Είναι τσιγκούνης, κάνει οικονομίες (με την καλή έννοια).

Η έκφραση είναι συνώνυμη της φράσεως κάνει το σκατό του παξιμάδι, ή μπορείτε να την δείτε και ως συνέχεια αυτής της ανθρώπινης, και βαθιά μοναχικής, διαδικασίας. Δηλαδή, για να το κάνεις παξιμάδι το περί ου ο λόγος, πρέπει να το ξεράνεις, στον ήλιο, ή με σεσουάρ.

(με την καλή έννοια)
- Ωραίο αυτοκίνητο, αγόρασε ο Γιώργος. - Βέβαια, ξέραινε το σκατό του δύο χρόνια, δεν έβγαινε, αλλά τα κατάφερε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καπνίζω παραπάνω απ' όσο αντέχει ο οργανισμός μου. Μεταφορικώς, έχω καπνίσει όλα τα τσιγάρα που είχα μαζί μου και, μετά, επειδή δεν έχω τι να καπνίσω, καπνίζω τις κάλτσες μου.

- Ώπα, καφεδάκι χωρίς τσιγάρο, το κόψαμε;
- Μπα, απλά χθες κάπνισα τις κάλτσες μου, και λέω σήμερα να το ρεγουλάρω γιατί θα πάθω και τίποτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χάλια...

Κολλάει ακριβώς όπου κολλάει και η παραπάνω λέξη, ή και το συναίσθημα που απορρέει από μια χάλια κατάσταση!!!

Έχει προέλθει από χαρτοπαίγνιο.

- Τι θα γίνει με την Μαίρη, θα το στεφανωθείς το κοριτσάκι;
- Μπααα, τώρα τελευταία, κάθε φορά που βγαίνουμε, με πρήζει. Που δεν έχω δουλειά σταθερή, δεν έχω αυτοκίνητο δικό μου, δεν έχω τελειώσει ακόμα το πτυχίο, άσ' τα σου λέω... οκτώ καρώ με κάνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εξήγηση είναι προφανής. Όταν η σκατολογία συναντάει το χρηματοοικονομικό σύστημα! Φαίνεται ότι υπάρχει χαρτονόμισμα δικούραδο, όπως το δίευρω. Η έκφραση χρησιμοποιείται για να αποστομωθεί κάποιος ξερόλας, ή κάποιος ενοχλητικός τύπος, ο οποίος έχοντας το θάρρος μας περιπαίζει λίγο παραπάνω.

(ξερόλας)
- Και, όπως σου έλεγα, οι Εβραίοι έχουν βαλθεί να ξεριζώσουν και να μειώσουν τους απανταχού Έλληνες, γιατί εμείς, ως έξυπνος λαός τους είμαστε εμπόδιο. Στο απέδειξα προηγουμένως. - Συμφωνώ, αλλά μήπως σου βρίσκονται ψιλά σκατά να μου χαλάσεις δυο κουράδες, με τους Εβραίους και τους Υπερέλληνες. Οι Εβραίοι ρε παπάρα φταίνε για τα χάλια μας;

(ενοχλητικός)
- Γιωργάκη, πού χάθηκες ρε φίλε;
- Σπίτι, δουλειές, ξέρεις.... εσύ Θάνο;
- Εγώ άκουσα ότι η Μαιρούλα σου 'χει βάλει τα δύο πόδια σ' ένα παπούτσι (μας πείραξε αυτό το σχόλιο, γιατί είμαστε και ανατολίτες, και γιατί o Θάνος είναι φίλος της Μαιρούλας, και την χαλβάδιαζε στο σχολείο).
- Μήπως έχεις ψιλά σκατά να μου χαλάσεις δύο κουράδες, γιατί βιάζομαι και η Μαιρούλα θα μου βάλει χέρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μασκαράς, ο καραγκιόζης, ο γελοίος. Κυριολεκτικά σημαίνει αυτός που φοράει κουδούνια. Και πολύ παλιά, οι όχι τόσο οργανωμένες κοινωνίες κρέμαγαν κουδούνια στους τρελούς για να τους ξεχωρίζουν.

Επίσης οι μασκαράδες τον καιρό των απόκρεων, αποκαλούνται και κουδουνάτοι.

- Ο Δήμαρχος μας λέει ότι θα βάλει υποψηφιότητα και για άλλη τετραετία.
- Μας έχει για μαλάκες φαίνεται. Νομίζει ότι τέσσερα χρόνια δεν ήταν αρκετά για να καταλάβουμε τι σόι κουδουνάτος είναι κι αυτός, ο μπαγλαμάς.

Δες και -άτος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση υπονοεί τον γκαντέμη.
Δεν είναι κάποια γκόμενα η λιλή. Είναι η Ντάμα μπαστούνι! Και ναι, είναι από το χαρτοπαίγνιο, τις «κούπες». Το οποίο γνώρισε την αναγέννηση στον καιρό του διαδικτύου. Η «λιλή» ή «κούπες», παίζονταν στα καφενεία 30 χρόνια πριν. Στο συγκεκριμένο παιχνίδι, αυτός που μένει με την ντάμα μπαστούνι -ή την κερδίζει στην χαρτωσιά- ουσιαστικά είναι ο χαμένος, μια και το συγκεκριμένο χαρτί μετράει για 13 πόντους. Και για την ακρίβεια «μένω με τη λιλή» σημαίνει ότι μου μοιράστηκε η ντάμα μπαστούνι και δεν μπόρεσα να την ξεφορτωθώ κατά την διάρκεια του παιχνιδιού.

- Πάμε να ρίξουμε ένα τζόκερ, έχει τζακ-ποτ.
- Μαζί σου όχι, εσύ μένεις με τη λιλή κάθε απόγευμα στο καφενείο! θα πάμε χώρια!

(από electron, 12/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει «αύριο κλαίνε». Αναφέρεται στην προνοητικότητα. Κάτι σαν στερνή μου γνώση να σ' είχα πρώτα. Δηλαδή, σήμερα κάνεις κάτι χωρίς να το σκεφτείς, και αύριο θα κλαις. Το «κλού» είναι από το «κλαίνε». Χρησιμοποιείται στην περιοχή Κάμπος της Χίου, αλλά γενικά χρησιμοποιείται σε όλο το νησί.

- Ο μπαρμπα-μήτσος άφησε την βάρκα του δεμένη στ 'ανοιχτά; Δεν μας είδε όλους ότι τις πήγαμε τις βάρκες μας στο λιμανάκι;
- Όταν τον δεις, πες του: αύριο κλού... μπάρμπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια έκφραση από Χίο.

Μετάφραση: τι κι αν αφρίζεις, εγώ σε πλήρωσα, οπότε θα σε φάω.

Χρήση: χρησιμοποιείται όταν μας την φέρνουν οι έμποροι, και μας πασάρουν κάτι σκάρτο. Και ενώ κανονικά είναι για πέταμα, εμείς, επειδή λυπόμαστε τα λεφτά που δώσαμε, το χρησιμοποιούμε.

Η έκφραση προήλθε από ένα ανέκδοτο (ίσως και συμβάν του παρελθόντος) που έχει ως εξής :
Κατέβηκε από το χωριό ο περί ου ο λόγος, να αγοράσει φέτα. Ο μπακάλης για να τον πειράξει τον χωριάτη, αντί για φέτα του έδωσε σαπούνι (τότε το σαπούνι ήταν σε πλάκες, κάτι σαν μισό κιλό φέτα). Το παίρνει ο χωρικός, και το μεσημέρι στο σπίτι πάει να το φάει. Με το σάλιο το σαπούνι αρχίζει να βγάζει αφρούς, οπότε εκείνος μονολογεί: φρίτζεις ξαφρίτζεις, τον παρά μου έδωκα, να σε φάω θω!

- Ρε μάνα, έχει φρούτο;
- Έχει καρπούζι παγωμένο.
- Ποιο; το χτεσινό; αυτό δεν τρώγεται με τίποτα...
- Φρίτζει ξαφρίτζει, το πληρώσαμε, θα το φάμε αυτό, και μετά θα πάρουμε άλλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποχρεωτικά το πολύ δύο από το χέρι.
Από το γαλλικό obligé, που σημαίνει υποχρεωτικός.
Αναφέρεται στην πόκα και στα παιχνίδια στα οποία, παρότι μοιράζονται παραπάνω από δύο φύλλα, ο παίχτης μπορεί να χρησιμοποιήσει οποιαδήποτε δύο που έχει πάνω του και όχι περισσότερα, για να σχηματίσει την πεντάδα και να κάνει φύλλο.

- Τι παιχνίδι κάνεις Λάκη;
- Μουνί θα κάνω, κέντα χρώμα, δύο μπλιζέ το παίγνιον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει συνδυασμός στοιχημάτων (στοιχηματίζω σε παραπάνω από δύο ή τρία γεγονότα, με αποτέλεσμα αν επαληθευτούν οι προβλέψεις το κέρδος πολλαπλασιάζεται), κάτι σαν ξερή στήλη που λέμε στο στοίχημα. Ομως αν χαθεί ένα γεγονός όλο το στοίχημα χάνει.

Ο όρος προέρχεται από το αγγλικό parlay (πολλαπλασιάζω τα κέρδη, δηλαδή οι αποδόσεις κάθε γεγονότος πολλαπλασιάζονται μεταξύ τους και με το ποσό στοιχήματος), που προήλθε από το γαλλικό ή ιταλικό parare, στοιχηματίζω.

Το παρολί ξεκίνησε από τον ιππόδρομο. Και αφορά στοίχημα σε πολλές ιπποδρομίες (γύρω στις οκτώ γίνονται, οπότε αφορά δύο και πάνω). Τώρα χρησιμοποιείται σε όλων των ειδών τα στοιχήματα.

Συνήθως παίζεται από παίκτες με μικρή δυνατότητα, γιατί με λίγα χρήματα (λόγω του πολλαπλασιασμού), μπορεί να αποφέρει πολύ μεγάλο κέρδος. Βέβαια και η πιθανότητα να βγει ένα παρολί είναι μικρή, αφού όπως είπα πρέπει να επαληθευτούν όλα τα γεγονότα.

- Άκου ρε τι μου συνέβη χθες. Κατεβάζω ξερό δελτίο με δέκα αγώνες από παρασκευή βράδυ. Και πάει η γαμημένη Μπραουνσβαϊγκ (σ.σ. ιστορική ομάδα της Β' Γερμανίας, από όπου ξεκίνησε ο Μπράϊτνερ, για τους γνώστες), και χάνει στην έδρα της από την Άαχεν, για να μου τινάξει το παρολί στον αέρα. Ξέρεις πόσα έβγαζε το δελτίο;
- Φαντάζομαι... Παρολί δέκα αγώνων, πρέπει να σου έχτιζε μεζονέτα στη Μύκονο, με ιδιωτικό κηπουρό και πέντε ουκρανές υπηρέτριες, πληρωμένους για δέκα χρόνια...

Το παρολί - Τσιτσάνης-Παγιουμτζής (από papalaozi, 17/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified