(Παλιά, πριν τα αυτόματα ακυρωτικά μηχανήματα): Ο εισπράκτορας, ιδίως στα λεωφορεία της Σαλονίκης, που περίμενες στην ουρά, να σου βγάλει εισιτήριο και καπάκι να το σκίσει (ακυρώσει).

Χαρτοσκίστη! Λάλα το τζιτζίκι να χυθεί ο μάγκας στην άσφαρτος!
(δηλ. Εισπράκτορα, πάτα το κουμπί της στάσης - με το χαρακτηριστικό τσίου Χ 2 - να κατέβει ο κύριος).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Σπάω καλαμπούρι, σπάω κέφι, σπάω πλάκα (κλασσική αργκό) και ήδη τελευταία σπάω (σκέτο): Περνώ καλά, διασκεδάζω (περνάω μόρτικα).
    Πιθανόν, κατά τον Τσιφόρο, από έναν μάγκα που έσπασε τις πλάκες του γραμμοφώνου πάνω στο τσακίρ-κέφι.
  2. Τεμαχίζω κοκαΐνη ή ηρωίνη για να πιω.
  1. Γίνανε κάτι γέλια χτες, σπάσαμε σου λέω.
  2. Είχαμε ένα τζι και εκεί που πήγαμε να σπάσουμε, έγινε πέσιμο και μας δέσανε.

Δες και σπάω βράχια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Κλασσική αργκό) Αγαπητικός, -ιά.

Εγώ είμαι μερακλού
και θέλω μάγκα γιαβουκλού

(Ρεμπέτικο: «Κορόιδο άδικα περνάς»)

(από Khan, 20/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γκόμενoς, η γκόμενα.

Πιθανώς γύφτικης προελεύσεως.

Ήρθε η κατέ μου και σπάμε για έξυπνα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γκόμενoς, η γκόμενα.

Πιθανώς γύφτικης προελεύσεως. Βλ. και κατέ.

-Που λές αυτή η υψομετρού, αβέλει σερμελιά φίφα και σολονταπιάζεται -Μα είναι δυνατόν ;
-Μαξ και λαντί. Μου το μπέναψε η καλέ του γαργαρότεκνου, που την δίκελλε τις προάλλες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Στηθόδεσμος, λεγότανε παλαιότερα και σουτιές (κατά το σουμιές / σωμιές).
    1. (Μουσική) Επισήμως λέγεται εκκλησιαστική πτώση (!) και είναι το αναγκαίο φινίρισμα σου-τιέν σε πλείστα όσα λαϊκά και δημοτικά τραγούδια (γκραν-γκραν). Αναλόγως του μέτρου, υφίσταται και το κομπινε-ζόν (μάλλον στον καρσιλαμά).

Τιρι-ρι-ρον.

  1. Φοράει αλεξίπτωτα για σουτιέν (πολύ μεγάλο στήθος ααααχχχχ).
  2. Μανέστρο, πάμε το «σερσέ λα φαμ» και κλείνουμε σου-τιέν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μυρμήγκι που τσιμπάει άμα λάχει.
(Κρητικός ιδιωματισμός).

Γιαγιά: - Παλουκώσου και διάβαζε βρε διαολή! Μελιτάκους έχεις στον ποπό σου ;

(από σφυρίζων, 09/12/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Κρήτη): Στήθος, θώραξ. Πιθανόν εκ του petto (ιταλ.) < pector-is (λατιν.) = στήθος, θώραξ.

Έζιν' ο μπέτης σου ζυαλί
τσαι φαίνετ' η καρδιά σου
τσ' είν' η αγάπη ψεύτιτση
κρίμα την εμορφιά σου

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Κρήτη) Πνίγομαι, ασφυκτιώ.

-Μωρέ Μιχαλιό! Μην την σφίτζεις μωρέ πολύ τη γραβάτα σου καλοτσαιριάτικα, θα κρουφτείς μωρέ παράωρε!
-Τσι αφού πάω στο ίντερβιου, να ντζι κάμω εντύπωση, πώς θε' να πάω, ξεμπετισμένος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Κρήτη) Λαιμός, καρύδι, οισοφάγος. Bλ. και λήμμα γκαρλιά(ν)γκος.

-Με πονεί ο τζάρουχάς μου τσαι κρούβομαι.
-Γιάντα δεν παίρνεις μωρέ κανένα καλαμπαλίκι ;
-Επήρα τσαι δεν κάμει πράμα, θεμά τσι ζιατρούς.

Βλ. και καρίτζαφλας, γκότζο και σχόλια στο θα σου πιω το αίμα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified