Μεγάλος σε ηλικία άνθρωπος ο οποίος συνήθως κάνει πράγματα αντιστρόφως ανάλογα της ηλικίας του (π.χ. οδηγεί, φοράει έξαλλα ρούχα, κάνει clubbing).

Πού πάει ρε το λυκόπουλο, αριστερή λωρίδα με τη σακαράκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μονότονο μουσικό κομμάτι, συνήθως house/electro/techno κλπ. Ο ρυθμός του δεν αλλάζει καθόλου και σου σπάει τα νεύρα/φέρνει πονοκέφαλο.

Μαλάκα τι αρρώστια είναι αυτή;
— Γιατί ρε, ωραίο τραγούδι δεν είναι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρκτικόλεξο του «καβλαντιστήρι γλυκό μωρό» και υποδηλώνει όμορφη γυναίκα που σε εμπνέει να κάνεις σχέση μαζί της και όχι απλά να την πηδήξεις.

— Φίλε άνετα της τον έριχνα.
— Διαφωνώ, είναι για παραπάνω. Είναι τελείως ΚΓΜ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ανθρώπους τελείως χύμα, σε φάση ταγάρι, ριγέ παντελόνι, τζίβες-ράστα κλπ. Δεν έχει αρνητική σημασία, απλά χαρακτηρίζει το στυλ. Προέρχεται από το αφημένος.

Και μου λέει, «κάτσε να σου γνωρίσω την τάδε». Και σκάει ρε φίλε ένα αφέψημα, με κόκκινο-μωβ μαλλί, χίπισσα τελείως.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει «πες κάτι για να περάσει η ώρα/πες καμιά μαλακία» και υποδηλώνει ότι ο συνομιλητής δεν ενδιαφέρεται απαραιτήτως για την αλήθεια του πράγματος.

Πες κανένα ψέμα, τι μουγκαμάρα είναι αυτή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified