Ο φαντάρος κοιμάται κι η τύχη του δουλεύκει.
Βλέπω στον ύπνο μου ελάφια ... απολύομαι πιλάφια !
Ο φαντάρος κοιμάται κι η τύχη του δουλεύκει.
Βλέπω στον ύπνο μου ελάφια ... απολύομαι πιλάφια !
Got a better definition? Add it!
Τεταραγμένη υπνώδης κατάστασις νεοσυλλέκτου ναύτου. Έχει να φάει κουραμάνααααα ...
Κατά το: Βλέπω στον ύπνο μου πλυντήρια = μήπως ήρθανε τ' απολυτήρια;
Got a better definition? Add it!
Ο πούτσος στα Γιαννιώτικα. Πιθανότατα εβραϊκής καταγωγής, από την παλιά παροικία των εβραίων του παζαριού της πόλης, που ξεκληρίσανε οι Ναζί. Υφίσταται και επώνυμο Μπιτχαβάς / Μπετιχαβάς = λουτσαράς.
Ο μπιτχάς μου έγινε χότζας = έβαλα γάζες (σαρίκι) στο λούτσο μου ένεκα νοσήματος.
Got a better definition? Add it!
Ο κώλος στα Γιαννιώτικα. Πιθανότατα εβραϊκής καταγωγής, από την παλιά παροικία των εβραίων του παζαριού της πόλης, που ξεκληρίσανε οι Ναζί.
Θα κάνω τον τάχα σου να στενάξει !
Got a better definition? Add it!
Η γκόμενα στα Γιαννιώτικα. Πιθανότατα εβραϊκής καταγωγής, από την παλιά παροικία των εβραίων του παζαριού της πόλης, που ξεκληρίσανε οι Ναζί.
Γκάιντα ρε, τάχα το χαλόνι ! (= κοίτα ρε κώλο το γκομενάκι !)
Got a better definition? Add it!
Κωλομπαρίστικο και ευνόητο. Για τους πιο συναισθηματικούς, το δεύτερο συνθετικό μπορεί να αντικατασταθεί με το: κήπος με άνθη.
Ισπανιστί: Culo con pelo, jardin de flores.
Got a better definition? Add it!
(Ναυτικό): Κατ' ευφημισμόν η μετάθεση στο Ναύσταθμο Κρήτης στη Σούδα. Εκ του αλήστου μνήμης μπάρ plus (+) soda στην Αθήνα.
- Άσε, με στείλανε πλας Σούδα. Πηξ λα μουν και δυο χορεύουν.
- Ντάξει 15-15 θα παίζεις τί γκρινιάζεις; Τί να πώ κι εγώ, που είμαι Σαλαμύκονο κι έχω κολλήσει στη 1-1 καραβίσια και δε με βλέπει το σπίτι μου;
Got a better definition? Add it!
(Ναυτικό): Κατ' ευφημισμόν η μετάθεση στη Σαλαμίνα.
Βλ. και Μπακαουκία / Κούλουρη.
- Πού σε στείλανε ρε;
- Σαλαμύκονο αγόρι μου! Εσένα ;
- Γάμησέ τα! Πλας Σούδα... Θα βλέπω την Αθήνα με το μακαρόνι το νούμερο έξι...
Got a better definition? Add it!
(Πάτρα): φιλική προσφώνηση αγοριού, ιδίως από ανθρώπους άνω των -ήντα.
-(Γέρων) Χρηστάκο μου, λεβεντάκο μου, τί μου κάνεις; Καλά μου 'σαι ;
-Δε μας γαμείς ρε μπάρμπα...
Got a better definition? Add it!
Παραφθορά του γνωστότατου μαλακισμένος, -η, -ο.
Βλ. και «παλιομαλακιασμένο» (ιδιαίτερα προσβλητικό).
Επήγα στη μπουτίκ να πάρω ένα σάλι και το μαλακιασμένο είχα ξεχάσει το πορτοφόλι μου.
Got a better definition? Add it!