαν και καννιβάλιζαν, μπεκρούλιαζαν ολημερίς, μαχαιρώνονταν και τους μαστίγωναν για ψύλλου πήδημα – βλ. αγγλ. έκφραση rum sodomy and the lash, τους κρεμούσαν απ’ τα κατάρτια, τους λείπαν μέλη από ατυχήματα, καβγάδες και ρεσάλτα και ψοφολογούσαν απ’ τις αρρώστιες). Σε καιρό πολέμου το πλοίο είναι το πιο εκτεθειμένο όπλο: βάλλεται από τον καιρό, από ξηρά, από αέρα, από επιφάνεια και από βυθό θάλασσας και δεν έχεις από πουθενά διαφυγή, δηλαδή είναι το σπίτι και ο τάφος του ναύτη (!)

iii. Έτσι, η ειρωνική έκφραση των άλλων Όπλων ότι δήθεν «Η Αεροπορία βομβαρδίζει, ο Στρατός καταλαμβάνει τα εδάφη και το Ναυτικό οργανώνει την επινίκια δεξίωση» [πράγμα που αναφέρει εμμέσως και ο Jack Nicholson ως σκληροτράχηλος πεζοναύτης Colonel Jessup στην ταινία A Few Good Men με απαξίωση προς το νεαρό αξιωματικό του Ναυτικού Tom Cruise «No, I like all you Navy boys. Every time we 've gotta go someplace to fight, you fellas always give us a ride...», προφανώς αναφερόμενος στα αποβατικά ή αρματαγωγά ως «ταξί» που μεταφέρουν αμφίβιες δυνάμεις], είναι εντελώς λάθος. Σ’ έναν πόλεμο (γιατί η θητεία για τέτοιο πράγμα προετοιμάζει), ο καθένας έχει τον ρόλο του (και το ζόρι του), oπότε ας μην παραπονιούνται οι φαντάροι κι οι σμηνίτες. Worse things happen at sea…

iv. Η πειθαρχία (και η εμπιστοσύνη) στον Κυβερνήτη και τον Ύπαρχο ήταν και είναι δεδομένη (βέβαια, για μικροπαραπτώματα, οι καμπάνες πέφτουν αβέρτα από το μαντρόσκυλο, τον οπλονόμο). Δεν χρειάζεται επίδειξη δύναμης κάθε τόσο, γιατί έχουν μια πραγματική δουλειά στα χέρια τους οι άνθρωποι. Οι δε υποβρυχιάδες δεν φορούν καν στολάρες, οχτάρες και ταρατατζούμ, παρά μόνο φόρμα ντόκ. Αν παραιτηθούν ή αποταχθούν, ξέρουν τι να κάνουν. Αυτό δεν συμβαίνει με τους αξιωματικούς των άλλων Όπλων (με εξαίρεση τους μηχανικούς και τους ιπτάμενους πιλότους). Είναι ναυτικοί και είναι οι μόνοι που ξέρουν πού, πώς και γιατί θα σε πάνε όπου σε πάνε και η σωτηρία σου είναι αποκλειστικά στα χέρια τους, δεδομένου ότι ούτε γνώσεις ναυσιπλοΐας έχεις ούτε και έχεις διαφυγή από πουθενά. Η μόνη εξαίρεση είναι όταν οι συνθήκες γίνουν αφόρητες (π.χ. κούραση + παράσιτα + κυρίως χάλια φαγητό = στάση) και γι’ αυτό το λόγο το Βασιλικό Βρεταννικό Ναυτικό έχει ένα μότο ότι «The Royal Navy Sails on its Stomach» (!)

v. Κάθε πολεμικό πλοίο είναι μια Μονάδα, στην οποίαν ο Κυβερνήτης απολαμβάνει μιαν ιδιαίτερα ευρεία αυτονομία (εν πλω). Είναι έξω στην θάλασσα, στ’ ανοιχτά και φιλτράρει τις κεντρικές διαταγές, κατά το δοκούν.

vi. Είναι παραδοσιακά το «δημοκρατικότερο» Όπλο των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων (βλ. Α/Τ Βέλος κλπ), οι δε σκληρές συνθήκες διαβίωσης στο στενάχωρο πλοίο σφυρηλατούν ιδιαίτερα στενούς δεσμούς (innuendo unintended) μεταξύ του προσωπικού αλλά και καθενός με το πλοίο «του».

vii. Οι μάχιμοι αξιωματικοί κατάγονται συνήθως από αστικές οικογένειες με ναυτική παράδοση και εκπαιδεύονται στην Σχολή τους με ένα ιδιότυπο αριστοκρατικό σύστημα (εγγλέζικης προέλευσης), το οποίο τους απωθεί να ασχοληθούν με το αν ο τάδε ή δείνα ναύτης φοράει σωστά τη μπελαμάνα του ή αν καπνίζει εν ώρα υπηρεσίας. Το θεωρούν μπανάλ, όπως και τους κατώτερους αξιωματικούς (καραβόσκυλα – συνήθως Πειραιώτες ή Μπακαούκες), οπότε δεν σκαλώνουν σε μαλακίες.

viii. Τα πιλάφια κατάγονται κατά συντριπτική πλειοψηφία από ή διαμένουν στην Αττική, διότι η έδρα του Ναυτικού είναι (κατά 80 % των υπηρεσιών) στην Αττική, με ό,τι μπορεί να συνεπάγεται αυτό (από τη μία δεν έχεις τις μαλακίες της Επαρχίας, από την άλλη σχεδόν όλες οι μεταθέσεις είναι σε ακτίνα το πολύ 20 χλμ από το σπίτι τους και γνωρίζονται όλοι – κλίκα, κουτσομπολιά, ξενοπηδήματα ο ένας τη γυναίκα τ’ αλλουνού, διαφθορά, ρεμούλες, συγκαλύψεις κλπ). Η λεγόμενη «Μεγάλη Ναυτική Οικογένεια» έχει και σκατένιες πτυχές (σκατόπτυχη)...

ix. Οι ναύτες κατά συντριπτική πλειοψηφία, κατάγονται / επιλέγονται (;) από την Αθήνα (30 % τοπικά λόγω πληθυσμού και 10 % κοινωνικά λόγω βύσματος) και τον Πειραιά (40 % συνήθως λόγω ειδικοτήτων) και ό,τι περισσεύει (20 %) από τα μεγάλα λιμάνια της Ελλάδας (π.χ. Πάτρα και Θεσσαλονίκη, που έχουν δικές τους διοικήσεις και διάφορα νησιά π.χ. Κρήτη που έχει ναύσταθμο και βάση, Χίος, Κέρκυρα κ.α.) κι έτσι δεν συναντά κανείς ούτε σοβαρά προβλήματα μεταθέσεων, ούτε σημαντικές πληθυσμιακές αναμοχλεύσεις, ούτε και μεγάλες αποκλίσεις στην συμπεριφορά του προσωπικού.

x. Ο ναύτης δεν είναι στρατιώτης, είναι εργάτης (εξ ου και η στολή αγγαρείας του, που είναι σαν αυτή που φορούν στα συνεργεία). Συνεπώς, πιο πολύ επαφή έχει με στουπιά και μηχανές, παρά με κουμπούρια. Η ίδια η φύση της ναυτικής εργασίας παρουσιάζει σοβαρές διαφορές με την κοινή εργασία στην ξηρά ακόμα και στο ιδιωτικό δίκαιο.

xi. Το καράβι γεννάει δουλειές αφ’ εαυτού ως ζων οργανισμός κι έτσι δεν είναι ανάγκη ντε και σώνει να σε χώσουν να κάνεις κάτι που δεν χρειάζεται, μόνο και μόνο για να πήξεις. Αυτό το καταλαβαίνεις και μόνος σου ότι είναι δουλειά που πρέπει να γίνει (πρώτα-πρώτα μένεις εκεί μέσα και ανησυχείς για την ασφάλειά σου).

Αντιθέτως, στα άλλα Όπλα, η βασική αρχή είναι να βάζουν οι βαθμοφόροι τον στρατιώτη να τρέχει έστω και χωρίς λόγο, προκειμένου να μην χαλαρώνει το ηθικό και η ετοιμότητά του, διαφορετικά καταλήγει σε νοοτροπία χαρακωμάτων του ΒΒ Ι (και τι θέλουμε εμείς εδώ σ’ έναν ιμπεριαλιστικό πόλεμο, και δώστου ψιλοκουβεντούλες και γκρίνιες για το φαγητό και τους αρουραίους και άντε ποίηση και αναπολήσεις και όταν με το καλό τελειώσει η μάχη του Ύπρ, θα παντρευτώ την Γκγουέντολιν στο Τραλή και τι έχουν να χωρίσουνε Τόμμυ και Μπόςς εργάτες κλπ-κλπ), η οποία [για πόλεμο], δεν ενδείκνυται.

Είναι λογικό λοιπόν να διαφέρει τόσο σε νοοτροπία όσο και σε ποιότητα θητείας από τα άλλα Όπλα.

Όμως, πολλά προνόμια ή παραδόσεις του Ναυτικού (π.χ. δικαιολογείται να μην ξυρίζεσαι λόγω έλλειψης νερού ή να αφήνεις μακριά μαλλιά για να σε βουτήξουν από ’κεί αν πέσεις στη θάλασσα ή να είναι σε μαύρο χάλι η στολή σου λόγω συνεχών αγγαρειών σε μηχανήματα, ειδική περίθαλψη «Οίκος Ναύτου» ή «Κατ’ Οίκον Νοσηλεία»«οίκο νοσηλείας» όπως τον λένε, που δεν γράφεται στο αδειολόγιο λόγω συχνών ασθενειών-ατυχημάτων, κούτες με γάλα κονσέρβα εβαπορέ για να μην πάθουν τα κόκαλα από την θάλασσα και την λαμαρίνα, άγραφες άδειες άκοπα «από τον Κυβερνήτη» χωρίς έλεγχο στα φυλάκια, χαλαρά πειθαρχικά μέτρα, βελτιωμένο -πλέον- φαγητό κλπ-κλπ), που προέρχονται (έχοντας κερδηθεί) από την σκληρή θητεία στα πλοία, πλέον έχουν κατοχυρωθεί και στις υπηρεσίες ξηράς, μάλλον αδικαιολόγητα, αρχής γενομένης βέβαια από τα ίδια τα πιλάφια του ντόκου, που βυσματώνονται για να φύγουν απ’ τα πλοία για να κοπροσκυλιάζουν όλη μέρα στα γραφεία και μετά επιδιώκουν να λάβουν επιδόματα, αποζημιώσεις και άδειες των πλευσίμων και τσακώνονται ποιος θα πρωτοπάρει τις καλύτερες ημέρες άδειας και τις περισσότερες κούτες γάλα (που δικαιούνται οι πλεύσιμοι και λύσσαξαν να εξισωθούν και οι άστολοι), για να τα πουλήσουν μετά έξω...

Σήμερα, το Ναυτικό είναι μια μετέωρη κατάσταση. Ενώ στην πραγματικότητα ο κύριος ρόλος του είναι στα πολεμικά πλοία, από τη μία δεν χρειάζεται κληρωτούς ναύτες για καράβια, από την άλλη (λέει ότι) δεν έχει λεφτά για ιδιωτικές υπηρεσίες καθαρισμού, συντήρησης, φύλαξης, σίτισης κλπ. Είναι καθαρά θέμα πολιτικού προγραμματισμού. Κάθε τόσο εξαγγέλλεται ότι θα καταργηθεί η θητεία στο Ναυτικό (και στην Αεροπορία), λόγω της ολοένα και περισσότερο τεχνικής φύσης των Όπλων αυτών και κάθε τόσο παίρνει και από μια «τελευταία» ΕΣΣΟ, άλλοτε μεγάλη άλλοτε μικρή.

Αποτέλεσμα: Η «τελευταία» μικρή ΕΣΣΟ ξεκωλιάζεται στις αγγαρείες, διότι δεν στέλνουν καινούρια ενώ (τελικά αποδεικνύεται ότι) χρειάζεται (π.χ. απρόβλεπτες ανάγκες, δεν πέρασαν εξετάσεις ή δεν προσήλθαν ή παραιτήθηκαν αρκετοί επαγγελματίες ή δεν υπάρχουν λεφτά για πρόσληψη άλλων ή η επόμενη προκήρυξη είναι σ’ ένα χρόνο κλπ) και μετά όταν αυτό γίνει αντιληπτό, στέλνουν σωρηδόν 2-3 μεγάλες ΕΣΣΟ (από 1.000 άτομα η καθεμία), να ξεμπουκώσει το σύστημα και μετά δεν φτάνουν τα ενδιαιτήματα (ή και η σίτιση και ο ιματισμός) για όλους, πληρώνει το Κράτος ένα σκασμό λεφτά για την συντήρησή τους (ίσως και παραπάνω απ’ όσα «δεν είχε» για να προσλάβει επαγγελματίες), δεν ξέρει τι να τους κάνει και πού να τους βάλει και δίνει αβέρτα άδειες και εξόδους...

Έτσι, με την κατάργηση της θητείας σε πολεμικά πλοία και την εξίσωση του χρόνου διαρκείας της με τα άλλα Όπλα, ο ναύτης πλέον απολαμβάνει μόνο τα προνόμια και όχι τα ζόρια του ναυτικού, στη σαπίλα του ντόκου (μαζί με χοντροκώληδες κι αργόμισθους πιλάφες) και για ούτε μέρα παραπάνω απ’ όσο τραβιούνται τα φαντάρια στα άλλα Όπλα που έχουν πραγματική χρεία εργατικών χεριών, με καμπάνες, καψόνια, ασκήσεις και μαλακίες (και χωρίς αυτές) και πολλές φορές υπεράριθμος ως προς τις πραγματικές ανάγκες του Ναυτικού (που τον ταΐζει και τον ποτίζει χωρίς να τον χρειάζεται και χωρίς να κάνει και πολλά-πολλά και τον πληρώνει ο μαλάκας ο φορολογούμενος), οπότε παίρνει συχνές και μεγάλες άδειες και εξόδους.

Είναι λογικό λοιπόν, το Ναυτικό να τραβάει τα πιο εξέχοντα μέλη της κοινωνίας...

- Εσένα πού σε στείλανε;
- ΝΑΣΣΚΥ (Ναυτικός Σταθμός Σκύρου) σε φυλάκιο μόνος μου.
- Ε, ρε φίλο πακέτο...
- Εσένα;
- Σαλαμύκονο ΔΚ (Διεύθυνση Καυσίμων)
- Πώς σε παίζει;
- 1/1 καραβίσια, γάματα! Εσένα;
- 15 μέσα/15 όφφ, πώς σου φάνηκε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτίθεμαι, αποκαλύπτομαι, ξεφτιλίζομαι.

Αργκό που προέρχεται από τις μπουζουκλερί «βγαίνει το πρόγραμμα» δηλ. οι τραγουδιάρες στην πίστα = σε κοινή θέα.

Συνώνυμα: Βγαίνω στην πίστα / σέντρα / στον τάκο / στο ικάντιο (παραφθ. εκ του Επτανησιακού «ινκάντο» < ιταλ. incanto = δημόσιος πλειστηριασμός της περιουσίας κάποιου μετά από κατάσχεση = μτφ. διαπόμπευση / χλεύη) κλπ, βγαίνω φόρα (παρτίδα), με παίρνουνε χαμπάρι / πρέφα / κάβο κλπ.

Αφιερωμένο σε Ironick.

  1. Αγόρι, μην την κοζάρεις στο έτσι τη γυναίκα, βγαίνεις πρόγραμμα.

  2. - Λοιπόν, θα μου τα δώσεις τα κλειδιά για τη γκαρσονιέρα;
    - Ναι, αλλά κάτσε πρώτα να στείλω τη δικιά μου στη μάνα της, σιγουρέψου κι εσύ ότι θα φύγει για το ταξίδι η δικιά σου, γιατί έτσι και σφυρίξει τίποτα η μια στην άλλη, βγήκαμε πρόγραμμα.

  3. - Ρε συ τι λέει, αυτή η μπίζνα με τα [...]* είναι σόι; - Η φάση βρωμάει φίλος, αλλά έχει χαρτί.
    - Παίζει να μπω κι εγώ να βγάλω κανα μεροκάματο;
    - Να δω φως όμως, γιατί σε λένε για πεθαμένο και με το συγγνώμη δηλαδή...
    - Ρε, μπαίνω με 30 χιλιάρικα και πάω μ' όποιον τα 'χει**.
    - Εντάξει, αλλά ρελαντί και τουμπέκα σου, μη βγούμε πρόγραμμα στα παιδιά.


  • [...] = οποιαδήποτε (big/small time) καινούρια επιχειρηματική δραστηριότητα στα όρια της νομιμότητας (συνήθως αρπαχτή), που αποφέρει γρήγορο και εύκολο κέρδος και που διαρκεί μέχρι να γίνει Β κοινό και να θεσμοθετηθούν κανόνες, οπότε είτε γίνεται δυσκολότερη (π.χ. αποφέρει λιγότερο, έχει περισσότερο ανταγωνισμό, έξοδα, ρίσκα, φορολογία κλπ) είτε εξαλείφεται ως νέτα-σκέτα παράνομη.

** «Πάω μ' όποιον τα 'χει» = μπαίνω / ποντάρω καθυστερημένα σε κόλπο που έχει ήδη ξεκινήσει πάνω σ' αυτόν που κερδίζει (παλιά χαρτοπαικτική έκφραση, ακόμα εν ισχύ σε κύκλους άνω των -ήντα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ίχνη τροχοπέδησης – πλάγιας ολίσθησης στο εσώβρακο απο αδέξια μανούβρα του κώλου (διότι ο φέρων δεν είχε διαρκώς τεταμένη την προσοχή του, ώστε να εκτελεί τους απαραίτητους χειρισμούς κάθε στιγμή κλπ-κλπ που λέει κι ο ΚΟΚ).

Αγγλιστί: Skid mark.

- Θα βάλω πλυντήριο με άσπρα, έχεις τίποτα για πλύσιμο;
- Κοίτα στο καλάθι...
- Α, καλά! Αυτό το σώβρακό σου με το κωλοφρενάρισμα στη μέση, θα το βάλω με τα σκούρα. Κοίτα ’δώ, Monza το’ κανε το σώβρακο, να σε χαίρεται η μανούλα σου, λεβέντη μου!
- Δε γαμείς...

κωλο-μπαντιλίκια... (από MXΣ, 21/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δοκιμή sample ναρκωτικών, όπου κάποιος μεσάζων φέρνει κατ' οίκον δείγμα δωρεάν (όπως παλιά με τις επιδείξεις τάπερ), προκειμένου να εξακριβωθεί η ποιότητα και να αγοραστεί μεγαλύτερη ποσότητα.

- Πήρε ο Γιώργος τηλέφωνο και είπε ότι ψώνισε.
- Έχει τίποτα καλό για μας;
-Να του πω να φέρει τίποτα από 'δώ, να κάνουμε ένα test drive; Κι άμα είναι, παίρνουμε κι εμείς από ένα ταληράκι.
- Πάρε Γιώργο!

Σ.τ.Μ. Η συνήθης μονάδα μέτρησης σε δραχμές ήταν 5.000 και άνω (ανά πεντοχίλιαρο), οι δραχμές αντικαταστάθηκαν από τα ευρώ από το 2001 (Ν. 2842/2000), η συναλλαγή στο παράδειγμα υπολογίζεται σε δραχμές, άρα η πράξη τελέστηκε πριν την 01-01-2001 και φέρει πλημμεληματικό χαρακτήρα, οπότε σήμερα έχει υποκύψει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 111 παρ. 3 ΠΚ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κολλώδης αίσθηση και όψη στο ρουθούνι, συνεπεία εισπνοής κρυστάλλων κοκαΐνης.

Καθάρισε τη μύτη σου ρε παπάρα! Έχεις καραμελώσει και καρφώνεσαι.

Got a better definition? Add it!

Published

Αποτρεπτικό θραύσης όρχεων.

Λιτή και περιεκτική έκφραση, που ανάγεται στην θειτσίστικη αποτροπή προς νήπιο, από το π.χ. να παίξει με θορυβώδες παιχνίδι (κοιμάται το μπλιμπλίκι), να τζολέψει εύθραυστο αντικείμενο (κοιμάται η τζαμαρία), να κάνει επικίνδυνη ταρζανιά (κοιμάται η κούνια), να ζητήσει παραμύθι (κοιμάται το βιβλίο) και εν γένει να της σκοτίσει το παπάρι.

Η απώτερη προέλευσή της, αποτελεί απήχηση της προσωποποίησης των παιχνιδιών στην παιδική συνείδηση (ότι το παιχνίδι «είναι ζωντανό»), π.χ. ο διαολής ήθελε να παίξει με κάποιο κουτσούνι/αρκουδάκι κλπ way past his/her bedtime, οπότε η παραμάνα με την έκφραση αυτή, πετύχαινε διά μιας να πείσει το ζερζεβούλη αφ' ενός ν' αφήσει το αρκούδι και να μην το (δηλ. την) ενοχλεί, τακτοποιώντας το σε κάποιο ψηλό ράφι (αφού καικαλά «κοιμάται το τσαμένο»), αφ' ετέρου σαν καλό παιδάκι να κάνει κι αυτό το ίδιο (δηλ. να πάει για νάνι), ώστε να ησυχάσει κομμάτι και δαύτη (η δόλjα).

Πάντως, η καταχρηστική επέκταση της προσωποποίησης στα πάντα όλα (δηλ. και σε αντικείμενα άσχετα με παιχνίδια αυτά καθ' αυτά), καθώς και η εμμονή στο πάτημα τσιρίδων σε κλίμακα «μη», είναι ενδεικτικά της τάσης των περισσοτέρων νταντάδων, να προτιμούν να προσέχουν μουγκά, καθηλωμένα ή σε κώμα πεσόντα παιδιά, για να δουν τηλεόραση με την άνεσή τους.

  1. (Η Περιέργεια)
    - Πώ ρε φίλε! Τί γαμάτο ηχοσύστημα είν’ αυτό; Καινούριο; Να σου πώ, παίζει και MP-3; Αυτό το κουμπάκι τί είναι;
    - Άστο, κοιμάται τώρα.

  2. (Έρως ο Λυσιμελής)
    - Μωρό μου, πόσον καιρό έχουμε να κάνουμε σέξ; Οι βυζάρες σου με τρελαίνουν!
    - Πάρ’ τα κουλάδια σου. Κοιμάται τώρα.

  3. (Η Έξοδος)
    - Είσαι να πάμε σε κανα κουτούκι Δράτσα μεριά;
    - Τρελός είσαι ρε; Πού να τραβηχτούμε εκεί κάτω;
    - Έλα ρε, τόσον καιρό έχουμε να βγούμε, ωραία θα ’ναι.
    - Κοιμάται τώρα.

  4. (Το Χρησιδάνειον)
    - Σεβαστέ μου πατέρα, μου δίνεις μια τα κλειδιά απ’ το αμάξι να πάω σε μια δουλειά; Σε μισή ώρα-τί λέω-δέκα λεπτά, θα στο φέρω πίσω. Ε; να το πάρω;
    - Κοιμάται τώρα.

Δες και γειώσεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Πάτρα)

ξεβαφτίζω: μπινελικώνω κάποιον σε τέτοιο βαθμό (συνήθως εμπλέκοντας θεία πρόσωπα σε άσεμνες στάσεις), που δεν μένει πια τίποτε ιερό πάνω του (βλ. χέζω/«λούζω» πατόκορφα)

ξεβαφτίζομαι: μπαινοβγαίνω συχνά στο νερό (θάλασσα ή μπανιέρα).

Καίτοι οι πατρινοί τυγχάνουν ιδιαίτερα θρήσκοι (και θρησκόληπτοι), παρατηρείται το οξύμωρο, η λαϊκή δοξασία να θεωρεί εξαιρετικά επιφανειακό και πρόσκαιρο το εξ απαλών ονύχων «επίχρισμα» της βαπτίσεως, ώστε να αποκολλάται ευχερέστατα, συνεπεία ύβρεως ή ύδατος, αντιστοίχως.

  1. - Μήτσε, πήρε ο προμηθευτής και είπε δε θα’ ρθει σήμερα, του ’τυχε δουλειά λέει. Άμα είναι αύριο πρωί-πρωί.
    - Αύριο; Τί μαλακίες είν’ αυτές; Και τί θα κάνω εγώ σήμερα που δε μου’ χει μείνει στόκ; Για βρες μου το τηλέφωνό του, ναν τονε ξεβαφτίσω, να σου πώ εγώ...

  2. - Μάααακηηηη! Πιπίιιιιτσαααα! Βγείτε επιτέλους απ’ τη θάλασσα βρωμόπαιδα, που ’χετε μελανιάσει και τρέμετε σα ζαγάρια! Ξεβαφτιστήκατε πιά!
    - Μάλιστα μητέρα.

  3. - Επρόπερσυ το καλοκαίρι με τους καύσωνες, που ’χε χτυπήσει σαρανταπεντάρια, έκανα ίσαμε 5-6 ντούς τη μέρα!
    - Είσαι κι εσύ των άκρων, βρε παιδί μου. Ή που θα ξεβαφτίζεσαι ή καθόλου;
    - Δεν το πήρα;! Εγώ κάνω κάθε μέρα μπάνιο.
    - Ε, τότε ν’ αλλάζεις το νερό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δημοσιογραφική αργκό για τον εξωνημένο ρεπόρτερ-εκτελεστή, που παίρνει εντολή από τους πάτρονές του, να «σκοτώσει» το ίματζ κάποιου δημοσίου προσώπου. Και εκτελεί.

Συνήθως ξεθάβει κάποια παλιά ιστορία (κάνα ροζ σκάνδαλο, τίποτα χαρτζιλικώματα που τα’ φαγε ο δράκος κλπ-κλπ) ή ξετσουμίζει εγκαιροφλεγώς, όταν η Δικαιοσύνη μας (ω του θαύματος!) αποφασίσει να ελέγξει το πρόσωπο, καίτοι ο κοσμάκης έχει τούμπανο κάποιες έκνομες ή ανήθικες δραστηριότητές του και τις συζητά στα καφενεία ήδη επί πολλά έτη (τι διάολο, τυφλή είπαμε-όχι κουφή)!

Τώρα, μια πρόχειρη εξήγηση, «γιατί τώρα κι όχι τότε»/«γιατί αυτός κι όχι ο άλλος» κλπ, είναι ότι ενδεχομένως το πρόσωπο π.χ. να τα’ βαλε με άλλο πρόσωπο, που δεν ήταν για τα δόντια του, να χώρισε τα τσανάκια του με άλλα προσώπατα που είχαν μέχρι πρότινος ομερτά, να το παραξήλωσε εκθέτοντας αυτούς που τον κάλυπταν, ν’ άλλαξε η πολιτική ηγεσία και να θέλει να την πέσει στην προηγούμενη, να γίνεται ντόρος για τα μάτια του κόσμου και τα φερόμενα αδικήματα να έχουν ήδη υποκύψει σε παραγραφή (ή να παραγραφούν στην πορεία-μέχρι να φτάσει κάποτε στο ακροατήριο-οπότε ο λεγάμενος όχι μόνο θα βγεί λάδι, αλλά θα τα κονομήσει κιόλας στην συνέχεια, με μηνύσεις κι αγωγές «για την αποκατάσταση της τιμής του»!), να ασκείται πίεση για εξασφάλιση αντισταθμιστικού οφέλους, να’ πεσε σε κάναν μερακλή Εισαγγελέα κλπ-κλπ. Ψωμί τρώμε-ψίχουλα πέφτουνε.

Οπότε, πίσω απ’ το τανκ των διωκτικών αρχών, τρέχει και το πεζικό…

Το ρεπορτάζ γαρνίρεται με «σοβαρό κι αντικειμενικό» ύφος και ντοκουμέντα, τα οποία για κάποιον περίεργο λόγο είχαν ξεχαστεί στο χρονοντούλαπο του δημοσιογράφου και δεν τα έφερνε στο φως της δημοσιότητας μέχρι τώρα, διότι μάζευε κι άλλα στοιχεία (κι ας ήταν και ρόγες), ώστε να γίνουν αδιάσειστα (λέει), καθώς κι από μιαν εσάνς «κινδύνου» που διέτρεξε (και διατρέχει) ο δημοσιογράφος, δεδομένου ότι «απειλείται» για την έρευνά του αυτή από σκοτεινά κυκλώματα, ώστε να επιρρωννύεται η αξιοπιστία του. Δεν αναλώνεται όμως, στα καραγκιοζλίκια της «έκπληξης» του πεφτοσυννεφάκια, αλλά διατηρεί το κουλάτο στυλ του «έγκριτου λειτουργού της ενημέρωσης».
Βάζει εκεί και μια μουσική από τίποτις κατασκοπικά φιλμ κι από ’δω παν κι οι άλλοι

Εκείνο που δεν μας λέει όμως, είναι ποια είναι τα φωτεινά κυκλώματα, που του παρέσχαν τις πληροφορίες αυτές, από πότε τις είχε στο ντοσιέ του και γιατί θυμήθηκε τώρα, να μας τις ξεφουρνίσει.

Άλλωστε, το Φόρεϊν Όφις ανοίγει όποιους φακέλους γουστάρει για την καταγραφή της Ιστορίας κι αυτό μετά από καμιάν εξηνταριά-και βάλε χρόνια από τα γεγονότα, δηλαδή όταν τα δισέγγονα των τότε εμπλεκομένων, την έχουν ήδη διδαχθεί αλλιώς.

Κακά τα ψέματα. Ορισμένοι τοπ δημοσιογράφοι συντηρούν επαφές με διάφορες νηστικιές υπηρεσίες, ώστε να αρύονται τις πληροφορίες τους, οπότε και ελέγχουν και ελέγχονται για το τι, πώς, πότε και κατά ποιού, θα πουν το ποίημα.

Έτσι, δεν θέλει και πολλή Φαντασία, για να καταλάβει κανείς πώς η 4η Εξουσία έχει καβαλήσει τις άλλες τρεις…

- Τι ώρα πήγε;
- Εννιά παρά τέταρτο!
- Βάλε γρήγορα το Μέγκλα, έχει την εκπομπή «Τα Φακελάκια» με τον Κώστα Φοξτεριέρη. Έχει λέει ένα πολύ ενδιαφέρον αφιέρωμα στα σκάνδαλα του Ιάπωνα μεγαλοεπιχειρηματία Κονόμι Ντούρο. Θα συζητηθεί!
- Πού τον θυμηθήκανε πάλι αυτόνανε; Δεν μπορεί, κάτι θα σκαρώνει πάλι το πιστόλι, εδώ έχει βουίξει χρόνια τώρα ο τόπος, αυτός τώρα ξύπνησε;

(από allivegp, 15/07/11)Είσαι ένα πιστόλι (από GATZMAN, 15/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για τον γκαφατζή, που τα 'χει κάνει όλα αχταρμά στο κεφάλι του και σερβίρει ακούσια παραπληροφόρηση (άλλα αντ' άλλων), λόγω άγνοιας ή αφηρημάδας ή ελλιπούς πληροφόρησης και προετοιμασίας. Να μην συγχέεται ούτε με τον Λάσκο ούτε με τη Μενεγάκη (ξέρουν τι και γιατί το λένε).

Η έκφραση κατάγεται από κάποια συμπαθή κατά τα λοιπά πουρομπεμπέκα, που χρόνια (και ζαμάνια) τώρα, αμολάει γουστόζικα τηλεκοτσάνες επ' αντιμισθία, χωρίς ωστόσο να ιδρώνει το αυτάκι της (εβίβα τα κορόιδα που πληρώνουμε).

Thanx 2 Kluivert.

  1. — Αγαπητοί τηλεθεατές, σήμερα έχουμε κοντά μας, τον κύριο Ρεβυθά...
    — Φασουλάς!
    — Μάλιστα, τον κύριο Φασουλά λοιπόν (νάζι), που ήρθε στο στούντιό μας απο το Περτούλι Ευρυτανίας...
    — Απο τ' Ανώζα είμαι!
    — Ε, τελοσπάντων, τον κύριο Φασουλά απο τ' Ανώγεια της Λεβεντογέννας Κρήτης μας (χαμόγελο), βιρτουόζο της κιθάρας...
    — Τση λύρας!
    — Ε, καλά το ίδιο κάνει (στράβωμα), βιρτουόζο της χμμμ, λύρας και εκπρόσωπο της Γκόθικ ελληνικής μουσικής σκηνής...
    — Κρητικά παίζω!
    — Ε, τότε γιατί φοράτε μαύρα;
    — [...]

  2. — Μην ξεχνιέσαι! Στις 12 έχουμε ραντεβού με τον Τάκη, μη μας φύγει η ώρα!
    — Ποιές 12 ρε; Αύριο δεν είπαμε;
    — Όχι ρε, αφού το θυμάμαι, μας είπε απόψε στις 12 το βράδυ στο άγαλμα του Κολοκοτρώνη. Για να πάμε πλατεία Καρύτση, λέει.
    — Κααααλά, για κάτσε να πάρω τηλέφωνο εγώ τον Τάκη να συνεννοηθώ...
    Έλα Τάκη, τί ώρα είχαμε ραντεβού σήμερα; Δεν είχαμε; Αύριο στις 5 το απόγεμα; Με τον αδερφό σου; Στο Πασαλιμάνι; Έχει δουλειά στην Κολοκοτρώνη και θα κατέβει μετά; Α! Στην οδό Κολοκοτρώνη! Στον Πειραιά! Καλά-καλά, κλείνω...
    Μπράβο βρε παπάρα, μέσα σ' όλα έπεσες! Και θα τον στήναμε τον άνθρωπο και θα τρέχαμε τώρα σα μαλάκες να περιμένουμε τον αγύριστο! Τί Μπήλιω είσαι μωρ' αδερφάκι μου...
    — Καλά, μιας και ντυθήκαμε τώρα, δεν πάμε έξω για κανα ποτάκι;
    — Αδιόρθωτος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified