Ο φαντάρος κοιμάται κι η τύχη του δουλεύκει.

Βλέπω στον ύπνο μου ελάφια ... απολύομαι πιλάφια !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεταραγμένη υπνώδης κατάστασις νεοσυλλέκτου ναύτου. Έχει να φάει κουραμάνααααα ...

Κατά το: Βλέπω στον ύπνο μου πλυντήρια = μήπως ήρθανε τ' απολυτήρια;

Βλέπω στον ύπνο μου ελάφια (από GATZMAN, 24/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πούτσος στα Γιαννιώτικα. Πιθανότατα εβραϊκής καταγωγής, από την παλιά παροικία των εβραίων του παζαριού της πόλης, που ξεκληρίσανε οι Ναζί. Υφίσταται και επώνυμο Μπιτχαβάς / Μπετιχαβάς = λουτσαράς.

Ο μπιτχάς μου έγινε χότζας = έβαλα γάζες (σαρίκι) στο λούτσο μου ένεκα νοσήματος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κώλος στα Γιαννιώτικα. Πιθανότατα εβραϊκής καταγωγής, από την παλιά παροικία των εβραίων του παζαριού της πόλης, που ξεκληρίσανε οι Ναζί.

Θα κάνω τον τάχα σου να στενάξει !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα στα Γιαννιώτικα. Πιθανότατα εβραϊκής καταγωγής, από την παλιά παροικία των εβραίων του παζαριού της πόλης, που ξεκληρίσανε οι Ναζί.

Γκάιντα ρε, τάχα το χαλόνι ! (= κοίτα ρε κώλο το γκομενάκι !)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κωλομπαρίστικο και ευνόητο. Για τους πιο συναισθηματικούς, το δεύτερο συνθετικό μπορεί να αντικατασταθεί με το: κήπος με άνθη.

Ισπανιστί: Culo con pelo, jardin de flores.

λούγκρα: Έχεις να μου κάνεις ένα τάληρο λιανά; (συνοδευόμενο από σχετική χειρονομία με τον αντίχειρα και τον μέσο εν είδει οπής)
λόμπα: Μμμμχχχ... Κώλος με τρίχες, μπαξές με λουλούδια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ναυτικό): Κατ' ευφημισμόν η μετάθεση στο Ναύσταθμο Κρήτης στη Σούδα. Εκ του αλήστου μνήμης μπάρ plus (+) soda στην Αθήνα.

- Άσε, με στείλανε πλας Σούδα. Πηξ λα μουν και δυο χορεύουν.
- Ντάξει 15-15 θα παίζεις τί γκρινιάζεις; Τί να πώ κι εγώ, που είμαι Σαλαμύκονο κι έχω κολλήσει στη 1-1 καραβίσια και δε με βλέπει το σπίτι μου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ναυτικό): Κατ' ευφημισμόν η μετάθεση στη Σαλαμίνα.

Βλ. και Μπακαουκία / Κούλουρη.

- Πού σε στείλανε ρε; - Σαλαμύκονο αγόρι μου! Εσένα ;
- Γάμησέ τα! Πλας Σούδα... Θα βλέπω την Αθήνα με το μακαρόνι το νούμερο έξι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Πάτρα): φιλική προσφώνηση αγοριού, ιδίως από ανθρώπους άνω των -ήντα.

-(Γέρων) Χρηστάκο μου, λεβεντάκο μου, τί μου κάνεις; Καλά μου 'σαι ;
-Δε μας γαμείς ρε μπάρμπα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραφθορά του γνωστότατου μαλακισμένος, -η, -ο.

Βλ. και «παλιομαλακιασμένο» (ιδιαίτερα προσβλητικό).

Επήγα στη μπουτίκ να πάρω ένα σάλι και το μαλακιασμένο είχα ξεχάσει το πορτοφόλι μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified