Αυτός που μπροστά στην ευχαρίστησή του δε βάζει τίποτα άλλο. Κατά συνέπεια αυτός που δεν μπορείς να εμπιστευτείς, που δεν μπορείς να στηριχτείς πάνω του κτλ.

'Ερχεται και σαν συνοδευτικό του «πούστης» για να επιτείνει ακόμα περισσότερο τον ήδη προσβλητικό χαρακτηρισμό.

Κατά πάσα πιθανότητα δεν υπάρχει θετική χρήση της λέξης ενώ παραλλάγές της όπως παλιοξεκωλιάρης, (το πάλιο-) ξεκώλι, (ο παλιο-) ξεκώλης επιδιώκουν το ίδιο ακριβώς εννοιολογικό αποτέλεσμα.

- Είναι πούστης ο Βρασίδας;
- Πούστης, ξεκωλιάρης...
- Δηλαδή, τον παίρνει..
- Ναι ρε, ξεκώλι...
- Δηλαδή, τον έχεις δει;
- Τι θε ρε, με τον Βρασίδα; Μπας κι είσαι και συ κάνα παλιοξεκώλι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη εκ των προφανών. Εννοείται αυτός που βρίσκει χαρά στο να κάνει μαλακίες, το έχει ανάγει σε άθλημα, αθλοπαιδιά, παιχνίδι, βάζει όλο του το μεράκι προκειμένου να πετύχει η μαλακία που έχει στο μυαλό να σου κάνει. Ο καθ'έξιν μαλάκας.

Η διαφορά του με τον μαλάκα είναι αυτή ακριβώς, η βαθιά συνειδητοποίηση ότι κάνει μεν μαλακία αλλά παρόλα αυτά αρνείται να την εγκαταλείψει καθοδηγούμενος από την ίδια του τη φύση που ικανοποιείται μόνο όταν ο ψωλοπαίχτης επιδίδεται στο αγαπημένο του σπορ.

Το θηλυκό ψωλοπαίχτρια χρησιμοποιείται καταχρηστικά, τόσο για ανατομικούς όσο και για φεμινιστικούς λόγους.

Κοίτα τον ψωλοπαίχτη, δε θα ησυχάσει αν δε σκοτώσει κάναν άνθρωπο... τώρα πάει να κάνει αναστροφή στην Αττική οδό...

(κατεβάζει παράθυρο και φωνάζει στον απερίσκεπτο οδηγό)

ΑΥΤΑ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΑΓΟΡΙ ΜΟΥ ΔΕ ΦΤΙΑΧΤΗΚΑΝ ΓΙΑ ΝΑ ΚΡΑΤΑΝΕ ΤΙΜΟΝΙ... ψωλοπαίχτη...

(το τελευταίο με σβήσιμο της έντασης της φωνής)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οικεία προσφώνηση σε φίλο, γνωστό, συγγενή του οποίου το επίθετο προσεγγίζει ηχητικά, λ.χ. Κατσικογιάννης, Κατσικογιώργης κ.ο.κ.

- Νάτος... Πού 'σαι, ρε Κατσικογάμηηηηηηηηηηη!!
- Γειά σας, ήρθα και 'γω!

(Το παράδειγμα, όπως το βλέπετε, απαράλλαχτο έχει παιχτεί και στην πραγματικότητα στη Σκουφά)

Γιώργος Κατσικογιάννης (από allivegp, 31/01/10)Κατσικογαμημένος... (από kondr, 31/01/10)Κατσικοπόδαρος (από HODJAS, 02/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε θέση ουσιαστικού ή και επιρρήματος (ανάλογα με τη χρήση στην πρόταση), δηλώνει όλα εκείνα τα τεχνικά χαρακτηριστικά συσκευής που, είτε ξέρουμε και βαριόμαστε να απαριθμήσουμε, είτε απλώς δεν ξέρουμε αλλά για κάποιο λόγο ακούγονται φοβερά και τρομερά αλλά «πώς τα λένε μωρέ...;».

  1. Από την τηλεφωνική φάρσα «Τέλος»..

- Έχεις κινητό με κάμερα;
- Με κάμερα, με vga, με χύσ' τα μέσα, τα πάντα μωρό μου

  1. - Ωπ, καινούργιο pc; Με γεια! Τι λέει;
    - Γαμάει... με οικολογικές μητρικές, με power save κάρτες γραφικών, με επεξεργαστές με πράσινη λογική, με χύσ' τα μέσα...

Στο 3:30 - 3:32 λύνεται η απορία... (από HODJAS, 31/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ό,τι ακριβώς σημαίνει και αγγλιστί: ιδιωτικό. Κατ'επέκταση ΙΧ.

Ψαρωτικό, όπως το «βολάν» παλιότερα, αλλά τίποτα περισσότερο από το κοινό «όχημα».

Ημίζ - Νωρίς

«Πού να παρκάρω τώρα, μα κοίτα τον γελοίο, παρκάρισε το πέρσοναλ σε χώρο γι' άλλα δύο»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εκάστοτε «Μήτσος» δε φαίνεται να σταματάει τις μαλακίες, συνήθως σε indoors περιβάλλον όπου παίζει χαρτί, τάβλι ή άλλη δραστηριότητα τέτοιου τύπου και που ο «Μήτσος» αδυνατεί να κατανοήσει τη σπουδαιότητα του παίγνιου/δραστηριότητας για τον χρήστη της ατάκας. Εν είδει συνθήματος, με ρυθμό και σαφώς έμμετρο και ομοιοκατάληκτο επιτείνει την αγανάκτηση του χρήστη του.

Αν ο χρήστης υψώσει και την ένταση της φωνής, προφανής σκοπός του είναι να δημιουργήσει εικόνα ανάλογη με αυτή που έχει ήδη ο «Μήτσος» προκειμένου ο «Μήτσος» να καταλάβει ότι το παραγάμησε και να επιστρέψει στο παιχνίδι/δραστηριότητα με σοβαρότητα πλέον.

Ενδεχόμενη εναλλακτική χρήση σε συνθήκες μπουρδελοκαταστάσεων ελέγχεται.

- Παίξε ρε!
- Κάτσε ρε Γιάννη, έχω μαζέψει τη μισή τράπουλα..Τι είναι αυτός ο καραγκιόζης (σ.σ. ο τζόκερ...)
- Παίζε που σου λένε!
- 'Ωπα, τηλέφωνο, Γιάννη. Τώρα θα περιμένεις...
- Πω ρε πούστη, μας γάμησες, δε θα τελειώσει ποτέ αυτή η παρτίδα
-«'Ελα Αλέκα, ναι, σε πήρα λίγο πριν..»

(όλοι μαζί ρυθμικά) ΧΥΣΕ ΜΗΤΣΟ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΠΑΣΤΙΤΣΟ

besamel micho... (από HODJAS, 01/02/10)(από Khan, 24/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με παχύ «λλ» ή με «λj», δεν παίζει ρόλο...

Ο θείος ο Ηλίας είναι ο ειδικός, ο μάστερ, που σε βάζει σε σειρά, σε τακτοποιεί, ειδικά στο τάβλι και σε παρεμφερή ανταγωνιστικά παίγνια. Ταυτόχρονα, με τη χρήση, ο χρήστης τοποθετείται σε θέση κατά τι ανώτερη από τον δέκτη - αφού τον έχει πλέον ανηψιό - αλλά διατηρεί και μια οικειότητα - «αφού δεν ξέρεις, να μη μάθεις; έλα στο θείο να σε διδάξει».

Εναλλακτικά ο θείος είναι ο αδικημένος του παίγνιου που όμως γυρίζει το παιχνίδι, κόντρα στην τύχη αλλά με φουλ τεχνική και ειδικά χάρη στην υπομονή που επέδειξε ενώ θεοί και δαίμονες ήτο εναντίον του. Η έκφραση έρχεται για να τον δικαιώσει και να αποκαταστήσει τη φυσική τάξη που ο αντίπαλός του, με μηδέν τεχνική και φουλ τύχη, είχε αναστατώσει.

Τα εργαλεία υπονοούν ότι ο θείος είναι και μάστορας, λαϊκός τύπος με μόρφωση του πεζοδρομίου που του επιτρέπει να ανταπεξέλθει σε κάθε δοθείσα δυσκολία, γιατί διαθέτει τεχνική στα πάντα. Μπορεί να φορεθεί και από ακαδημαϊκούς, πάντως.

- Ρίξε ένα ασόδυο, να δω πως θα το παίξεις, ρε φάντασμα...
- (ρίχνει τα ζάρια) Ασόδυο! τι λε ρε... του 'κατσε...
- 'Ελα στο θείο τον Ηλία πο' χει όλα τα εργαλεία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πελοποννησιακής προελεύσεως, που προκύπτει από το «καβαλήκει» ή «με καβαλίκεψαν», «μ' έχουν καβαλικέψει», με πάνε καβάλα τέλος πάντων, με άλλα λόγια «έχω γίνει άλογο» με αναβάτες τα δαιμόνια (μικρά δαιμονόπ'λα, βελζεβούληδες, κακά πνεύματα) και αυτή τη στιγμή αδυνατώ να φερθώ διπλωματικά, δεν το 'χω, μη με τσιγκλάτε άλλο, σταματήστε το εδώ κτλ.

Ο χρήστης έχει εξοργιστεί και προειδοποιεί τον δέκτη να σταματήσει αυτό που κάνει ή να φύγει «για να μην πάρει τα ρέστα». Ταυτόχρονα δημιουργεί τις προϋποθέσεις να του συγχωρεθεί ό,τι κι αν κάνει στο εξής γιατί «δεν είναι ο εαυτός του».

— Τελικά και δε σε πλήρωσε και σου την είπε κι από πάνω...
— Με παρατάς με το μαλάκα; Πες τίποτα άλλο.
— (ψιθυρίζει συνωμοτικά να μην ακούσει το αφεντικό) Καλά σου 'κανε... αφού μαλακίστηκες... εγώ σ' τα λεγα και δε μ' άκουγες...
— (γράπωμα από γιακά) Κόφτο ρε, ΣΟΥ ΛΕΩ Μ' ΕΧΟΥΝ ΚΑΒΑΛΗΚΕΙ ΤΑ ΔΑΙΜΟΝΙΑ!
— Καλά ρε αδερφέ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση αλλάζει ανάλογα με το χρόνο που έγινε αυτό που επιδιώκει να περιγράψει - δηλαδή, έφριξε το σκυλί ή θα φρίξει το σκυλί. Το συναντάμε και ως έφριξε/θα φρίξει το σκυλοκούταβο.

Κοντολογίς σημαίνει της πουτάνας το κάγκελο ή χαμός και αναφέρεται σε κατάσταση που ο έλεγχος είχε, εντελώς κομπλίτλυ και άττερλυ, χαθεί, ή θα χαθεί όπως προβλέπεται.

Το σκυλί που φρίττει είναι ενδεικτικό του πόσο χάθηκε/θα χαθεί ο έλεγχος, καθότι ο σκύλος - που δεν ήταν πάντα στην Ελλάδα το χαριτωμένο κατοικίδιο αλλά ένας κόπρος που άλλοτε τύχαινε να σου «βγει» χρήσιμος κι άλλοτε όχι - δε χαμπαριάζει τίποτα.

Έλα μου, όμως, που ο σκύλος της έκφρασης όχι μόνο χαμπαριάζει αλλά φρικάρει τελείως με την εν λόγω κατάσταση, οπότε αυτόματα έρχεται αυτός που την προξένησε (και οι συμμετέχοντες, σαφώς, αφού σιωπηρά ή μη την αποδέχονται) στη θέση του κοπρίτη που δεν χαμπαριάζει και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που να κάνει τους ορίτζιναλ κοπρίτες που δε χαμπαριάζουν (δηλαδή, το σκυλί) να φρικάρουν.

- Καλά, έχασες χτες... αυτό δεν ήταν μπάτσελορ... ζωντανό πορνό ήτανε... έφριξε το σκυλί.
- Γαμώ τη μου, όλα τα καλά χάνω.

Το σκυλjί κάνει και ωραία ρίμα με το καυλjί (από Khan, 13/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

... καθότι η ελάχιστη μονάδα κατσικοβερβελιάς - κακαράντζας - καβαλίνας (όχι αυτή - είναι τ' αλόγου) είναι πανομοιότυπη σε σχήμα και μέγεθος με την διπλανή της (κατσικοβερβελιά, εννοείται) και σε κάθε περίπτωση τα συγκεκριμένα excrements είναι χάρμα ιδέσθαι σε σχέση με άλλων ζώων που δεν επιτυγχάνουν και τόσο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα.

Χρήστης:

  • O φύσει ή/και θέσει μάστορας μέσα στην απέραντη ταπεινοσύνη του, που εκδηλώνεται τη στιγμή που τον προσφωνεί ένας κάποιος «μάστορα» κι ενδεχομένως αισθάνεται την ανάγκη να διαφοροποιηθεί από τους πραγματικούς μάστορες (που είτε είναι επαγγελματίες αν ο ίδιος είναι ερασιτέχνης ή όλως τυχαίως είναι δάσκαλοί του αν είναι επαγγελματίας).
  • O επαγγελματίας μάστορας που εκδηλώνει θαυμασμό για δουλειά παλιού - άρα, εκτός συναγωνισμού - συναδέλφου του.
  • Ο επαγγελματίας μάστορας που κόβει το βήχα σε γαλιφιές του κακοπληρωτή του.

    Δέκτης, αντίστοιχα:

  • Ο εκάστοτε πτωχός τω πνεύματι που δεν καταλαβαίνει τι θα πει πραγματικός μάστορας και χρησιμοποιεί την προσφώνηση με γαλαντόμα διάθεση και «όπου την πάρει»

  • Βίρτσουαλυ ένυουαν - στον οποίον ο μάστορας ξηγιέται ανωτερότητα χαρακτήρα και ανέξοδη επαγγελματική άμιλλα.
  • Ο κακοπληρωτής του μάστορα
  1. - Τι χαμπάρια μάστορα;
    - Μάστορας είναι της κατσίκας ο κώλος... εμείς εργάτες είμαστε...
    - Ποιά η διαφορά, μάστορα;
    - Μεγάλη, μπες στο slang.gr

  2. - Κοίτα μαρμάρινη σκάλα το αρχοντικό...! Πόσα θα ζήταγες σήμερα, μάστορα, για τέτοια δουλειά;
    - Καλά κρασά... Μάστορας είναι της κατσίκας ο κώλος... δεν τα φτιάχνουν αυτά σήμερα... εκείνοι ήταν μάστορες, ρε παιδί μου.

  3. - Έφερες κάνα φράγκο;
    - Αναδουλειές, μάστορα...την επόμενη βδομάδα θα στα φέρω σίγουρα.
    - Μάστορας είναι της κατσίκας ο κώλος... εμείς είμαστε ανθρωπάκια με υποχρεώσεις...

Δες και γειώσεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified