Ο φαντάρος κοιμάται κι η τύχη του δουλεύκει.

Βλέπω στον ύπνο μου ελάφια ... απολύομαι πιλάφια !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χιουμοριστική έκφρασις, που αποδίδεται συνήθως εις νεάνιδα αρεσκομένην να επισκέπτεται το τσιμπουκιστάν.

Παλιά λέγανε, «της αρέσουνε τα ξινά», Κύριος οίδε διατί...

- Πάμε έξω το βράδι με τη Μαίρη και τις φιλενάδες της; Θα' ναι κι η Σία.
- Ποιά ρε; Αυτή η μπατάλα;
- Φίλος, μην κάνεις τα λάθη! Εδώ μιλάμε για μεγάλη πεοπιπιλόζα! Έχει ρουφήξει χιλιόμετρα τσουτσούνι η τύπισσα! Σου λέω, ο αγωγός Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη δεν είναι τίποτα...
- Βούρ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση, που χρησιμοποιείται, όταν κάποιος δράττεται της ευκαιρίας να συμμετάσχει σε κάτι, με το οποίον ουδεμία σχέση έχει.

Προβαθμίς του μαζί με το βασιλικό ποτίζεται κι η γλάστρα.

-Άκουσα, ότι δίνονται αποζημιώσεις από την Ε.Ε. σε αγρότες από τον Πύργο, που καταστράφηκαν από το χιονιά φέτος.
-Πού; Πού; Να πάω κι εγώ!
-Αφού ρε, η μόνη σχέση που έχεις εσύ με τον Πύργο, είναι ο Λευκός στη Σαλονίκη, που πανηγυρίζεις κάθε φορά με τα μπαόκια! Για δε ρε, που άκουσε η αλεπού που καλιγώνανε τ' άλογα και σήκωσε κι αυτή το ποδάρι της... Ούστ κόπρο!

Αλεπού με πέταλα (από nikolaosvlas, 07/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Πάτρα) Λαιμός, καρύδι, οισοφάγος. Bλ. και λήμμα : γκαρλιά(ν)γκος.

Τον έπιασε απ' τον καρύτζαφλο και τον ακινητοποίησε.

Βλ. και καρίτζαφλας, γκαρίτσαφλος, γκότζο και σχόλια στο θα σου πιω το αίμα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Τάβλι): Μια εκ των πλείστων ειρωνικών εκφράσεων στο διά πεσσών, που στόχο έχει την καταβαράθρωση του ηθικού του αντιπάλου, επισημαίνουσα λάθος παίξιμό του.

Παρόμοιες σκωπτικές εκφράσεις στο τάβλι είναι: «Σα μάγκας τό 'παιξες», «κι εγώ έτσι θα τό 'παιζα», «καλά τού 'κανες», «ρε με ποιούς παίζουμε» κ.α.

Αν φαινομενικά η κίνηση είναι λανθασμένη, ενώ υφέρπει απώτερος και μελετημένος στόχος, προς παραπλάνηση του αντιπάλου, (βλ. αγγλ. «lull sbdy into a false sense of security»), υπάρχει το αντίδοτο: «Για πάρτη μου»!

- Ασσέοι πολλοί!
- Έτσι τους παίζεις τους ασσέους; Σα δάσκαλος το' παιξες!
- Για πάρτη μου! Σου κλείνω τα εξάρια, με τί θα βγείς, με ισπανικές εφτάρες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Κρήτη) Πνίγομαι, ασφυκτιώ.

-Μωρέ Μιχαλιό! Μην την σφίτζεις μωρέ πολύ τη γραβάτα σου καλοτσαιριάτικα, θα κρουφτείς μωρέ παράωρε!
-Τσι αφού πάω στο ίντερβιου, να ντζι κάμω εντύπωση, πώς θε' να πάω, ξεμπετισμένος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Κρήτη): Στήθος, θώραξ. Πιθανόν εκ του petto (ιταλ.) < pector-is (λατιν.) = στήθος, θώραξ.

Έζιν' ο μπέτης σου ζυαλί
τσαι φαίνετ' η καρδιά σου
τσ' είν' η αγάπη ψεύτιτση
κρίμα την εμορφιά σου

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη μια κινηματογραφογενής έκφραση (από την ομώνυμη ταινία με το Κωνσταντίνου), που λέγεται από τα πιλάφια και δηλώνει με ελαφριά ειρωνεία την παρουσία πολλών ναυτών (πλάκωσε ναφτουργιά που λένε), τους οποίους ψημένοι μάγκες οι ίδιοι (λέει) θεωρούν ανάξιους στη ναυτοσύνη και ψιλοκοροϊδάκια, κάτι σαν τ' αμερικανάκια του έκτου στόλου, που μας γαμήσανε την αδερφή κι εμείς τους παίρναμε κανά δολάριο στον παπά και περνιόμασταν για αλάνια...

- Πάμε για κανά ΣουΚου στον Πόρο;

- Τρελός θα' σαι! Θα' ρθει ο Πρόεδρος Δημοκρατίας για την ορκωμοσία των ναυτών και θα πήξουνε οι δρόμοι από δαύτους. Καλώς ήρθε το δολάριο θα γίνει!

Ντροπαλός Κωνσταντίνου (από Khan, 23/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γκόμενoς, η γκόμενα.

Πιθανώς γύφτικης προελεύσεως. Βλ. και κατέ.

-Που λές αυτή η υψομετρού, αβέλει σερμελιά φίφα και σολονταπιάζεται -Μα είναι δυνατόν ;
-Μαξ και λαντί. Μου το μπέναψε η καλέ του γαργαρότεκνου, που την δίκελλε τις προάλλες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Σπάω καλαμπούρι, σπάω κέφι, σπάω πλάκα (κλασσική αργκό) και ήδη τελευταία σπάω (σκέτο): Περνώ καλά, διασκεδάζω (περνάω μόρτικα).
    Πιθανόν, κατά τον Τσιφόρο, από έναν μάγκα που έσπασε τις πλάκες του γραμμοφώνου πάνω στο τσακίρ-κέφι.
  2. Τεμαχίζω κοκαΐνη ή ηρωίνη για να πιω.
  1. Γίνανε κάτι γέλια χτες, σπάσαμε σου λέω.
  2. Είχαμε ένα τζι και εκεί που πήγαμε να σπάσουμε, έγινε πέσιμο και μας δέσανε.

Δες και σπάω βράχια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified