Μεγάλος σε ηλικία άνθρωπος ο οποίος συνήθως κάνει πράγματα αντιστρόφως ανάλογα της ηλικίας του (π.χ. οδηγεί, φοράει έξαλλα ρούχα, κάνει clubbing).
Πού πάει ρε το λυκόπουλο, αριστερή λωρίδα με τη σακαράκα.
Μεγάλος σε ηλικία άνθρωπος ο οποίος συνήθως κάνει πράγματα αντιστρόφως ανάλογα της ηλικίας του (π.χ. οδηγεί, φοράει έξαλλα ρούχα, κάνει clubbing).
Πού πάει ρε το λυκόπουλο, αριστερή λωρίδα με τη σακαράκα.
Got a better definition? Add it!
Χέσιμο.
— Φίλε, κλάνω βρωμερά.
— Κατάλαβα, πας για γεννητούρια κατευθείαν.
Ευφημισμοί της τουαλέτας: Άη Γιώργης, ακράτητος, αποχωρητίζομαι, αρμέγω τη μονορώγα, αρμέγω τη σαύρα, βγάζω το φίδι από την τρύπα, βγαίνω, γεννητούρια, γραμμάτιο, είμαι ευάλωτος, θηρίο, θρόνος, καθαρίζω, κάθομαι, καλλιόπη, κάλπη, κουβέντα με το δήμαρχο, μέρος, μετράω χάντρες, μου χτύπησε βαλβίδα, μπαταριά, νούμερο δύο, πάω να αδειάσω τη βάρκα, πίπιρουμ, ρίχνω μια ψήφο, ρίχνω τον οβολό μου, σκοράρω, στέλνω φαξ / φαξάκι, συνάντηση με τον πρόεδρο, σύσκεψη, χαιρετάω τον ξάδερφο, χοντρό / κάνω το χοντρό μου, ψιλό / κάνω το ψιλό μου.
Got a better definition? Add it!
Μονότονο μουσικό κομμάτι, συνήθως house/electro/techno κλπ. Ο ρυθμός του δεν αλλάζει καθόλου και σου σπάει τα νεύρα/φέρνει πονοκέφαλο.
Got a better definition? Add it!
Αρκτικόλεξο του «καβλαντιστήρι γλυκό μωρό» και υποδηλώνει όμορφη γυναίκα που σε εμπνέει να κάνεις σχέση μαζί της και όχι απλά να την πηδήξεις.
— Φίλε άνετα της τον έριχνα.
— Διαφωνώ, είναι για παραπάνω. Είναι τελείως ΚΓΜ.
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ανθρώπους τελείως χύμα, σε φάση ταγάρι, ριγέ παντελόνι, τζίβες-ράστα κλπ. Δεν έχει αρνητική σημασία, απλά χαρακτηρίζει το στυλ. Προέρχεται από το αφημένος.
Got a better definition? Add it!
Σημαίνει «πες κάτι για να περάσει η ώρα/πες καμιά μαλακία» και υποδηλώνει ότι ο συνομιλητής δεν ενδιαφέρεται απαραιτήτως για την αλήθεια του πράγματος.
Πες κανένα ψέμα, τι μουγκαμάρα είναι αυτή.
Got a better definition? Add it!