Αν είσαι ποδοσφαιρόφιλος, εναλλακτικά αν έχεις ακούσει τα ανδραγαθήματα του Χρυσόστομου του Ψωμιάδη, ή αν θυμάσαι τις σχετικές μιμήσεις του Μητσικώστα, ή αν απλά έχεις δει τις διαφημίσεις της Wind και σου λέει κάτι το όνομα Τάκης Σπυριδάκης τότε ξέρεις και τι σημαίνει το «αγαπούλα».

Αν δεν έχεις ιδέα, τότε απλά σχημάτισε στο μυαλό σου την εικόνα ενός αρχιμαφιόζου που μιλάει σε όλους τρυφερά λίγο πριν τον καβαλήκουν τα δαιμόνια κι αρχίσει τα νταηλίκια – υποβοηθούμενος πάντα από υποτακτικούς φουσκωτούς. Εικόνα σύμφωνη με αυτήν του κοινωνικά απροσάρμοστου ψυχοπαθή που φτιάχνει μεσ’ το μυαλό του τις κατάλληλες συνθήκες για να κλείσει μεν σπίτια αλλά να μπορεί να κοιμάται ήσυχος το βράδυ με τις μαλακίες που έχει κάνει γιατί, «με είδες πως του μίλαγα.. τα ζήταγε όμως ο κώλος του». Θέλει χοντρή πέτσα και σιδερένιο στομάχι το επάγγελμα και οι μάπες δεν χαρίζονται γιατί για ένα όνομα ζούμε σ αυτήν την κενωνία.

Προφέρεται με αλάνικο τουπέ – σαν να έχεις κεράσια στο στόμα και να προσπαθείς ταυτόχρονα να μιλήσεις. Ταιριάζει σε συνθήκες τ. «πω πω μας τα ζάλισες, αλλά θα κάνω μια τελική προσπάθεια να κρατήσω την ψυχραιμία μου και να σου δώσω άλλη μια ευκαιρία να μαζευτείς γιατί είμαι larger than life τύπος» αλλά και σε χαβαλέ φάση μεταξύ σερνικών με αυτοπεποίθηση που καταλαβαίνουν ότι η αντρίλα είναι πάνω απ’ όλα ρόλος που πρέπει να υποδυθούν.

  1. Πλάτων: Ρε μαλάκα Γιώργο, να σου πω παντρεύεσαι;
    Γιώργος: Ναι λέμε.
    Πλάτων: Ρε μαλάκα, πας καλά; Γιώργος: Έχω κλείσει ήδη παπά.
    Πλάτων: Ρε μαλάκα σοβαρά;
    Γιώργος: Αγαπούλα, κοφ’ τα «ρε μαλάκα». Είπαμε, παντρεύομαι. Πλάτων: Ρε αγαπούλα είσαι μαλάκας. Δεν παίρνεις από λόγια.

  2. Πλάτων: Πες του δεν έχω κρασί, να φέρει ένα όπως έρχεται.
    Γιώργος: Λέει δεν έχει κρασί, να φέρεις ένα όπως έρχεσαι.
    Δημήτρης: Τι κρασί θέλει;
    Γιώργος: Τι κρασί;
    Πλάτων: Το ίδιο που πήρε και την άλλη φορά.
    Γιώργος: Το ίδιο που πήρες και την άλλη φορά
    Δημήτρης: Νεμέα;
    Γιώργος: Νεμέα;
    Πλάτων: Ε, δε θυμάμαι τώρα
    Γιώργος: Ρε μαλάκες πώς την έχετε δει, αγαπούλα πούλα; Παρ' τον να του τα πεις εσύ. Σταδιάλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

..επέρασεν. Όμως δεν ήγγισεν. Άρα απεβίωσε ο γείτων.

Ήτοι καμία σχέση, ούτε καν. Το περνάν από κοντά, απέχει παρασάγγας, οπότε δεν υφίσταται ουδεμία εγγύτητα, ουδεμία πιθανότητα και τέλος ουδεμία ελπίδα να επιτευχθεί ο εκάστοτε στόχος. Κλασική Χιώτικη λαϊκή έκφραση κι ως εκτουτού πάντοτε επίκαιρη, υπερπληθής ειρωνείας. Έρχεται ως απάντηση- αντίβαρο σε παρόλες, φανφαρονισμούς, λεονταρισμούς και έτερες βαρύγδουπες υπερβολές.

Περί της ειρωνικής διάστασης του εν λόγω βλ. σχ. συνώνυμα "εκεί που έχεσεν η Λέχου βγήκε η Τζούλη Βίκου", αλλά και τα γνωμικά που παραπέμπουν στο χέσιμο του κόσμου ολάκερου από ένα και μόνο έντομο που άρτι απέκτησε πρωκτόν. Δε 'α σηκωθούν τα ποδάρια να βαρέσουν το κεφάgλ', ναούμ.

Έτερο περιφραστικό συνώνυμο "ο γάμος του καραγκιόζη".

Αντώνυμο το "κανεύ(γ)ω",[πιθανότατα εκ της κάνης- σημαδεύ(γ)ω και επιτυγχάνω τον στόχο μου] και μπόνους το πελοποννησιακό "κοτρώνω" (πιθανότατα εκ της κοτρόνας, καθότι οι πελοποννήσιοι είναι αρχαιότατοι μαχηταί, από την εποχή του λίθου, λέμε τώρα) δια τους ομιλούντας αμφοτέρους τις διαλέκτοι.

Πλάτων: Τι θα γίνει με κείνα τα λεφτά;
Γιώργος: Λυπούμαι για λογαριασμό σου.. εντροπή πλέον να με ταλαιπωρείς με προπέρσινα ζητήματα..ακόμα εκείνα τα χρήματα σκέφτεσαι; Δε σου ανήγγειλα εμπροθέσμως κι εγκύρως ότι διέγραψα μονομερώς το χρέος μου; Πάνε αυτά, ω Πλάτων, ξέχασέ τα! Αν παρ' ελπίδα έχεις τίποτα νωπό να διαπραγματευτούμε, είμαι όλος αυτιά.
Πλάτων: Από κοντά επέρασες Γιωργάκη... Δεν είναι ώρα για διαπραγματεύσεις αλλά για αποφάσεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαντάται και ως αρχιδοκούμπι, αρχιδοακούμπι.

Προκειται για το «δυο δάχτυλα και κάτι», το περίνεο στα χιώτικα... αλλά πόσες φορές και σε ποιο context θα χρησιμοποιήσεις τη λέξη περίνεο, για να τη θυμάσαι τη στιγμή που θα τη χρειαστείς; Είναι άλλωστε συνήθειο να μεταλλάσσουμε τους ιατρικούς όρους στο περιγραφικότερό τους. Άσε που υπάρχει και όρος Πελιναίο στη Χίο κι αντί για ανατομία μπορεί να καταλήξεις να συζητάς για γεωγραφία (βλ. Ερωτογενείς Ζώνες) και να νομίζει ο συνομιλητής σου ότι πήγες ξεβράκωτος για αναρρίχηση.

Κατά τον προ Σιφρέντι σέβεντιζ ορισμό –που στερείται φαντασίας– «είτε επισκεφτείς το μπρος είτε το πίσω, εκεί θα ακουμπήσεις τ' αρχίδια σου». Στη μετά Ρόκκο εποχή, με τα ανάποδα ψαλίδια και τα γεφυράτα ροντέα (και με πλήθος άλλων αντισυμβατικών ερωτικών στάσεων), γίνεται κατανοητό ότι έχει κι άλλα μέρη να τα ακουμπήσεις, οπότε το λήμμα αποκτά έναν μάλλον ρετρό χαρακτήρα.

— Και που λες ανησυχώ, γιατί η Μαρκέλλα έχει βγάλει ένα σα σπυρί στο, ανάμεσα στο... μεταξύ του... στο... Πώς το 'πες ρε Παντελή;
— Στο αρχιδακούμπι;
— Αυτό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

...να βγει από μέσα σου.» Σε πείσμα της τρομολαγνείας, των καταστροφολογικών σεναρίων και του φόβου που πουλάει, ερεθίζει, ελέγχει και κατευθύνει, υπάρχει πάντα μία πατρική φιγούρα γύρω μας και ξέρει ακριβώς τι να σου πει για να αισθανθείς ασφαλής, γιατί στο βάθος είμαστε όλοι φτιαγμένοι από το ίδιο χολλυγουντιανό υλικό. Κρίση, απόγνωση, απελπισία, είναι καταστάσεις του μυαλού και ως τέτοιες έχουν το αντίδοτό τους. Εκεί που το καλό και το κακό συνυπάρχουν, συγκρούονται, συνθλίβονται κι αφήνουν συντρίμμια αβεβαιότητας και δευτερομαντεψιάς, θα 'ρθεί ο από μηχανής λέουρας που έχει περάσει από χίλια κύματα και ξέρει. Ή τουλάχιστον έτσι θέλουμε να πιστεύουμε. Και θα πει αυτό που θέλουμε να ακούσουμε. Και μεις θα ανταποκριθούμε. Γιατί όσο εύκολα φέρνουμε την καταστροφή, άλλο τόσο την ξορκίζουμε κιόλα. Το επόμενο είδος που θα κυριαρχήσει στη γη θα φάει μαλλιά με την πάρτη μας...

  1. Λαρούσσο: - Δεν μπορώ, δε μπορώ να το κάνω αυτό.. δεν γίνεται να φύγουμε; Φοβάμαι! Πάμε σπίτι! Φοβάμαι!
    Μιγιάγκι: - Ντάνιελ σαν, δεν τρέχει (και) τίποτα αμά χάσεις από (τον) αντίπαλο. Τρέχει όμως άμα χάσεις από (τον) φόβο (σου, για τον αντίπαλο)...
    Λαρούσσο: - Φοβάμαι! Τον φοβάμαι αυτόν τον τύπο! τι να κάνω γι αυτό;
    Μιγιάγκι: - Συγκεντρώσου! Το καλό καράτε είναι ακόμα μέσα. Τώρα (είναι) ώρα να βγει έξω.

  2. Πλάτωνας: - Γιώργο το πληρώσαμε το χαράτσι;
    Γιώργος: - Όλα κομπλέ.
    - Αυτό σημαίνει ναι;
    - Γκιουζέλ.
    - Ρε αγαπούλα, λέγε να ησυχάσω..
    - Εσύ κοίτα τη δουλειά σου κι εγώ τη δική μου...
    - Κάθε φορά μου βγάζεις την ψυχή ρε γαμημένε. Λέγε ρε, το πλήρωσες;
    - Άσε το καλό καράτε να βγει από μέσα σου.
    - ...τι είναι πάλι αυτή η μαλακία;

(από vanias, 03/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ των λέξεων "αστακός" και "δίχτυ", το δίχτυ για το ψάρεμα του αστακού. Το εν λόγω είναι δίχτυ βυθού, από χοντρό και γερό νήμα με μεγάλα μάτια, μανωμένο, χωρίς φελλομόλυβα κι αφού προορίζεται για συγκεκριμένο θήραμα, ανήκει στα λεγόμενα επιλεκτικά αλιευτικά εργαλεία.

Με δεδομένο δε ότι ο αστακός εξαιτίας του τραχέος κελύφους του, περαιτέρω της περιορισμένης κινήσεώς του επί του βυθού και τέλος της έλλειψης ευελιξίας του, αρκεί απλά να πλησιάσει στο δίχτυ για να συλληφθεί, γίνεται κατανοητό ότι το αστακόδιχτο κατά κανόνα δεν χρειάζεται (συνεπές)λέντισμα και νετάρισμα, πολλώ δε μάλλον μαντάρισμα.

Οι περισσότεροι ερασιτέχναι αλιείς άμα τω σαλπαρίσματι, το ξαναμολάρουν για την επόμενη καλάδα κι έτσι το δίχτυ βρίσκεται σε μόνιμη δραστηριότητα, πράγμα που είναι και λογικό και πρακτικό αφού η διάρκεια του συγκεκριμένου ψαρέματος (= παραμονής του διχτυού στο βυθό)ξεκινάει από τις δέκα ώρες και σε περιπτώσεις τρικυμίας μπορεί να φτάσει μέχρι και δύο μέρες.

Επειδή όμως μέχρις εδώ δεν διαφαίνεται η σλανγκική χρήση του αστακόδιχτου, πάμε στα ετρούσκικα:

Αστακόδιχτο είναι το κακοπαθημένο δίχτυ, το οποίο προοριζόταν για άλλη χρήση, αλλά το γαμήσανε οι φώκιες, τα υφαλοπιασίματα με τα επίμονα βιντζοτραβήγματα και κυρίως η βαρεμάρα (και η απογοήτευση) του ψαρά να ασχοληθεί σοβαρά με το εν γένει συγύρισμά/συντήρηση του διχτυού. Για να μην πεταχτεί και βέβαια για να μην αντικατασταθεί(κόστος που απαιτείται για 500 μέτρα νάιλον δίχτυ τη σήμερον Μάη του 2015, γύρω στα 700 ευρώ) ο ψαράς του τροποποιεί τη χρήση, το βαφτίζει αστακόδιχτο, το απογυμνώνει από φελλά- μολύβια (αν έχει)και το πετάει στη θάλασσα κι ό,τι βγάλει.

σ.σ: Προκειμένου να του πιάνει άχρηστο τόπο, καλύτερα να το ψαρεύει. Κι άμα βγάλει; Τότε είναι που δε θα πεταχτεί ποτέ. Οι αλιείς είναι φύσει προληπτικοί κι ότι τους βγάλει μια φορά μεροκάματο το αγαπάνε μέχρι θανάτου. Από βάρκες μέχρι αλιευτικά μέσα, μέχρι σημάδια (τόποι ψαρέματος) και καιρικές συνθήκες, οι εμμονές και η μυστικοπάθεια πάνε και σύννεφο και χέρι-χέρι.

Η καταγωγή του είναι νησιωτική από Χίο, βεβαίως, και φαντάζομαι όχι μόνον. Τα Ψαρρά μπορεί να έχουν τη χάρη της πληθώρας των αστακών, στα Καρδάμυλα όμως το έχω ακούσει να χρησιμοποιείται κατά κόρον από τον Νικόλα και τους συν αυτώ που έχουν βαλθεί να γεμίσουν τις αποθήκες των (αλλά και άλλων, μη τρεφόντων αγάπη εις το hoardıng) με κουρέλια.

Αντώνυμο μάλλον είναι το αψάρευτο δίχτυ, του κουτιού που λέμε.

Συνώνυμο το κουρέλι/κουρελόδιχτο.

Πλάτων καρδαμυλίτης αλιεύς: εδώ δε πως το κάμανε..να γαμήσω και τις χελώνες, να γαμήσω και τα δολφίνια..Τι 'α ράψεις απο έδεφτο το πράμα;

Γιώργος λαγκαδούσος παραγιός: 'Α το κάμεις αστακόδιχτο αφεντικό, όπως έκαμες και τα άλλα δύο που σου πεφτώσανε τα κήτη.

Πλάτων αλιεύς: αστακόδιχτο 'α κάμω το σώβρακό σου που το φορείς από πρόπερσυ...

Γλωσσίδιον:

- νήμα: προφ. το χρυσίζον κομμάτι του διχτυού. Μπορεί να είναι νάιλον, "πολύκλωνο κρυσταλιζέ" και μεταξωτό (για επιδέξια ψαρέματα). Αν και η σκέψη ότι οι Κινέζοι ως πρωτοπόροι στην εν λόγω μέθοδο (από το 2800 πΧ) τα φιάνανε από μετάξι είναι ρομαντικοτάτη, η μέχρι τούδε αλήθεια υποστηρίζει ότι τα πρώτα δίχτυα ήσαν φτιαγμένα μεταξύ άλλων από ήμερη κάνναβη. Οι δικοί μας που ήσαν πιο ξύπνιοι φτιάναν δίχτυα από την εύκαμπτη ιτιά - και τρώγανε τους σπόρους της κάνναβης για να ρίχνουν τα τριγλυκερίδια (αφού ως γνωστόν εμείς είχαμε από τότε χοληστερίνη).

- μάτια: τα ανοίγματα του διχτυού, [μετριέται και τεντωμένο και χαλαρό]. ενδεικτικά 7mm για την αθερίνα, 220mm για τον αστακό. Εξού και το επιλεκτικό του αλιευτικού εργαλείου, μόνο αστακός πιάνεται σε φτούνη τη χοάνη. Μάτι πάντως λένε οι μυημένοι στα αλιευτικά και το άνοιγμα του διχτυωτού καλσόν.

- μανωμένο : με περισσότερα του ενός φύλλα διχτυού (δύο-τρία). το "απλάδι" επί παραδείγματι είναι μονό φύλλο και κερδίζει σε (κατά νόμο)ύψος(έως 10μ αντί των έως 4μ του μανωμένου). "μανός": ο χαλαρός, αραιός βρόγχος που διευρύνει το πάχος του διχτυού και καλύπτει έτσι μεγαλύτερη επιφάνεια σε πλάτος στο βυθό.

- φελλά: φελλοί, τα σαν λουκουμάδες πορτοκαλοκόκκινα κοκκάλινα/από PVC μέρη, που περνώνται από το πάνω σκοινί των διχτυών. Εσχάτως αντικαθίστανται από φελλόσχοινο (σχοινί με καρδιά από φελλό) για να μην ζορίζονται τα δίχτυα στο σήκωμα και να μην κακοπαθαίνουν, όπως τα αστακόδιχτα, κακή ώρα.

- μολύβια: βαρίδια από μολύβι, συνήθως μακρόστενα κυλινδρικά, περνώνται στο κάτω σχοινί. Εσχάτως αντικαθίστανται από μολυβόσχοινο (σχοινί με βάρος έως και 500 γρ. ανά μέτρο) για τους ως άνω λόγους. Πάνω φελλοί και κάτω βαρίδια δια της άνωσης και της βαρύτητος εξασφαλίζουν την επιθυμητή υποθαλάσσια στήση, ναι,ναι στήση του διχτυού.

- Λέντισμα: το ξεμπέρδεμα των διχτυών μετά το μάζεμα. Σε άλλα μέρη (Μεσολόγγι κατά το νετ και Πορτοχέλι όπου μετέφεραν οι Μεσολογγίται την τεχνογνωσία των)το λέντισμα αναφέρεται ως ιδιότυπος τρόπος ψαρέματος που θυμίζει ένα συνδυασμό του ποταμίσhου"παρακλαδιού"(για τους Πελοποννησίους αναγνώστας) με "βολόδιχτο" (για τους μερακλήδες και ατρομήτους μεταμεσονυκτίους αλιείς).

- Νετάρισμα: το καθάρισμα από υπολείμματα οστρακοειδών, φυκιών κλπ. Οι Χίοι το χρησιμοποιούν στην καθομιλουμένη αρκετά:

1) Πα' νετάρω (τελειώσω-σπατσάρω- καθαρίσω) τις δουλειές μου

2) Νετάριζε (βγόδωνε, σάλευγε) να φεύγωμε

- σαλπάρισμα: μάζεμα του διχτυού εκ του ιταλ. salpare, πιθανολογώ ως παραλληλισμό με το σήκωμα της άγκυρας ως τελευταία πράξη των προς αναχώρηση πλοίων. Όποιος γνωρίζει, σχολιάζει.

- μολάρισμα: ρίξιμο των διχτυών εκ του ιταλ. mollare , να αμολάς, να αφήνεις, να χαλαρώνεις. ΟΧΙ εκ του ψωνίζω με τα μάτια στο δα μωλλ.

-Καλάδα: το σύνολο της ψαριάς, αντιδάνειο εκ του ιταλ. calare- να χαμηλώνεις (βυθίζεις) κι αυτό με τη σειρά του από το Χαλάω/Χαλαρώνω. Γενικώς γίνεται της καργιόλας με τη λέξη καλάρω. Άλλος τη χρησιμοποιεί για σηκώματα διχτυών, άλλος για ριξίματα κι άλλος για το σύνολο του ριξιμοσηκώματος.

- μαντάρισμα: ότι κάνουμε και στις τρούπιες κάρτσες.. με τη διαφορά ότι βλέπεις τον άλλο ολόκληρο γαϊδούρι κοκκινόσβερκο να κάθεται με τη σακοράφα στα βότσαλα αξυπόλητος με γυρισμένα τα μπατζάκια και δώστου σταυροβελονιά. Έχει κάτι το σουρεάλ η όλη σκηνή. Ειδικά όταν παρεμβαίνει σε κουβέντες που νομίζεις ότι δεν παρακολουθεί γιατί έχει δήθεν το μυαλό του στον αργαλειό. Μέγιστη αφορμή για κοπροσκύλιασμα μακριά απ' τη γυναίκα το μαντάρισμα..

Και δύο μπόνους που προκύπτουν από το γλωσσάρι αλά ινσέψιο:

βολόδιχτο:δίχτυ μικρού σχετικά μήκους (100-200 μ) με πυκνότατη πλέξη (πολύ μικρά ανοίγματα) με το οποίο κυκλώνεις την περιοχή ενδιαφέροντος, έπειτα προκαλείς θόρυβο χτυπώντας τα κουπιά στη βάρκα για να ωθήσεις τα ψάρια προς το δίχτυ και το μαζεύεις σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα (άμα τη γραφή του κύκλου).

Παρακλάδι: Γαμώ τις φάσεις. Εκτροπή της ροής του ποταμού στα σημεία που διακλαδίζεται με πασσάλους και λοιπά σύνεργα(μουσαμάδες, κλαδιά κτλ) προκειμένου να διοχετευθεί όλο το νερό στο ελεύθερο κλαδί. Στη συνέχεια στερεύει το νερό στο ταμπουριασμένο κλαδί και καταλήγει εν είδει ρυακίου να φιλτράρεται όλο μαζί με τα εντός του ψάρια μέσα από ένα συρμάτινο χωνί ("καλαμωτή") στρατηγικά τοποθετημένο. Μετά από τρεις ώρες δουλειάς δέκα ατόμων βγάζεις κάνα κιλό ψαράκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άμα είσαι μιας κάποιας ηλικίας, τότε παιχνιδομηχανές, κονσόλες, πλέη-στέησον, ιξμπόξ, γουί και λοιπά μεταγενέστερα των ογδόνταζ μπλιμπλίκια για σένα θα ονομάζονται πάντα ατάρι.

Γιατί είναι εξωτική-ψαρωτική ονομασία, γιατί το θυμάσαι από το «πατάρι»(που βρίσκεται τα τελευταία είκοσι χρόνια) και γιατί μπάσει περιπτώσει, κατάλαβες τι εννοώ, αυτό που το βάνεις στην τηλεόραση και παίζεις.


  1. - Τι του πήρες του μικρού για τα γενέθλια;
    - Ένα ατάρι από αυτά τα μαύρα. Το άσπρο ήταν πιο φτηνό αλλά δεν έβγαζα άκρη μαζί του.
    - Έχει βγάλει ένα κι η νιτέντο.
    - Ατάρι;
    - Ναι (άντε γεια).


  2. - Δε μου λες, δεν κλείνεις το ατάρι να ανοίξεις κάνα βιβλίο;
    - Το ποιο;
    - Με δουλεύει κιόλας το μαλακιασμένο...


  3. - Μωρ’ τι μαλάκας είναι τούτος; Που σταδιάλα τον βρήκατε και τον βάλατε αρχηγό;
    - Να τον αφήσεις ήσυχο τον Τζέφρι. Τον είδαμε και τον χοντρό, όλη μέρα καβάλα στο ατάρι...
    - (Τρίτος πετάγεται) Πάλι για ποδοσφαιρικά μιλάτε; θα σας αλλάξω θρανίο.

η γλύκα του να κάνεις τίποτα (από vanias, 14/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρυφερό κομμάτι σάρκας, άλλοι το τοποθετούν στο εσωτερικό του μηρού και άλλοι, περισσότεροι, στο κομμάτι του δέρματος που καλύπτει τον πλατύ ραχιαίο μυ. Γενικά και σχεδόν απροσδιόριστα το ευαίσθητο και εξαιρετικά επώδυνο για χαλάουες και λοιπές αισθητικές παρεμβάσεις σημείο του σώματος που ο αφελής πιστεύει εσφαλμένα ότι θα το κουράρει αποτελεσματικότερα με δυνατές κραυγές παρά με τις λοιπές μεσαιωνικής σύλληψης μεθόδους (βλ. «Άτλας της Χιώτικης Ανατομίας»).

- Πάρε μια ανάσα και «χρααααατς».
- ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑχχχχ (λυγμ)
- Εχμφ, αφού σου 'χω πει ότι πονάει η γαδαροψυχή. Κάθε φορά φωνάζεις λες και σου παίρνω την παρθενιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από που να ξεκινήσεις και που να τελειώσεις... Από τη μισητή μορφή του Ισκαριώτη; Από το γεγονός ότι ο ρουφιάνος χαιρόταν τον έρωτα; Από τα φιλιά που έδινε αβέρτα που να μη σώσει; Από τον πλεονασμό του «γαμώ τα γαμήσια»; Απ' όπου και να το καρκατζαλώσεις μέσα είσαι.

Σε ένα γενικότερο πλαίσιο του γαμώ αντιχρίστους, διαβόλους, τριβόλους κλπ, θέλω δηλαδή να βρίσω θεία –αλλά όχι, δε θα το επιτρέψω στον εαυτό μου. Αλλά ναι. Αλλά όχι... Στήσου Ιούδα να ξεχαρμανιάσω γιατί τα θέλει ο κώλος σου...

— Κωστάκη πήρε ο Κώστας και είπε ότι η παραγγελιά του Ντίνου ακυρώθηκε. Kρίμα ρε γαμώτο, τόση ώρα φάγαμε στα τηλέφωνα...
— Δώμου το τηλέφωνο μη γαμήσω τίποτα... Έλα ρε Κώτσο, τι έγινε ρε γαμώ τα γαμήσια του Ιούδα γαμώ το γαμώ μου μέσα γαμώ;
— Άστα γαμηθήκαμε...

Δες και γαμώ + αντικείμενο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλαδή «όπου ακούς πολλά κεράσια κράτα και μικρό καλάθι», αλλά στο πιο νησιώτικό του... Τα στοιχήματα και τα παχιά λόγια σε σχέση με την κολύμβηση, τις αποστάσεις και τις αντοχές ήταν και είναι πολύ κοινά στα νησιά.

Ο χρήστης αρνείται να πειστεί στα λόγια κάποιου που υπόσχεται πάρα πολλά, αλλά ακόμα δεν έχει δείξει τίποτα.

«Για’δε» = Για δες, άκου, πρόσεξέ με.

Ο «κολυμπητής» εν προκειμένω δεν είναι απλά κάποιος που κολυμπάει, αλλά τίτλος τιμής που απονέμεται σε αυτόν που έχει αποδείξει ότι μπορεί να κάνει πράξη, άρα εννοεί αυτά που υπόσχεται περί κολυμβητικών επιδόσεων. Δεν είναι «λογάς», δεν «παίζει» και γι’ αυτό διαφοροποιείται από τους υπόλοιπους που λένε ότι είναι κολυμβητές, αλλά στην ουσία παίζουν.

Αντίστοιχα, ο «ψαράς» στα νησιά δεν είναι απλά κάποιος που αγόρασε ένα καλάμι, αλλά αυτός που έχει επενδύσει χρόνο και χρήμα στο χόμπι του, το έχει πάρει σοβαρά και θα μπορούσε να ζει απ’ αυτό. Κοινώς έχει πιάσει το νόημα.

«Άμαν έβγει απέ τη θάλασσα» = αφού ολοκληρώσει το task κι εξακολουθεί να είναι σε καλή κατάσταση. Το άμαν είναι επίσης ενδιαφέρον. Κατά παρέκκλιση του κανόνα για τη χρήση του τελικού «νι» που αφορά σε άρθρα κτλ εδώ εφαρμόζεται σε σύνδεσμο. Πολύ κοινό στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου.

«Τον εβλέπεις» = τον παραδέχεσαι, του αναγνωρίζεις την αξία που ισχυρίστηκε ο ίδιος ή άλλοι ότι έχει.

Γερόντια σε καφετέρια:

Γεράσιμος: -Έναν σκέτο ελληνικό... Θέλω γλυκό, αλλά θα μ’ ανέβει το ζάχαρο στα ύψη... :( Πολυξένη: - Να σου λείπουν τα γλυκά Γεράσιμε. Για μένα ένα υποβρύχιο, μια ψυχή που ’ναι να βγει...
Περίανδρος: -Εγώ θα πάρω το μπανάνα σπιλτ με τρεις μπάλες παγωτό, σαντιγές και τα ρέστα!
Πολυξένη: - Μπράβο κουράγια Περίανδρε! ’α το κατηφέρεις;
Περίανδρος: -Θα του γαμήσω τη μάνα!
Γεράσιμος: -Για΄δε και τον κολυμπητή, άμαν έβγει απέ τη θάλασσα τον εβλέπεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέραν του βασικού ορισμού περί θυμού, το θέμα προσεγγίζεται από τη μεριά της ταχύτητας στην οποία καίγεται η πυρίτιδα λίγο πριν την έκρηξη, και το οποίο φαινόμενο στο σύνολό του προκαλεί ζωηρό ενθουσιασμό σε Πελοποννησίους όλων των ηλικιών. Η προστακτική «γίνου μπαρούτι από δω χάμω» ή και σκέτο «'αρούτ’», αλλά και η χρήση στο context «έγινε μπαρούτι», παίρνει τη σημασία του «εξαφανίσου-εξαφανίστηκε», «απήδα την-την απήδηκε», «γίνου καπινός-γίνηκε καπινός (και πήγε στο σταθιμό των τρένωνε)» κ.ο.κ. Ουσιαστικά λοιπόν επιβεβαιώνει το επείγον μιας κατάστασης που ενδεχομένως ακολουθεί το γεγονός ότι κάποιος έχει γίνει μπαρούτι κατά τον πρώτο ορισμό, οπότε κάποιος άλλος πρέπει να γίνει μπαρούτι κατά το hereby.

Πάντως δεν αποκλείεται να περιγράφει και επείγουσα κατάσταση όπου ο δέκτης πρέπει να βιαστεί μπας και την σώσει.

Σ.σ. Γενικά οι Πελοποννήσιοι έχουν φοβερό έρωτα με το να θολώνουν ένα ξεκάθαρο εκφραστικά τοπίο γεμίζοντάς το υπονοούμενα. Επιπλέον, με τις εκρηκτικές ύλες διατηρεί στοργική σχέση κάθε πελοποννήσιος που σέβεται τον εαυτό του. Αξίζει να σημειωθεί ότι σημαντικό κομμάτι της χειραφέτησής του νεαρού Πελοποννησίου είναι και η πρώτη του επαφή με αυτοσχέδιους δυναμίτες στο πλαίσιο ψαρέματος –ο θεός να το κάνει– σε ποτάμια κτλ.

  1. — Ήθελα να 'ξερα τι θα γινόμασταν εδώ μέσα αν δεν είχαμε πιάσει συγγένεια με την Πελοπόννησο. Περί τα 6.000 λήμματα λιγότερα υπολογίζω.
    — Ναι ρε, ευτυχώς να λες.
    — Τι άλλα... Αμάν τι ώρα πήγε;
    — Μιάμιση, γίνου μπαρούτι.

  2. Εγώ φταίω που κάθομαι και ασχολούμαι.
    — Γι' αυτό γίνου μπαρούτι μην ασχοληθώ κι εγώ.

(από Khan, 02/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified