Ο εκάστοτε «Μήτσος» δε φαίνεται να σταματάει τις μαλακίες, συνήθως σε indoors περιβάλλον όπου παίζει χαρτί, τάβλι ή άλλη δραστηριότητα τέτοιου τύπου και που ο «Μήτσος» αδυνατεί να κατανοήσει τη σπουδαιότητα του παίγνιου/δραστηριότητας για τον χρήστη της ατάκας. Εν είδει συνθήματος, με ρυθμό και σαφώς έμμετρο και ομοιοκατάληκτο επιτείνει την αγανάκτηση του χρήστη του.

Αν ο χρήστης υψώσει και την ένταση της φωνής, προφανής σκοπός του είναι να δημιουργήσει εικόνα ανάλογη με αυτή που έχει ήδη ο «Μήτσος» προκειμένου ο «Μήτσος» να καταλάβει ότι το παραγάμησε και να επιστρέψει στο παιχνίδι/δραστηριότητα με σοβαρότητα πλέον.

Ενδεχόμενη εναλλακτική χρήση σε συνθήκες μπουρδελοκαταστάσεων ελέγχεται.

- Παίξε ρε!
- Κάτσε ρε Γιάννη, έχω μαζέψει τη μισή τράπουλα..Τι είναι αυτός ο καραγκιόζης (σ.σ. ο τζόκερ...)
- Παίζε που σου λένε!
- 'Ωπα, τηλέφωνο, Γιάννη. Τώρα θα περιμένεις...
- Πω ρε πούστη, μας γάμησες, δε θα τελειώσει ποτέ αυτή η παρτίδα
-«'Ελα Αλέκα, ναι, σε πήρα λίγο πριν..»

(όλοι μαζί ρυθμικά) ΧΥΣΕ ΜΗΤΣΟ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΠΑΣΤΙΤΣΟ

besamel micho... (από HODJAS, 01/02/10)(από Khan, 24/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως φοβάται ο διάολος το λιβάνι. Ακόμα μία all time classic πελοποννήζιαν έκφραση που, για ανεξήγητους λόγους, το νετ την αρμενίζει ως παροιμία. Εννοείται ότι υπάρχει διδακτικό περιεχόμενο – αν το δεις, το βλέπεις ε, vikar;

Ο κούρος, το κούρεμα, η κουρά των αιγοπροβάτων είναι παράδοση να γίνεται σε γιορτινό κλίμα με σφαχτάρια, με κρασά και με μπόλικο βέλαγμα γιδός στη θέα του ψαλιδιού. Συνολικά πρόκειται για θέαμα που προκαλεί τον γέλωτα του Πελοποννησίου και τρέφει τον εγωισμό του, καθότι ο ίδιος θα βίωνε την ίδια διαδικασία με αντρισμό. Μια μόνιμη φοβία έχει λοιπόν η μπίτι αναξιοπρεπής γίδα στην πολυκούρευτη ζωή της κι αυτή δεν είναι άλλη από το σκουριασμένο τριζάτο ψαλίδι του βοσκού.

Πριν τις μηχανές κουράς και τις λοιπά σύγχρονα κομφόρ που ακόμα δεν τα λες καθιερωμένα στο γιουνανιστάν, το ψαλίδι έκοβε (και κόβει) για κάθε τούφα μαλλί και μια λωρίδα πέτσα. Θέλει τέχνη το όλο κόλπο κι αμα δεν ξέρεις και δουλειά δε γίνεται και πάει η παναγία σύννεφο. Αν επιχειρήσω δε να μπω στο μυαλό της γίδας, η ακινητοποίηση και τα χρατς χρουτς γύρω απ’ την ουρά μου μάλλον δε μου χρειάζονται. Κι ας λένε οι βοσκοί ότι υποφέρω από τη ζέστη. Καλά κάνω.

Ειρήσθω εν παρόδω, αν τολμήσεις να μιλήσεις για animal rights κάτω απ’ τ’αυλάκι, ετοιμάσου για κράξιμο που δεν έχεις ματαξαναφαγωμένο. Ζώο και πετ είναι έννοιες ασυμβίβαστες, για να μην πω ότι η δεύτερη είναι άγνωστη και ως λέξη και ως ιδιότητα ζωντανού στους άνω των –άντα πελοποννησίους, μονίμως διαβιούντες στη νήσο.

- Ε, λοιπόν δεν πάω προφορικά ρε Μηνά, πώς το λένε; Με τον κάθε καραγκιόζο καθηγηταρά που την έχει δει επιστήμων. Δε μου φτάνει το άγχος μου, πρέπει να δω και την φάτσα τους στο ένα μέτρο; Και την ειρωνεία; Και τα χαρτάκια που περνάει ο ένας μαλάκας στον άλλον; Ένα μάθημα θέλω να τελειώνω, ας μ’ αφήσουν να γράψω... Μήπως πρέπει να τους την παίξω κιόλας;
- Σιγά μωρή ρούσα πως κάνεις έτσι; Σαν τη γίδα από το ψαλίδι... Πήγαινε δώστο να πάει στο διάολο να πάει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ρευστότητα του λήμματος του δίνει ένα χαρακτήρα πασπαρτού, σαν το παπαριλίκι. Πρόκειται για αυτά τα επιμέρους που ποιεί ο Καραγκιόζης που βγάζουν μάτι, που προκαλούν τον κοινό νου. Στον ενικό μπορεί να σημαίνει ένα από όλα αυτά τα χαζά ή παραδόξως να χαρακτηρίζει μια κατάσταση στο σύνολό της ή ακόμα και να προσδιορίζει την κοσμοθεωρία του ήρωα του Σπαθάρη. Η γλώσσα -γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε- είναι ένας οργανισμός που συνεχώς εξελίσσεται.

  1. «Έλεος πια με τα καραγκιοζιλίκια»! Αυτές οι ηγεσίες δεν αξίζουν στον λαό, δήλωσε η Ντόρα Μπακογιάννη. Και συνέχισε «είδαμε τον Ευάγγελο Βενιζέλο να μην έχει βρει το πακέτο, τον Αντώνη Σαμαρά να κάνει διάγγελμα, τον Γιώργο Καρατζαφέρη να απαγγέλει Καβάφη και να καταθέτει 1000 ευρώ στην τράπεζα και «να κάνει σκόνη» τη Μέρκελ και τον Γιώργο Παπανδρέου να γίνεται εσχάτως αντιμνημονιακός, έφυγε κρυμμένος, κρύφτηκε και λέει πίσω από αυτή την κυβέρνηση να κρυφτώ».

  2. Συνεχίζεται το καραγκιοζιλίκι: Μέσω τραπέζης θα αναζητηθεί ο βουλευτής που έβγαλε στο εξωτερικό 1 εκατ. Ευρώ.

διαφημιστικό της εταιρίας του μπαρμπαγιάννη (από jesus, 09/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ των λέξεων "αστακός" και "δίχτυ", το δίχτυ για το ψάρεμα του αστακού. Το εν λόγω είναι δίχτυ βυθού, από χοντρό και γερό νήμα με μεγάλα μάτια, μανωμένο, χωρίς φελλομόλυβα κι αφού προορίζεται για συγκεκριμένο θήραμα, ανήκει στα λεγόμενα επιλεκτικά αλιευτικά εργαλεία.

Με δεδομένο δε ότι ο αστακός εξαιτίας του τραχέος κελύφους του, περαιτέρω της περιορισμένης κινήσεώς του επί του βυθού και τέλος της έλλειψης ευελιξίας του, αρκεί απλά να πλησιάσει στο δίχτυ για να συλληφθεί, γίνεται κατανοητό ότι το αστακόδιχτο κατά κανόνα δεν χρειάζεται (συνεπές)λέντισμα και νετάρισμα, πολλώ δε μάλλον μαντάρισμα.

Οι περισσότεροι ερασιτέχναι αλιείς άμα τω σαλπαρίσματι, το ξαναμολάρουν για την επόμενη καλάδα κι έτσι το δίχτυ βρίσκεται σε μόνιμη δραστηριότητα, πράγμα που είναι και λογικό και πρακτικό αφού η διάρκεια του συγκεκριμένου ψαρέματος (= παραμονής του διχτυού στο βυθό)ξεκινάει από τις δέκα ώρες και σε περιπτώσεις τρικυμίας μπορεί να φτάσει μέχρι και δύο μέρες.

Επειδή όμως μέχρις εδώ δεν διαφαίνεται η σλανγκική χρήση του αστακόδιχτου, πάμε στα ετρούσκικα:

Αστακόδιχτο είναι το κακοπαθημένο δίχτυ, το οποίο προοριζόταν για άλλη χρήση, αλλά το γαμήσανε οι φώκιες, τα υφαλοπιασίματα με τα επίμονα βιντζοτραβήγματα και κυρίως η βαρεμάρα (και η απογοήτευση) του ψαρά να ασχοληθεί σοβαρά με το εν γένει συγύρισμά/συντήρηση του διχτυού. Για να μην πεταχτεί και βέβαια για να μην αντικατασταθεί(κόστος που απαιτείται για 500 μέτρα νάιλον δίχτυ τη σήμερον Μάη του 2015, γύρω στα 700 ευρώ) ο ψαράς του τροποποιεί τη χρήση, το βαφτίζει αστακόδιχτο, το απογυμνώνει από φελλά- μολύβια (αν έχει)και το πετάει στη θάλασσα κι ό,τι βγάλει.

σ.σ: Προκειμένου να του πιάνει άχρηστο τόπο, καλύτερα να το ψαρεύει. Κι άμα βγάλει; Τότε είναι που δε θα πεταχτεί ποτέ. Οι αλιείς είναι φύσει προληπτικοί κι ότι τους βγάλει μια φορά μεροκάματο το αγαπάνε μέχρι θανάτου. Από βάρκες μέχρι αλιευτικά μέσα, μέχρι σημάδια (τόποι ψαρέματος) και καιρικές συνθήκες, οι εμμονές και η μυστικοπάθεια πάνε και σύννεφο και χέρι-χέρι.

Η καταγωγή του είναι νησιωτική από Χίο, βεβαίως, και φαντάζομαι όχι μόνον. Τα Ψαρρά μπορεί να έχουν τη χάρη της πληθώρας των αστακών, στα Καρδάμυλα όμως το έχω ακούσει να χρησιμοποιείται κατά κόρον από τον Νικόλα και τους συν αυτώ που έχουν βαλθεί να γεμίσουν τις αποθήκες των (αλλά και άλλων, μη τρεφόντων αγάπη εις το hoardıng) με κουρέλια.

Αντώνυμο μάλλον είναι το αψάρευτο δίχτυ, του κουτιού που λέμε.

Συνώνυμο το κουρέλι/κουρελόδιχτο.

Πλάτων καρδαμυλίτης αλιεύς: εδώ δε πως το κάμανε..να γαμήσω και τις χελώνες, να γαμήσω και τα δολφίνια..Τι 'α ράψεις απο έδεφτο το πράμα;

Γιώργος λαγκαδούσος παραγιός: 'Α το κάμεις αστακόδιχτο αφεντικό, όπως έκαμες και τα άλλα δύο που σου πεφτώσανε τα κήτη.

Πλάτων αλιεύς: αστακόδιχτο 'α κάμω το σώβρακό σου που το φορείς από πρόπερσυ...

Γλωσσίδιον:

- νήμα: προφ. το χρυσίζον κομμάτι του διχτυού. Μπορεί να είναι νάιλον, "πολύκλωνο κρυσταλιζέ" και μεταξωτό (για επιδέξια ψαρέματα). Αν και η σκέψη ότι οι Κινέζοι ως πρωτοπόροι στην εν λόγω μέθοδο (από το 2800 πΧ) τα φιάνανε από μετάξι είναι ρομαντικοτάτη, η μέχρι τούδε αλήθεια υποστηρίζει ότι τα πρώτα δίχτυα ήσαν φτιαγμένα μεταξύ άλλων από ήμερη κάνναβη. Οι δικοί μας που ήσαν πιο ξύπνιοι φτιάναν δίχτυα από την εύκαμπτη ιτιά - και τρώγανε τους σπόρους της κάνναβης για να ρίχνουν τα τριγλυκερίδια (αφού ως γνωστόν εμείς είχαμε από τότε χοληστερίνη).

- μάτια: τα ανοίγματα του διχτυού, [μετριέται και τεντωμένο και χαλαρό]. ενδεικτικά 7mm για την αθερίνα, 220mm για τον αστακό. Εξού και το επιλεκτικό του αλιευτικού εργαλείου, μόνο αστακός πιάνεται σε φτούνη τη χοάνη. Μάτι πάντως λένε οι μυημένοι στα αλιευτικά και το άνοιγμα του διχτυωτού καλσόν.

- μανωμένο : με περισσότερα του ενός φύλλα διχτυού (δύο-τρία). το "απλάδι" επί παραδείγματι είναι μονό φύλλο και κερδίζει σε (κατά νόμο)ύψος(έως 10μ αντί των έως 4μ του μανωμένου). "μανός": ο χαλαρός, αραιός βρόγχος που διευρύνει το πάχος του διχτυού και καλύπτει έτσι μεγαλύτερη επιφάνεια σε πλάτος στο βυθό.

- φελλά: φελλοί, τα σαν λουκουμάδες πορτοκαλοκόκκινα κοκκάλινα/από PVC μέρη, που περνώνται από το πάνω σκοινί των διχτυών. Εσχάτως αντικαθίστανται από φελλόσχοινο (σχοινί με καρδιά από φελλό) για να μην ζορίζονται τα δίχτυα στο σήκωμα και να μην κακοπαθαίνουν, όπως τα αστακόδιχτα, κακή ώρα.

- μολύβια: βαρίδια από μολύβι, συνήθως μακρόστενα κυλινδρικά, περνώνται στο κάτω σχοινί. Εσχάτως αντικαθίστανται από μολυβόσχοινο (σχοινί με βάρος έως και 500 γρ. ανά μέτρο) για τους ως άνω λόγους. Πάνω φελλοί και κάτω βαρίδια δια της άνωσης και της βαρύτητος εξασφαλίζουν την επιθυμητή υποθαλάσσια στήση, ναι,ναι στήση του διχτυού.

- Λέντισμα: το ξεμπέρδεμα των διχτυών μετά το μάζεμα. Σε άλλα μέρη (Μεσολόγγι κατά το νετ και Πορτοχέλι όπου μετέφεραν οι Μεσολογγίται την τεχνογνωσία των)το λέντισμα αναφέρεται ως ιδιότυπος τρόπος ψαρέματος που θυμίζει ένα συνδυασμό του ποταμίσhου"παρακλαδιού"(για τους Πελοποννησίους αναγνώστας) με "βολόδιχτο" (για τους μερακλήδες και ατρομήτους μεταμεσονυκτίους αλιείς).

- Νετάρισμα: το καθάρισμα από υπολείμματα οστρακοειδών, φυκιών κλπ. Οι Χίοι το χρησιμοποιούν στην καθομιλουμένη αρκετά:

1) Πα' νετάρω (τελειώσω-σπατσάρω- καθαρίσω) τις δουλειές μου

2) Νετάριζε (βγόδωνε, σάλευγε) να φεύγωμε

- σαλπάρισμα: μάζεμα του διχτυού εκ του ιταλ. salpare, πιθανολογώ ως παραλληλισμό με το σήκωμα της άγκυρας ως τελευταία πράξη των προς αναχώρηση πλοίων. Όποιος γνωρίζει, σχολιάζει.

- μολάρισμα: ρίξιμο των διχτυών εκ του ιταλ. mollare , να αμολάς, να αφήνεις, να χαλαρώνεις. ΟΧΙ εκ του ψωνίζω με τα μάτια στο δα μωλλ.

-Καλάδα: το σύνολο της ψαριάς, αντιδάνειο εκ του ιταλ. calare- να χαμηλώνεις (βυθίζεις) κι αυτό με τη σειρά του από το Χαλάω/Χαλαρώνω. Γενικώς γίνεται της καργιόλας με τη λέξη καλάρω. Άλλος τη χρησιμοποιεί για σηκώματα διχτυών, άλλος για ριξίματα κι άλλος για το σύνολο του ριξιμοσηκώματος.

- μαντάρισμα: ότι κάνουμε και στις τρούπιες κάρτσες.. με τη διαφορά ότι βλέπεις τον άλλο ολόκληρο γαϊδούρι κοκκινόσβερκο να κάθεται με τη σακοράφα στα βότσαλα αξυπόλητος με γυρισμένα τα μπατζάκια και δώστου σταυροβελονιά. Έχει κάτι το σουρεάλ η όλη σκηνή. Ειδικά όταν παρεμβαίνει σε κουβέντες που νομίζεις ότι δεν παρακολουθεί γιατί έχει δήθεν το μυαλό του στον αργαλειό. Μέγιστη αφορμή για κοπροσκύλιασμα μακριά απ' τη γυναίκα το μαντάρισμα..

Και δύο μπόνους που προκύπτουν από το γλωσσάρι αλά ινσέψιο:

βολόδιχτο:δίχτυ μικρού σχετικά μήκους (100-200 μ) με πυκνότατη πλέξη (πολύ μικρά ανοίγματα) με το οποίο κυκλώνεις την περιοχή ενδιαφέροντος, έπειτα προκαλείς θόρυβο χτυπώντας τα κουπιά στη βάρκα για να ωθήσεις τα ψάρια προς το δίχτυ και το μαζεύεις σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα (άμα τη γραφή του κύκλου).

Παρακλάδι: Γαμώ τις φάσεις. Εκτροπή της ροής του ποταμού στα σημεία που διακλαδίζεται με πασσάλους και λοιπά σύνεργα(μουσαμάδες, κλαδιά κτλ) προκειμένου να διοχετευθεί όλο το νερό στο ελεύθερο κλαδί. Στη συνέχεια στερεύει το νερό στο ταμπουριασμένο κλαδί και καταλήγει εν είδει ρυακίου να φιλτράρεται όλο μαζί με τα εντός του ψάρια μέσα από ένα συρμάτινο χωνί ("καλαμωτή") στρατηγικά τοποθετημένο. Μετά από τρεις ώρες δουλειάς δέκα ατόμων βγάζεις κάνα κιλό ψαράκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γεωργίου ράιτινγκ. Κατά πάσα πιθανότητα, δεν έχει ακουστεί ποτέ on air αλλά έχει γραφεί παμπόλλως στην πάλαι ποτέ κραταιά στήλη του Καφενείου των Φιλάθλων (στον πάλαι ποτέ κραταιό Φίλαθλο).

Η στήλη είχε ως αντικείμενο τα σχόλια αναγνωστών που μιλούσαν στο τηλέφωνο με τον αναλυτή (ξάδερφο της Κάκιας - όπως ισχυρίζεται ο ίδιος) ποδοσφαίρου Γιώργο Γεωργίου.

Το λήμμα έρχεται ως επιδοκιμαστική απάντηση σε εξυπνακίστικη ατάκα αναγνώστη.

- Ρε Γεωργίου, τώρα που ο Μπαζίνας άφησε μουστάκι, δεν αφήνεις και συ δόντια για αλλαγή;
- Τα νεφρά μου παλιόπουστα...

Η Νεφρετρίτη (από HODJAS, 05/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παρόν αποτελεί ελάχιστο φόρο τιμής στις γειώσεις.

Όταν η κουβέντα σκαλώσει / εξαντληθεί / γίνει περίεργη και σταματήσει κι αφού αρχίσει μια ωραία ησυχία, πάντα θα βρεθεί κάποιος να τη πηδήξει. Λες και δεν τελειώνουν ποτέ τα νέα και τα κοινά ενδιαφέροντα, λες και πρέπει καλά και σώνει να μιλάς συνέχεια, αλλιώς «τι θα κάνουμε δηλαδή, θα κοιταζόμαστε;».

Μας έφαγε η ευγένεια... Άμα πεις τα εντός παρενθέσεως-end of discussion-γειωτικά, ίσως και να γλιτώσεις από μελλοντικά conflicts με τον περί ου, αλλά στην τελική πάρε κάνα βιβλίο-πανοπλία μαζί σου καλού κακού για να μην ακούσεις τα κάτωθι χρονοσκοτωτικά στην πρώτη δυνατή ευκαιρία (στη δεύτερη δεν τη γλιτώνεις όμως, οπότε πάρε και κάτι απ’ τη δουλειά μαζί κι άνοιξέ το μπας και νιώσει) ο άλλος):

«Για πε, για πε» -> (τι να πω, τα ‘πα o μαγκούφης)

«Για πες ρε μπαγάσα τι γίνεται στο / πώς πέρασες στο / τι κάνει ο... βατέβα / γουερέβα / χουέβα...» -> (πριν λίγο δεν τα λέγαμε; Σε χαιρετάνε όλα τους)

«Τι άλλα; / Αυτάαα... τι άλλα / Άλλα;» -> [εδώ, ΗΣΥΧΙΑ(δεν τα παίρνειςκιόλα). Άλλο τίποτα]

«Πες καν’ άλλο νέο. / Τα νέα σου; / Τι χαμπάρια;» -> (χαμπάρια μάντολες. Να σ΄πω, έχεις πάει Κεφαλλονιά; Κλείσε εισιτήριο. Τώρα όμως, μην κάθεσαι.)

Κι άμα ξεχαστείς και πεις «Τα ίδια. Λέγε όμως εσύ τα δικά σου κι εγώ ακούω», τότε έρχεται καπάκι:

«Εγώ; Τι να σου πω; Εσύ θα μου πεις» (ούτε ο Φέντερερ τέτοιο μπακ-χαντ... μαζέψουυυ).

«Τι ακούς, αφού διαβάζεις» (με τα μάτια ακούω ρε αδερφάκι μου;)

«Τα δικά μου στα 'πα» (κι εγώ γαμώτ, αλλά προφανώς μια φορά δε φτάνει).

Αυτάαααα... Κι άλλα πολλά όμως. Να φύγει το μήδι.

- Το λοιπόν;
- Δεν έχει...

uncomfortable silences (από vanias, 02/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην τουρκομερίτικη μαγειρική σημαίνει τσιγαρίζω, σοτάρω ελαφρώς. Ήτοι τοποθετώ το θύμα (συνηθέστερα κρέας, λαχανικά) σε σκεύος με μικρή ποσότητα λίπους* και ισχυρή φωτιά και το αρχίζω στα νταηλίκια. Κι εκείνο ζαρώνει από το φόβο του και μαζεύεται.

Γενικά, η εγχρωμάτωση των αψύχων – ειδικά των τροφίμων - με ζωηρά ανθρώπινες ιδιότητες είναι γλωσσική συνεισφορά των προσφύγων εξ ανατολής που αγαπάνε και την μαγειρική και την καλοφαγία και φυσικά τη ορεκτική κουβέντα γύρω από την ετοιμασία του φαγητού (εν είδει προπαρασκευής και παρουσίασης της τροφικής πανδαισίας που θα ακολουθήσει).

Το φοβέρισμα λοιπόν είναι μια χημική αντίδραση μεταξύ στοιχείων που περιέχονται ήδη στα φοβεριζόμενα τρόφιμα και δη των αμινοξέων (δομικά στοιχεία των πρωτεϊνών) και των αναγωγικών σακχάρων (γλυκόζης, φρουκτόζης κ.λ.π) τα οποία με τη συνδρομή τής (άνω των 140°C - κατά άλλους άνω των 149°C) θερμοκρασίας και με επιταχυντή το λίπος, οδηγούνται τελικά στη μη ενζυμική****** αμαύρωση των τροφίμων, γνωστή (τοις πάσι φτύνουσι τα μπούτια των) και ως αντίδραση Μαγιάρ.

Προφανής στόχος του φοβερίσματος μπορεί να είναι το μαλάκωμα των λαχανικών ή η θωράκισή του κρέατος, όμως τελικός και αδιαφιλονίκητος σκοπός******* είναι η επίτευξη του οικείου χρώματος(να ροδίσει ρε αδερφέ) και εκείνης της (πόρνης σε οίστρο) οσμής που σε κάνει να πεινάς σα σκυλί ατάιγο, ενώ το φαΐ είναι μόλις τρία τέταρτα της ώρας μακριά από το τραπέζι. Συνεπώς το σπάσιμο της μύτης και η οφθαλμική στύσις - που προκαλεί το μαγειρευάμενο έδεσμα - συντελείται δια του σχηματισμού των "σκουροχρώμων και οσμηρών μελανοϊδινών" που παράγονται από την άνω χημική αντίδραση των αμινοξέων με τα σάκχαρα – και φτύσ’ τα μπούτια άλλη μία.

σ.σ: Λένε ότι η μαγειρική είναι αλχημεία και η ζαχαροπλαστική χημεία και η αλήθεια είναι ότι στην κουζίνα γίνονται όντως παπάδες σε μοριακό επίπεδο. Από το φοβέρισμα, στο καραμέλωμα (παραφοβέρισμα για περισσότερο χρόνο σε θερμοκρασίες πέραν του σημείου τήξης του προϊόντος), στο καρβούνιασμα και τελικά την αποσύνθεση, γίνεται κατανοητό ότι η μαγειρική τέχνη εξελίχθηκε σε επιστήμη, για καλό ή για κακό μας. Το συλλογικό ενδιαφέρον βέβαια εστιάζεται σ’ αυτά που βλέπουμε και κυρίως σ’ αυτά που γευόμαστε. Η όλη κατάστα θυμίζει Γιώργο Κωνσταντίνου που δε θέλει να το μάθει, αλλά να το φάει. Εισάγομαι εις το τριπ λόγω επειδή έχει γιομώσει η Ελλάς, ναούμ, από διατροφολόγους που σου πετάνε χημικές ορολογίες με τρομακτική ευκολία και σε βαθμό που να μπερδεύονται οι πcεκασμένοι αν η πατάτα είναι ορυκτός πλούτος ή γαρνιτούρα. Τι να λέμε τώρα, το'να τ' άλλο ξέρω γω. Φτύνω μπούτι μια γρήγορη και μπαίνω στο παράδειγμα.

Γιώργος: Τι κάνεις εκεί;
Πλάτων: Τι κάνω.. Δε βλέπεις; Φοβερίζω το κρεμμύδι...
Γιώργος: Πρόσεχε μη σ’ ακούσει το σκόρδο και τα πάρει.

*Όσο μικρότερο το ποσοστό της υγρασίας του μείγματος, τόσο πιο γρήγορα επιτυγχάνεται το φοβέρισμα. Εξού και το σχολαστικό, στέγνωμα ή μακρόχρονο σούρωμα των προς φοβέρισμα υλικών. Ισχύει περαιτέρω ότι η προσθήκη άλλων υλικών που περιέχουν οξέα ή βάσεις (λεμόνια, μαγειρικές σόδες) ή που θα επιβραδύνει ή που θα επιταχύνει αντίστοιχα την αντίδραση. Σε αφυδατωμένες συνθήκες πάντως(σκόνες αυγών, γάλακτος κτλ) και χωρίς τσιγάρισμα, λαμβάνει χώρα ένα ξεκούδουνο αποτέλεσμα φοβερίσματος αν και το προϊόν βρίσκεται σε θερμοκρασία περιβάλλοντος. Είχε παρατηρηθεί από τους αμερικανούς στρατιώτας κατά τον 2ο ΠΠ και κατά τα λεγόμενα, φάγανε τα αρχίδια τους οι επιστήμονες να βρουν γιατί συνέβαινε. Το βρήκαν κι έκτοτε πέφτει συντηρητικό με τη σέσουλα στις σκόνες και στα λοιπά αφυδατωμένα.

** Αντιθέτως αν το μαύρισμα είναι ενζυμικό (όπως λ.χ στα τραυματισμένα, δαγκωμένα, πετσοκομμένα φρουτολαχανικά) τότε το προϊόν επηρεάζεται και αισθητικώς και ποιοτικώς, κοινώς δε σου κάνει κέφι, επειδής το ένζυμο βρίσκει και τη χώνεται στο υπόστρωμα διακορεύοντας την οργανική του προϊόντος ενότητα (φτου φτου). Έρχεται καπάκι κι ο ατμοσφαιρικός αέρας και παρέα με το ένζυμο πάνε το φρουτολάχανο παρτούζα (επέρχεται η οξείδωσις που λέμε και στο χωριό) στην γειτονιά των Αγγέλων. Εντέλει θα το πιούμε σε χυμό, όλα τα ψήνει το μαντέμι.

***Στη βιομηχανία τροφίμων δια του φοβερίσματος του Μαγιάρ και εν συνεχεία δια της αποικοδομήσεως του Στρέκερ(ατύπως το υπέρ-παραφοβέρισμα, η "έκθεση των τροφίμων σε εξαιρετικά υψηλές θερμοκρασίες") επιτυγχάνεται η απομόνωσις των εξ ων συνθέτουν τας φοβερισθείσας θροφάς. Άπαξ και απομονωθούν αλδεΰδες κλπ ύποπτα υποκείμενα, οι εφαρμογές φαντάζουν απεριόριστες. Με κάνα εφτάρι άνθρακες, μισή ντουζίνα υδρογόνα κι έναν άσσο οξυγόνο, φτιάνεις άχρωμο ή κιτρινωπό υγρό με οσμή πικραμυγδάλου.
Παρόλα τα φαινομενικώς θετικά που απορρέουν από το φοβέρισμα, ο κανών λέει ότι το αμινοξύ, που αντιδράει, χάνεται- συνεπώς μειώνεται και η θρεπτική αξία των παραγώγων του φοβερίσματος. Ως δε προς τα ενδιάμεσα προϊόντα της αποικοδόμησης Στρέκερ, αυτά εξακολουθούν να ερευνώνται ως προς τους μεταλλαξιγόνους παράγοντες που ενδεχομένως κονομάνε. Έχει δίκιο το παππούδι που φωνάζει "μην τα τρώτε φτούνα ρεεε" κι ας μην ξέρει ακριβώς γιατί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε θέση ουσιαστικού ή και επιρρήματος (ανάλογα με τη χρήση στην πρόταση), δηλώνει όλα εκείνα τα τεχνικά χαρακτηριστικά συσκευής που, είτε ξέρουμε και βαριόμαστε να απαριθμήσουμε, είτε απλώς δεν ξέρουμε αλλά για κάποιο λόγο ακούγονται φοβερά και τρομερά αλλά «πώς τα λένε μωρέ...;».

  1. Από την τηλεφωνική φάρσα «Τέλος»..

- Έχεις κινητό με κάμερα;
- Με κάμερα, με vga, με χύσ' τα μέσα, τα πάντα μωρό μου

  1. - Ωπ, καινούργιο pc; Με γεια! Τι λέει;
    - Γαμάει... με οικολογικές μητρικές, με power save κάρτες γραφικών, με επεξεργαστές με πράσινη λογική, με χύσ' τα μέσα...

Στο 3:30 - 3:32 λύνεται η απορία... (από HODJAS, 31/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γενικώς το καζανάκι. Γιαγιαδισμός. Στην Καναδία ξέρουμε τι είναι. Κι αν αυτοί οι ξενέρωτοι νομίζουν ότι στην Ελλάδα δεν έχουμε, γελιούνται οικτρά. Υπάρχει σε κάθε σπίτι που υπάρχει και γιαγιά *. Πρόκειται για το δικό μας καταρράκτη τσέπης.

Κατά κυριολεξία, όχι οποιοδήποτε καζανάκι, αλλά εκείνο το κακοφορμισμένο, επίτοιχο ** από βαρέως τύπου μαντέμι με το αυτοσχέδιας στήριξης πλέον φλοτέρ και την ορφανή από χερούλι καδένα που δε λέει, όπως κι ο ορίτζιναλ νιαγάρας να σταματήσει να τρέχει στη λεκάνη μα και την πλάτη του επικαθημένου εις τον θρόνον (σε απόλυτη αρμονία με τη λαϊκή σοφία των ελληνικών καφενείων: οι θέσεις δεν πρέπει να είναι αναπαυτικές, προκειμένου να ανανεώνονται ταχύτερα οι πελάτες).

*πέριξ της επταετίας η Ελλάς επλημμύρισε (sic) από νιαγάρας που τοποθετούντο σχεδόν σε κάθε δημόσιο κτήριο (σχολειά – γυμναστήρια-κτελ-δημόσιες τουαλέτες) αλλά και πλασάροντο στους ιδιώτας ως τα αθάνατα καζανάκια. Είχε εγγίσει πλέον η ώρα να γίνει το λουτρό σύστημα και να κοπεί η συνήθεια της υπαιθρίου πραγματοποίησης της ανάγκης.

** "Τύπου νιαγάρα" τα ονομάζει πια η αγορά - υπήρχε και επιγραφή στα γνήσια "δα μπεστ ναϊάγκρα", "δα νιού μπεστ ναϊάγκρα", "δα βέρυ μπεστ ναϊάγκρα" κ.ο.κ. Με δεδομένο ότι κάποια αντικείμενα εδραιώθηκαν στην καθομιλουμένη με το όνομα της μάρκας τους αντί της ιδιότητάς τους (βλ. άβα αντί για υγρό πλυσίματος πιάτων κι ας ήταν πάλμολιβ, τάιντ αντί απορρυπαντικού ρούχων κι ας ήταν ρολ κτλ), ήταν λογικό να επικρατήσει ο νιαγάρας που ακούγεται στο επαρχιώτικο αυτί αστικότερος, πιο κοσμοπολίτικος και συνεπώς πιο ελεγκάντ από το υποκοριστικό του καζανιού.

Γιαγιά Γιώργου: Τράβηξες το νιαγάρα;
Γιώργος: Άσε μας ρε γιαγιά..
Πλάτωνας: Τράβηξέ τον νιαγάρα ρε παλιομαλάκα, καλά σου λέει η γυναίκα θα μας ψοφήσεις πάλι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεκινάμε από τα προφανή. Το ρήμα προκύπτει (ή απ'αυτό το ουσιαστικό; η κότα και τ' αβγό...) από την εύκαμπτη, ελαστική, ισχυρά τεντωμένη δωρική κορδά που μας πήραν οι λατίνοι κι έτρεψαν σε chorda, επέστρεψε στα πάτρια κατά το μεσαίωνα ως κόρδα και πλέον την λέμε χορδή.

Ολόκληρο ταξίδι στο χωροχρόνο δηλαδή για να ανέβει μια συλλαβή ο τόνος σε μια λέξη που έμελλε στην σημερινή της μορφή (μετά και τις αλλαξοκωλιές των ουρανικολήκτων και την τροπή του α σε η) να ξαναρίξει τον τόνο και τελικά να θυμίζει αγενές αέριο. Κι όποιος το πιστέψει είναι έτοιμος για έδρα καθηγητού γλωσσολογίας.

Κορδώνω σημαίνει «τεντώνω στα όρια σπασίματος», «στρετσάρω».

Πάμε στα δικά μας γιαβάς-γιαβάς. «Τον». Ποιον; Εκεί εντοπίζεται όλο το παν. Ποιον μπορεί να κορδώνω; Ποιον επιτέλους, αν όχι «αυτόν» που μας χαρακτηρίζει ως φύλο.

Και τι μπορεί να σημαίνει η πλήρης έκφραση τον κορδώνω; Κατ' ελάχιστο σηματοδοτεί ακόμα ένα σουρεαλιστικό (βλ. πέος ως έγχορδο) και σκοπίμως βερσατίλ στη χρήση διαμάντι της πελοποννησιακής αργκό, από εκείνα που λατρεύουμε να απευθύνουμε και μισούμε να μας απευθύνουν.

Τον κορδώνω στη θετική του χροιά σημαίνει την ετοιμότητα προς διακόρευση, γενικώς προς δράση, συνεκδοχικά το πάθος, τον ενθουσιασμό για αυτό που επίκειται να γίνει.

Στην αποθετική -και συχνότερη, εννοείται- διάστασή του, σημαίνει την τεμπελιά και δη εκείνη την τεμπελιά που χαραμίζει τις μετρημένες στύσεις που δικαιούται ο ανήρ στη διάρκεια μιας ζωής (οι οποίες δεν θα είναι ποτέ αρκετές, όσες κι αν είναι). Το χείριστο είδος απραξίας δηλαδή, η αεργία, η αναβλητικότης.

Άβυσσος η ψυχή του Πελοποννησίου. Όσο αβυσσαλέα είναι η σχέση του με φτούνο το θαυμάσιο πράμα που χαρίζει ηδονές και σκορπίζει τιμωρίες. Εάν λοιπόν το χρησιμοποιείς σωστά, τον κορδώνεις και προχωράς. Εάν όχι, τότε κάθεσαι και τον κορδώνεις.

Αναλυτικά:

Η πελοποννησιακή εκδοχή του ανδρισμού, κατ' επέκταση της ωφέλιμης χρήσης του ανδρικού μορίου, εστιάζεται κι ευδοκιμεί στις δύο κυρίαρχες δραστηριότητες του είδους μας, τον πόλεμο και τον έρωτα*. Πρόκειται για μαθητεύουσα δια βίου κατάσταση που απαιτεί διαρκή εγρήγορση (κόρδωση, ετοιμότητα) κατά τη λήψη αποφάσεων που μπορούν εν δυνάμει να θέσουν εν αμφιβόλω** τον ανδρισμό τινός.

Συνάγεται δε πελοποννησιακώς ότι έχεις κατακτήσει το νόημα της ζωής του άρρενος αν αφενός εντρυφείς στις χαρές της (διαμέσου των απολαύσεων που γενναιόδωρα μοιράζει το εν κορδώσει πέος) κι αν αφετέρου γνωρίζεις τι θα ειπεί να είσαι άνδρας (ήτοι να διατηρείς τη στύση σου- το υψηλό ηθικό σου σε κάθε έκφανση των δραστηριοτήτων σου). Ω! Είναι λιτοί οι βίοι των Πελοποννησίων ανδρών, λιτοί κι απέριττοι.

Ως δε προς την αποθετική χρήση, άντρας βεβαίως δεν είναι όποιος τον έφαγε κτλ (είναι άλλωστε ανύπαρκτα τέτοιου τύπου διλήμματα κάτ' απ' τ' αυλάκι) αλλά ούτε είναι άντρας όποιος απόσχει, δεν συνεισφέρει στο νταραβέρι, δεν επιφέρει ποικίλες μεταβολές δια της βροντερής εν κορδώσει κοινωνικής του παρουσίας στον εκάστοτε χώρο. Οι εν οίκω κορδώσεις άνευ μαρτύρων είναι ωσαύτως άνευ ουσίας.

Αντώνυμο ο ακόρδωτος/ξεκόρδωτος/αξεκόρδωτος. Παράγωγο η μονοκορδωσιά, ήτοι η χωρίς χαλάρωση του πέους δισυνεχόμενος συνουσία, την οποία συχνάκις χρησιμοποιούν μεταφορικώς οι πελοποννήσιοι για να περιγράψουν εξουθενωτικές κι ανελεήτως αδιάλειπτες συνθήκες. Αξίζει δικό της λήμμα αλλά δε βαριέσαι.

κυριολεκτικώς: Την πήδηξε δυο φορές μονοκορδωσhά.

μεταφορικώς: Πήγα άυπνος στη δουλειά (δι’ υπαλλήλους) / μετά το τρένο ανέβηκα βαπόρι (δια ταξιδιώτας) / είχα συνεχόμενα ραντεβού από τις 5 έως τις 10 (δι’ ελευθέρους επαγγελματίας) / σε μια μέρα επισκέφθηκα Ναύπακτο-Πάτρα και Αίγιο(δια πωλητάς) => το πήγα/με πήγε μονοκορδωσhά.

Έτερες συγγενείς χρήσεις βλ. σχετ. τα κόρδωσα ήτοι «τα τίναξα», αλλά να μην συγχέουμε τα σώβρακα με τα πουκάμισα.

Ως προς τα του λήμματος, ξεκινώντας από το αποθετικό:

Πλάτων: Τζώρτζ, αύριο λήγει η προθεσμία για τα ταμεία, πετάξου να αιτηθείς τη δοσοποίηση.
Γιώργος: Αμάν! Αύριο λήγει;
Πλάτων: Αφού κάθεσαι και τον κορδώνεις.. μια βδομάδα είναι που στο λέω..

Το θετικώς διακείμενο:

Πλάτων: .. Και που λες μπαίνει μέσα ο ρουμάνος κι αρχίζει το γκριντάφ.. «Από δω και μπρος» λέει «θα στέλνετε με φαξ τα τιμολόγια στο γραφείο αμέσως μόλις τα πάρετε». Τον κορδώνω κι εγώ και του λέω «Κε Διευθυντά εμάς μας έχουν φάει οι δρόμοι, στο λογιστήριο έγινε η μαλακία, εμείς θα τα ακούσουμε πάλι;»
Γιώργος: Κι αυτός τι είπε;
Πλάτων: Ε; τι να πει.. δεν τον έπαιρνε.


* Όπως λακωνικά διευκρίνισε ο θρυλικός εκπαιδευτής Χάρτμαν των πεζοναυτών του Κιούμπρικ, αναπαύοντας επί δεξιού ώμου το M-14 και κραδαίνοντας με την αριστερή την τσουτσούνα του, «αυτό είναι το ντουφέκι κι αυτό ειν’ το πιστόλι, αυτό είναι για να μάχομαι και το άλλο για διασκέδαση». Όλο και κάποια ριζούλα από τα άγια χώματα θα συνυπήρχε μέσα του. Το δίδαγμα είναι προφανές: «οπλίζω» και «κορδώνω», ναι μεν φαίνονται συναφή, πλην αλλ' όμως πρέπει να διαχωρίζονται με σαφήνεια.

** Στις παρανοϊκές τους στιγμές οι Πελοποννήσιοι βλέπουν δαίμονες τέτοιας αμφισβήτησης ακόμα και στον τρόπο που κρατάνε το ποτήρι του κρασιού.

πεζοναύτες εν κορδώσει

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified