Κούρδος χαρακτηρίζεται κάποιος που εξαιτίας του είδους της δουλειάς του αλλάζει συνεχώς τόπους.

Ο Νίκος στην εταιρεία που δουλεύει, κάθε μέρα είναι σε διαφορετική περιοχή. Κούρδος κατάντησε!

Εξαιρούνται οι Κούρδοι περιπτεράδες, αυτή η μάστιγα... (από Khan, 06/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μασιά είναι εργαλείο που χρησιμοποιείται στο τζάκι για να τακτοποιούνται τα ξύλα ώστε να μην καπνίζει. Υπάρχουν πολλές παραλλαγές, μία από αυτές είναι με σχήμα μυστριού.

Φέρε τη μασιά να φτιάξω τα ξύλα διότι στραβωθήκαμε από τον καπνό.

Μασιά μαλλιών (από panman_gr, 10/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι αποκαλούταν παλιότερα το μπλοκ σημειώσεων που έγραφαν οι μαγαζάτορες τους οφειλέτες.

Με την κρίση βγήκε πάλι στα μαγαζιά το τεφτέρι.

Λευτέρη σ\'έχω σταμπάρει στο παλιό μου το τεφτέρι (από Khan, 11/08/09)Αντώνης Ρεπάνης Σβήσε με κυρα μου απ\' τα τεφτέρια σου κι άντε ν\' ανταμώσεις ξανά τα ταίρια σου  (από Khan, 11/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιντερσίτι χαρακτηρίζονται τα τραίνα που κάνουν στάσεις σε λίγους σταθμούς και φτάνουν γρήγορα στον τελικό προορισμό τους. Στον περισσότερο κόσμο είναι συνυφασμένα με τα τραίνα τύπου AEG.

Θα ταξιδέψω με το Ιντερσίτι για Θεσσαλονίκη και θα είμαι εκεί σε 4,5 ώρες.

Συρμός AEG εκτελεί δρομολόγιο ιντερσίτι (από imaginas, 09/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατενέρ είναι οι μεγάλες μεταλλικές γέφυρες που χρησιμοποιούνται στον σιδηρόδρομο για να περαστούν καλώδια, συστήματα σήμανσης κλπ.

Στο ΣΚΑ έχει πολλά κατενέρ.

Κατενέρ στο σταθμό Ασπροπύργου (από imaginas, 09/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουλός είναι και ένα εξάρτημα που τοποθετείται στο τιμόνι, συνήθως φορτηγού ή λεωφορείου, και μπορεί ο οδηγός να στρίψει γρήγορα και με το ένα χέρι.

Eυτυχώς έβαλα κουλό στο φορτηγό και δεν ταλαιπωρούμαι...

(από panman_gr, 12/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρκούδα στις αγορές χρήματος και κεφαλαίου θεωρείται ο απαισιόδοξος άνθρωπος ως προς την πορεία που θα έχει η αγορά, και προεξοφλεί πτώση τιμών.

Οι αρκούδες υπερίσχυσαν στη σημερινή συνεδρίαση του χρηματιστηρίου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουτσομπόλα ονομάζεται ένα έπιπλο με ενσωματωμένο κάθισμα, στο οποίο τοποθετούσαν παλιά τη συσκευή του τηλεφώνου και κάθονταν οι κυρίες με τις ώρες και κουτσομπόλευαν, αφού η χρέωση ήταν ανά κλήση και όχι ανάλογα το χρόνο συνδιάλεξης. Είναι είδος προς εξαφάνιση πλέον για ευνόητους λόγους

Πάλι στο τηλέφωνο είσαι Μαριγώ; Θα την πετάξω την κουτσομπόλα και θα κάθεσαι στο πάτωμα!!!

Δυο κουτσομπόλες εξ Αμερικής (από poniroskylo, 01/09/09)Πιο κλασική - αλλά λείπει το τηλέφωνο (από poniroskylo, 01/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύστημα που έχουν οι μηχανές έλξης των τραίνων, με τις οποίες ρίχνουν άμμο μπροστά από τους τροχούς, ώστε κατά την εκκίνηση να μην σπινάρουν.

Γέμισα με άμμο την αμμουδιέρα πριν το ταξίδι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως Γαλλίδα χαρακτηρίζεται η μηχανή έλξης Alsthom από το προσωπικό του ΟΣΕ και από τους φίλους του σιδηροδρόμου. Λέγεται έτσι διότι είναι Γαλλικής κατασκευής!

Προχθές περάσαμε τέλεια στην εκδρομή με τη Γαλλίδα. Έχασες που δεν ήρθες.

(από imaginas, 09/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified