Καθώς σήμερα είναι η Παγκόσμιος Ημέρα Φραπέ, ήτοι η δεύτερη επέτειος από όταν ο Γιάννης Μίχας(φραπερνιστής με ονοματεπώνυμο, όχι disclaimers και μαλακίες) ανέρτησε το λήμμα φραπεδιά στο σλανγκρ (μια μικρή παλινδρόμηση για τον Σλάνγκο, μια μεγάλη ονείρωξη για το σλανγκεπώνυμον πλήρωμα), θα μου επιτρέψετε ένα φραπελήμμα οπισθοφυλακής, for old times' shake.

Γιατί το φραπέ; Θα διερωτώμην αν ήμουν η Ζακλίν ή η Ελένη Αρβυλέρ. Μα επειδή συνθέτει τα δύο θεμελιωδέστερα στοιχεία του Νεοέλληνα, την φραπεδούμπα και την μαλακία. Δηλώνει την ανάγκη του Νεοέλληνα να μην μαλακιστεί στην μοναξιά της κατά μόνας αμαρτίας, αλλά να την κοινωνήσει, να την μοιραστεί κατά το καλή κι η μαλακία, αλλά με το φραπέ γνωρίζεις κόσμο, να την συνδυάσει με παρακμιακή γκλαμουριά, να δώσει 50+ γιούρια για να πανηγυρίσει το γεγονός ότι είναι μαλάκας, (με παράπλευρη απώλεια την τενοντίτιδα των κοριτσιών, που δεν φταίνε τα καημένα σε τίποτα).

Ντεφραπεϊνέ, λοιπόν, είναι η ντεκαφεϊνέ κορασίς στριπτητζάδικου, κωλάδικου, μασατζίδικου και λοιπών τελειωμενάδικων, η οποία δεν περιέχει το φραπέ μεταξύ των υπηρεσιών της. Ο όρος υπονοεί ότι το φραπέ είναι ο ειδοποιός σκοπός της λικνιτζούς, που άμα δεν τον πραγματοποιεί είναι ελλιπής, λάιτ, σαν καφέ που δεν περιέχει καφεΐνη, προοριζόμενος για ανέραστους.

Υπάρχουν δύο μεγάλες κατηγορίες ντεφραπεϊνέ:

  1. Η ντεφραπεϊνέ που είναι ντεφράπ, γιατί μπορεί. Είναι η ντίβα του φραπεδομάγαζου, η σταρ στον μικρόκοσμο της γκλαμουροφτήνιας, που όταν την βλέπεις, «νιώθεις σαν τον Cagney μπροστά στην Rita Hayworth μες στην τσίκνα μιας υπόγειας ζωής». Πιθανότατα αυτή η αιδοία έχει κάνει το αγροτικό της σερβίροντας φραπέ προς πάντα ενδιαφερόμενο στην αρχή της καριέρας της, και εφόσον έχει χτίσει το όνομά της, και έχει εξασφαλίσει τους τακτικούς της, απλά δεν έχει ανάγκη από το φραπέ για να βγάλει το νυχτοκάματο. Δηλαδή δεν είναι εγγενώς αντίθετη στο ενδεχόμενο του φραπέ, απλά δεν το χρειάζεται. Είναι η πιο όμορφη μες στον φραπενέ, και η σχέση αγάπης- μίσους του κωλομπαρικού πληρώματος προς αυτήν αποτυπώνεται στον χαρακτηρισμό της ως περσόνα νον φράπα (persona non frappa).

  2. Η ντεφραπεϊνέ από ιδεολογία. Κι αυτή έχει ποικίλες υποκατηγορίες.

Λ.χ. μπορεί να είναι η αθλητική would be χορεύτρια των μπολσόι, η οποία ασπαίρει να χωρέσει δύο καριέρες σε μία: Την καριέρα που θα έκανε στο καλλιτεχνικό πατινάζ ή στο χορόδραμα σε κάποια πρώην Σοβιετία, και την, φευ, μοίρα όπου την έχει ρίξει η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού. Η τοιαύτη λικνιτζού κάνει ασκήσεις ενόργανης γυμναστικής επί του πέοντος, υπερκινητικές φιγούρες, γενικά μεριμνά και τυρβάζεται περί πολλά, πλην επιμένει να παρακάμπτει το εν ου εστί χρεία. Ωστόσο, είναι ιδεώδης για ποδοφραπέ, αν καταφέρει να την ψήσει ο ψαγμένος μαλάκας.

Συναφώς, μπορεί να είναι η Μάρθα Βούρτση του φραπενείου, που στο πλαίσιο του πουτού-χουρού αναλογίζεται όλα όσα της έκανε η ζωή και η κενωνία. Όταν την στρατολογούσαν οι επιτήδειοι του trafficking, της είχαν υποσχεθεί ότι θα δουλεύει ως σερβιτόρα σε καφετέρια και θα σερβίρει καφέδες, και όταν έφτασε στο Ελλαδιστάν διαπίστωσε προς έκπληξίν της, ότι η δουλειά της είναι να δουλεύει σε καφετέρια και να σερβίρει καφέδες, κυριολεκτικά όμως. Με ύφος σαράντα γιακουμήδων νοσταλγεί πως το μαγαζί ήταν κάποτε τρε κομιλφό, ερχόντουσαν ηθοποιοί, τραγουδιστές και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις. Όμως, από όταν άρχισαν κάποιες συνάδελφοι να δίνουν κυριολεκτικά χτυπήματα κάτω από την μέση, το μαγαζί έχει γίνει μαλακομαγνήτης. Το χειρότερο είναι ότι ο αθέμιτος ανταγωνισμός επιβραβεύεται από την διεύθυνση του ευαγούς ιδρύματος, το οποίο ασκεί frappé-friendly policy καθώς το target group του είναι κυριολεκτικά ο κλασσικός ο μαλάκας ο Έλληνας. Έτσι η ντεφραπεϊνέ αδειάζεται και δεν έχει να επιστρατεύσει παρά τα γουτσιστικά της θέλγητρα.

Αντιστρόφως, στους ανθρωπότυπους της φραπεδιάρας ανήκουν: α) η τελειωμένη midlf mother I DON'T like to fuck, losing her looks, β) το φτωχό πλην τίμιο κορίτσι που προβάλλει ένα ίματζ βιοπαλαίστριας στο στυλ «καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή», γ) η ντίβα όταν κάνει το αγροτικό της και άλλες. Το καίριο είναι ότι στο φαντασιακό τουλάχιστον επίπεδο, το φραπέ ανήκει στο βασίλειο της ενδεχομενικότητας, ενώ το αντίθετο παράδειγμα, το γαμήσι στο ντέλο, στο βασίλειο της αναγκαιότητας.

Αυτοαναφορικώς, είναι το σλανγκρ στην μετά-φραπέ εποχή, όταν οι εύκολες λεξιπλασίες είναι καταδικασμένες στην συνείδηση του λαού.

- Θυμάστε ρε την Τζέσικα όταν περιμένανε στην ουρά για να τους φραπεδιάσει; Τώρα μας το παίζει μη μου άπτου ντεφράπ κι αυτή. Εμπάργκο που της χρειάζεται!

(από Vrastaman, 27/02/10)Tom Waits - Invitation to the blues (από Pirate Jenny, 28/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γαμώτο της έκφρασης είναι το γαμώτο που λέμε όταν έχουμε καημό, ότι δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι που θα θέλαμε, και ιδίως καημό και αγανάκτηση ότι γίνεται μια αδικία την οποία δεν μπορούμε να σταματήσουμε.

Ωσεκτουτού, όταν κάνουμε κάτι για το γαμώτο, το κάνουμε για να έχουμε το δικαίωμα να αναφωνήσουμε «γαμώτο» έχοντας την συνείδησή μας ήσυχη ότι τουλάστιχον το προσπαθήσαμε, το παλέψαμε. Το για το γαμώτο το λέμε όταν αναπότρεπτα αποτυγχάνουμε, αλλά αφού έχουμε κάνει το κατά δύναμιν. Το για το γαμώτο εκφράζει το ιδιαζόντως ελληνικό φιλότιμο (αμετάφραστος ο όρος σε άλλες γλώσσες κατά πολλούς) σε συνδυασμό με την καζαντζιδοσύνη μας: Διεκδικούμε το δικαίωμα να καζαντζιδίσουμε και να κλαψομουνιάσουμε και γι' αυτό φιλοτιμούμεθα να κάνουμε μια ηρωϊκή πράξη έστω κι αν η επιτυχία της μας υπερβαίνει.

Σχετική είναι και η έκφραση για την Ελλάδα ρε γαμώτο, ή για το x ρε γαμώτο, όπου και πάλι το γαμώτο είναι το γαμώτο της απέλπιδος φιλοτιμίας. Όπως διέβλεψε ο Άψογος συσσλανγκιστής, το ρε γαμώτο «συμβολίζει τον νταλκά του Έλληνα να πρωτεύσει σε πείσμα της διεθνούς συνομωσίας που τον κρατάει πάντα κάτω». Η διαφορά είναι ότι το ρε γαμώτο το λέμε και για περίπτωση ευοδώσεως, ενώ το για το γαμώτο μόνο σε περιπτώσεις Θερμοπυλών, όπου η νίκη είναι εκ προοιμίου αδύνατη και πάμε να πέσουμε ηρωϊκά, όπως ο Λεωνίδας, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, ο Αθανάσιος Διάκος κουτουλού.

Οπότε το «για», που δηλώνει σκοπιμότητα, σημαίνει ότι κάνουμε μια πράξη για να προσλάβουμε την αξία του σισύφειου τραγικού ήρωα, ο οποίος είναι και ο αναφωνών το «γαμώτο» ενώπιον της κοσμικής τάξης.

Συναφώς, χρησιμοποιείται όταν δεσμευόμαστε στην προσπάθεια να εκπληρώσουμε ένα αντικείμενο της επιθυμίας μας, το οποίο όμως ξέρουμε ότι είναι εκ προοιμίου αδύνατο να εξαντλήσει την ίδια την επιθυμία, η οποία βρίσκεται πάντα αλλού και απλώς διαμεσολαβείται από το συγκεκριμένο αντικείμενο.

Στο Δ.Π. υπό ΑΝ21.

Έτσι λοιπόν μόνο και μόνο για το γαμώτο εγώ προσωπικά έσπασα πολλές φορές το τείχος (καλά δε το ισοπέδωσα κιόλας) και είδα ότι αυτά που κέρδισα ήταν περισσότερα και καλύτερα από αυτά που κέρδιζα όταν κουκουλωνόμουν με τον εγωισμό μου. Συνειδητοποίησα οτί το να μη φοβάσαι να ρισκάρεις δεν είναι κακό και συνήθως βγαίνεις κερδισμένος.Η τουλάχιστον δε βγαίνεις περισσότερο ζημιωμένος από όσο ήσουν. Και για να αναφέρω και κάτι κοινότυπο «Καλύτερα να μετανιώνεις για πράγματα που έκανες,παρά για πράγματα που δεν έκανες».

  1. Από φοράδα:

'Ελα ρε σεις, δεν είναι για να ασχολούμαστε. Εγώ ε'ιχα ψηφίσει Southern Hospitality και Big Pimpin' έτσι για το γαμώτο, γιατί έμπαινες στην κλήρωση για δωρεάν ρούχα Ecko, να βελτιώσω το swagger μου.

  1. Τό 'ξερα ότι θα φάω χυλόπιτα από το Λίλιαν, αλλά της την έπεσα για το γαμώτο.

1.00: Σου τα χώνω στη μάπα για το γαμώτο  (από Khan, 19/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το Cum In Face, όπου το σπέρμα πέφτει στα μαλλιά ξανθιάς, θυμίζοντας εντυπωσιακά το ομώνυμο οθωμανικό γλυκό. Το συνήθιζε ο Peter North, που σημάδευε την χωρίστρα. Σερβίρεται παχύ ως μετασοδομιστική αποδόμηση. Πάω στοίχημα ότι το σχόλιο της Mes θα είναι «ίου, μα εντελώς ίου».

Caveat: Αν χρησιμοποιήσετε την έκφραση για μελαχρινή, καστανομάλλα ή κοκκινομάλλα, είστε σλανγκικώς μη ορθός.

Πάσα: John Black, encore.

- Και πώς πήγε χτες με την Λάουρα;
- Πολύ ρομαντικά όπως πάντα. Έβαλα απαλή γαμωτζάζ στο ημίφως. Αρχίσαμε με έναν ιεραπόστολο, συνεχίσαμε με ένα σκυλίσιο και στην κρίσιμη στιγμή της σέρβιρα κανταΐφι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πρέζα, επειδή μετά το βάρεμα σου αφήνει μια αίσθηση ανατριχίλας και μηρμυγκιάσματος ένα πράμα.

-Mε τη μαλλιαρή δεν ξεκόβεις εύκολα, αλλά που να καταλάβεις εσύ, είσαι καθαρός. Μετά το τρίτο - τέταρτο βάρεμα, θα με θυμηθείς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο moderator διαδικτυακού τόπου. Από το ξενικό mod και το γαμοσλανγκοτέτοιο επίθημα -ουλας, που δηλώνει κύρος και μεγαλοπρέπεια, όπως στα γαμαωδέρνουλας, γαμίκουλας, πεφτοπηδίκουλας, πήδουλας, ταχυπηδήκουλας, τζίπουλας, γκέουλας, τομπαίρνουλας, μητσοτάκουλας, καραφλοχαίτουλας και πολλά άλλα.

Η λέξη δεν έχει πολλή πέραση εκτός σλανγκρ, αλλά εντός θεωρείται δεδομένη και αυτονόητη. Συνώνυμα: ιστομάστορας, μάστορας, γουεμπμάστορας, μόδιστρος, μοδίστρα, μοντίφηκας, μοντέλο (με την καλή έννοια), Μ.Ο.Δ., mod diplomatique. Από όλα τα παραπάνω ο μόντουλας είναι η πιο ουδέτερη έννοια που λιγότερο δοξάζει ή καταγγέλει τον moderator, αποδίδοντάς του ωστόσο ένα στοιχειώδες πρεστίζ.

  1. Mes στο κατεβαίνω: Γκάταλαβα. Γράφει κάποιος από την Σαλλλονίκη και μάλιστα μόντουλας , ορισμό για σαλονικιώτικη σλανγκ έκφραση, κι έχουμε άποψη οι χαμουτζίδες; Και γω δικιά μας είμαι τζονμπλάκ, αλλά αν βγω σε δικό σου ορισμό για τα γυμναστηριακά και σου πω, «μπααα εγώ το έχω ακούσει αλλιώς στην πλατεία που πάω βόλτα» και σε πω και αγύριστο κεφάλι, δεν πάει με την καμία, νομίζω; :-P

  2. Διάλογος στο παπαριές μανίτσα μου:

Χεσούς: το «μπούκο το» να το κάνουμε «μπούκω' το» καθότι έρχεται από μακρυά;;;
(η ερώτηση προς λοιπούς μόντουλους)

lipous modulus:
ναι

jesus
χαχαχα. κ μόνο γι αυτό έφυγε.

Mes
Ποιος μόντουλας έχει λίπος; :-/

Γάτα ο μόντουλας! (από Khan, 10/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στις ταλιμπανικές περιόδους του ελληνισμού, έπρεπε να αποδειχθεί ότι η νεόνυμφη υπανδρεύθηκε όντας παρθένα. Γι' αυτό μετά το σεξ της πρώτης νύχτας, το ζευγάρι έπρεπε να κρεμάσει το σεντόνι με το αίμα από την απώλεια της παρθενιάς, σε δημόσια θέα ώστε να κατευνασθεί η οργή των κυρα-περμαθούλων και να περηφανευτεί κι ο γαμπρός ότι πήρε καλό πράμα. Συμβαίνει στην ταινία Στον Αστερισμό της Παρθένου με την Ζωή Λάσκαρη.

Παίζει κι η εκδοχή ότι κάποιοι γαμπροί εξίσου καταπιεσμένοι από τον θεσμό, αλλά δειλιάζοντας μπροστά στον κοινωνικό περίγυρο έβαζαν άλλο αίμα στο σεντόνι (λ.χ. από περίοδο, μικρό κόψιμο στο χέρι κ.ο.κ.) ώστε να είναι όλοι ευχαριστημένοι. Δεν πιστεύω να συμβαίνει πια σήμερα, είναι θεσμός καταδικασμένος στην συνείδηση του λαού, αλλά έχει απαθανατιστεί σε ομώνυμο σκυλοτράγουδο.

Πάσα: Κνάσος.

Το παρθενόπανο

Ένα μήνα πριν το γάμο
Μου σκάσες την ιστορία
Πως αν θέλω να σε πάρω
Πρέπει νά βρω σκευωρία

Ρώτησα τι εννοείς
Αν και το ´λεγαν στη γύρα
Πως στο τέλος θα μου πεις
Πως παρθένα δε σε πήρα

Τι θα βγάλω τώρα εγώ
Το πρωί μετά το γάμο;
Το σεντόνι το διπλό
Δίχως το σημάδι πάνω;

Για ένα παρθενόπανο
Γινόμαστε κουβάρι
Άμα σ´αφησω τώρα εγώ
Να ´δω ποιος θα σε πάρει

Τη Λάσκαρη την πήρανε
Χωρίς υμενα παρθενίας
Γιατί αυτής της εκοφτε
Κι είχε σημαία Ιαπωνίας

Μου πες να κοπώ στο χέρι
Σαν τους Ψίθυρους Καρδιας
Θα με στείλει το χουνέρι
Για να κάνω μπάι πας

Σκέφτηκα έναν άλλο τροπο
Στον πατέρα σου να πω
Στην οργή να δώσει τόπο
Και εγώ να μη κοπώ

Μα την ξανασκέφτηκα
Προσκλήσεων παραγγελία
Και στο τέλος δέχτηκα
Ν´ αλλάξω ημερομηνία

Για ένα παρθενόπανο
Γινόμαστε κουβάρι
Άμα σ´αφησω τώρα εγώ
Να ´δω ποιος θα σε πάρει

Τη Λάσκαρη την πήρανε
Χωρίς υμενα παρθενίας
Γιατί αυτής της εκοφτε
Κι είχε σημαία Ιαπωνίας

Ήσουνα στις μέρες σου
Την πρώτη νύχτα στο κρεβάτι
Και την εβγαλά με σου
Μ´ εκμεκ και λίγο μάτι

Το σεντόνι βάφτηκε
Και στο μπαλκόνι βγήκα
Η ντροπή τινάχτηκε
Μα κράτησα την προίκα

Αν ήξερα τι ´ταν γραφτο
Για μενανέ να γίνει
Θα τρεχα αμέσως να κρυφτώ
Στη ζούγκλα με τους μπαμπουίνοι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός από τον μακαριστό Χριστόδουλα, Μπιγκ Μακ είναι ο κατ' εξοχήν μεγάλος Μάκης, ο Μάκης Ψωμιάδης.

Για την σκωτσέζικη υπόσταση του υποκοριστικού Μάκης βλ. και εδώ.

Την έκανε ο Μπιγκ Μακ;

(από Khan, 08/02/10)big mac (από ο αυτοκτονημενος, 08/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εντυπωσιακή γυναικάρα. Έχουμε συνεκδοχή μέρος αντί όλου και μεγέθυνση. Επίσης, νομίζω ότι στην γαμοσλανγκοτέτοια, ισχύει ότι η μεγέθυνση στα θηλυκά επιτυγχάνεται και με την μετατροπή τους σε αρσενικά, λ.χ. πούτανος. Ίσως λόγω προκατάληψης ότι οι άντρες είναι μεγαλύτεροι από τις γυναίκες, η Εύα από την πλευρά του Αδάμ κι έτσι; Ο μούναρος συχνά είναι περήφανος τσολιάς, λεβεντομούνα ήτοι ψηλό μουνί, καμαρωτό γαμήσι, ή φευ ψηλό μουνί για παρέλαση. Μπορεί όμως να εστιάζεται το θέμα στην ποιότητα και όχι στο ύψος. Ή (λιγότερο) στο ότι πρόκειται για μουνί μαγκάκι που τσαμπουκαλεύεται ανταγωνιστικά. Στο νέτι διατυπώνεται κι η άποψη ότι ο όρος μούναρος εκφέρεται (πού 'σαι Γκατς!) πιο πολύ από λεσβίες, ενώ οι άντρες λένε μουνάρες, κάτι που προσωπικά δεν ενστερνίζομαι.

  1. Από μπλογκ:
    -Ρε μαλάκα σου μιλάω είχε ανέβει πάνω στο τραπέζι και την κούναγε την κωλάρα της ο μούναρος και είχα τρελλαθεί, ανέβηκα κι εγώ και άρχισα να της τον τρίβω ρε μαλάκα και καθόοοοοοοοοτααααααανννν ...η ψώλα!

  2. Από φόρουμ:

εχω ακουσει γυναικες να λενε πο πο ενας μουναρος εμεις νταξ να λεμε μια μουναρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αργόσχολος που δεν κάνει τίποτα άλλο όλη μέρα από το να καταχωρίζει λήμματα αργκό, να γράφει σεντόνια στα σχόλια, είτε σλανγκαρχιδιές, είτε λεπτότατες αποχρώσεις σλανγκιών, είτε ντιριντάχτα, οργώνει το γούγλε για μήδια, το παίζει μαρινόπουλος, εις βάρος άλλων δραστηριοτήτων του.

Πού είναι οι παλιές καλές εποχές που ο Βράστα ήταν αργκόσχολος; Τώρα τον ψάχνουμε με το σταγονόμετρο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει και το χάος και την αταξία, αναρχία, κάτι ανάλογο με τα μπουρδέλο και μουνί.

Μπήκε μέσα με φούρια και τα έκανε όλα πουτάνα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified