Καδρόνι είναι η σανίδα, και συνήθως αναφέρεται στη σανίδα που μπαίνει πάνω στις σκαλωσιές. Αυτό το κομμάτι του ξύλου έχει την ιδιότητα να είναι γερό (ώστε να αντέχει το βάρος του πτωχού πλην τίμιου οικοδόμου), αλλά και μακρύ για να πατάει στις δύο άκρες της σκαλωσιάς.

Το ρήμα καδρονιάζω, σλανγκικώς αναφέρεται στο ανδρικό μόριο, και στην ικανότητά του να γίνεται ντούρο και μακρύ -ή όχι.

- Ρε μαλάκα, τον τελευταίο καιρό είμαι χάλια...
- Ψυχολογικά;
- Ναι, μιλάμε με παρακαλάνε τα κοριτσάκια, κι εγώ δεν έχω όρεξη να τα συγυρίσω. Τι να πω...
- Σοβαρή κατάσταση. Δλδ δεν σου σηκώνεται;
- Μου σηκώνεται, αλλά...
- Ρε καδρονιάζει το εργαλείο;
- Καδρονιάζει, αλλά θέλει την ώρα του...
- Τότε μπορεί να είναι και θέμα διατροφής...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουτάκι σε δημοσκόπηση, αγαπημένο των αναποφάσιστων και των βαριεστημένων.

Η έκφραση από τις δημοσκοπήσεις πέρασε σαν ψιλοσλανγκ στην καθομιλουμένη εννοώντας:

α) γνωρίζω σχετικά με αυτό που με ρωτάς, αλλά για κάποιον από τους ακόλουθους λόγους

  • βαρεμάρα (όπως και στις δημοσκοπήσεις),
  • γιατί μπορώ (όπως και στις δημοσκοπήσεις),
  • γιατί δεν είναι δουλειά σου,
  • γιατί δεν με συμφέρει,

αρνούμαι να απαντήσω

β) μας σκότισες τα ρκίδια, με έπρηξες, οπότε σε οτιδήποτε ρωτήσεις ή σε οποιαδήποτε προσπάθεια για κουβέντα, σε γειώνω με την ανωτέρω έκφραση.

Στον γραπτό λόγο η έκφραση συρρικνώνεται στο ακρώνυμο ΔΞ/ΔΑ.

- Δεν μου λες, εσύ δεν τραβιόσουνα με το Μαράκι ένα καιρό;
- Δεν γνωρίζω δεν απαντώ...

(από electron, 29/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γενικά ο όρος αναφέρεται σε κάθε κατάσταση που είναι πιεστική. Προέρχεται από την πρέσα που σφίγγει τα πράγματα ώς εκεί που δεν φτάνει.

Οι δύο πιο δημοφιλείς κατηγορίες που θα ακούσετε τον όρο είναι οι ακόλουθες:

  • μονότερμα γκρίνιας ή/και μιζεροκατάστασης που έχει πολύ πρήξιμο ή/και στεναχώρια
  • καγκουροβόλτα με μηχανές ή αυτοκίνητα, όπου η πρέσα αναφέρεται στην οριακή (προς τα πάνω) λειτουργία του κινητήρα.

Ασχετο! Τιπ για στιχουργούς: ριμάρει με το κομπολόι και το συγγενολόι εύκολα, και λίγο πιο δύσκολα με το κονβόι.

  1. - Ρε, είδα τον Μάκη χτες. Σαν να γέρασε δέκα χρόνια.
    - Δεν τα 'μαθες. Έχασε τον πατέρα του και την μάνα του μέσα σε διάστημα έξι μηνών. Και η δουλειά του πάει κατά διαόλου.
    - Πολύ πρεσολόϊ ρε παιδάκι μου.

  2. - Την Κυριακή έχει πρεσολόϊ.
    - Βγάλατε διαδρομή;
    - Ξεκινάμε οκτώ από εθνική για Ωραιόκαστρο.
    - Ωραία... Πείτε μου τι καφέδες πίνετε, γιατί, αφού με το μωρό μου θα φτάσουμε πρώτοι, να παραγγείλω.
    - Πρόσεξε μη σκίσεις το στριγκάκι σου...

  3. - Μαλάκα μου, είμαι προχθές στο μπαράκι, και με πιάνει ένα πρεσολόϊ το Μαράκι, για το πού ήμασταν χθες, άνευ προηγουμένου.
    - Και τα ξέρασες όλα ρε Μπάμια;
    - Δεν είπα τίποτα, αλλά κάτι την έχει πονηρέψει.

(από electron, 23/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παπαδάκια λέγονται τα παιδάκια που ντύνονται σαν μικροί παπάδες και κρατάνε τα εξαπτέρυγα και τα φανάρια στην ακολουθία του Επιτάφιου (τσάμπιονς λιγκ), ή και σε κάποιες τελετές ( αγώνες πρωταθλήματος, κυριακάτικες λειτουργίες δλδ) μέσα στον οίκο του Θεού. Συνήθως είναι παιδιά πιστών χριστιανών, οι οποίοι το θεωρούν τιμή τους. Και γούστο τους καπέλο τους, γιατί είμαστε και δημοκράτες.

Στη (σχεδόν μπαρμπαδίστικη) σλανγκ, ο όρος αναφέρεται στον μαμόθρεφτο, τον απονήρευτο, τον καθωσπρέπει, που -αναδρομικώς σκεπτόμενοι - εικάζουμε ότι όταν ήταν μικρός, θα έπρεπε να ντύνονταν παπαδάκι.

Εντελώς συνώνυμο : πρόσκοπος

- Ρε. τι είναι η σημερινή νεολαία... Κανένα σεβασμός;!;!;
- Μου φαίνεται ότι ξεχνάς τι κάναμε εμείς; - Εμείς ήμασταν παπαδάκια μπροστά σ΄αυτούς τους αλήτες!

(από electron, 19/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα περίφημα κτήματα, όπου τελούνται γαμήλιες δεξιώσεις. Η μόδα ξεκίνησε στα μέσα της δεκαετίας του ενενήντα, και μάλιστα, προ της απαγόρευσης της Αγίας και Μόνης Ορθοδόξου Εκκλησίας, τελούνταν ακόμα και το μέγα μυστήριο στα περί ου ο λόγος κτήματα, σε κάτι μικρά παρεκκλήσια.

Αρχηγός των γαμοχώραφων, και δημιουργός της μόδας, το κτήμα Νάσιουτζικ, κάπου στα Μεσόγεια. Η μόδα εξαπλώθηκε βέβαια σε όλη την Ελλάδα, και όπου πας, ακούς βαρύγδουπα ονόματα κτημάτων. Τα πιο πολλά από αυτά ήταν οικείες πλουσίων που βάρεσαν φαλημέντο, και πούλησαν τα estate τους σε φιλόδοξους γαμοεπιχειρηματίες, ή χωράφια που απλά έχεζαν γαδάροι, μέχρι να χτυπήσει το επιχειρηματικό δαιμόνιο τον ιδιοκτήτη τους..

Η λέξη προφ έρχεται από το γάμος+χωράφι. Διότι, τη λέξη «estate» την μάθαμε το ογδόντα από τους πιατάδες, και η λέξη κτήμα, μέχρι πρότινος σήμαινε, ουσιαστικά χωράφι, όπου οι κολίγοι ίδρωναν για να πλουτίζει ο τσιφλικάς (ναι, πέρασα κι εγώ από την ΚΝΕ).

Άρα, αν δεν είσαι ξενομανής, το λες γαμοχώραφο. Punto e basta....

- Πήρες το προσκλητήριο του Μάκη;
- Όχι ακόμα. Θα 'χει και φαγητό;
- Ναι, θα ακολουθήσει γλέντι στο «Κτήμα Ανθισμένο Πίτουρο»
- Μπααα, καινούριο γαμοχώραφο είναι αυτό;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύντμηση του αμερικάνικος. Ή η νεολαία όπως πάντα βαριέται, και κόβει τις λέξεις, ή μπήκαμε στο κάνικο τριπάκι, όπου όλα απλοποιούνται, χάριν βιασύνης.

Όποια και να ήταν η ανάγκη δημιουργίας αυτού του λογοπαίγνιου, η αλήθεια είναι ότι έχει γούστο (κάτι σαν την δυσλεκτική Μπήλιω ένα πράμα).

(προχθές σε διπλανό τραπέζι)
- Ρε, έχω ένα κρύωμα, γάμησέ τα...
- Α, φίλο, θα σε φτιάξω. Έχει η μάνα μου κάτι ασπιρίνες κάνικες, που σε κάνουν περδίκι. Πάρε δυο τρεις και θα γίνεις περδίκι.
- Άσε με ρε εσύ, με τις κάνικες μαλακίες σου...

βλ. παρομοίως και κονάτο, τσόκρυο, σβάκι κά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο οπαδός του Βασίλη και όχι του βασιλιά. Και όταν λέμε Βασίλη, εννοούμε τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Μπορεί να γέρασε, να βάφει το μαλλί και να κάνει δάνειο από τους κροτάφους, αλλά, όπως και νά 'χει, κατέχει μια τιμητική θέση στην καρδιά όλων των 30+, είτε είναι, ή υπήρξαν στο παρελθόν τους, ροκάδες, σκυλάδες, κουλτουριάρηδες ή λεσβίες.

Γνωστές ρήσεις βασιλοφρόνων:

  1. Σαν πεθάνω στον τάφο μου,
    μην βάλετε καντήλι,
    βάλτε ένα ραδιόφωνο
    ν' ακούω τον Βασίλη.

  2. Βασίλη / ζούμε / για να σε ακούμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το απόγειο διασκέδασης των προεφήβων στις δεκαετίες '70 και '80 ήταν τα συγκρουόμενα αυτοκινητάκια στο λούνα παρκ. Η πρώτη φορά που καθόσουν στο τιμόνι - και το μαγικό κουδούνι που έδινε ώθηση στο ηλεκτρικό αυτοκινητάκι, αφού έδινες την μάρκα στον χλεμπονιάρη υπεύθυνο. Χωρίς να έχουν τρελό γκάζι, με το κομπλέ ανάποδο διαφορικό για να πιάνει η όπισθεν, ήταν η χαρά του ατζαμή, καθώς σκοπός πέραν της οδήγησης ήταν και ο εμβολισμός κάποιου φίλου ή γονέα που ήταν σε ένα άλλο αυτοκινητάκι.

Στα δικά μας τώρα. Η έκφραση «συγκρουόμενα» αναφέρεται σε σταυροδρόμια, φανάρια, στροφές ή κακοφτιαγμένους δρόμους, όπου τα ατυχήματα είναι σε ημερήσια διάταξη. Ιδίως από οδηγούς που δεν γνωρίζουν τις παγίδες στα συγκεκριμένα επικίνδυνα σημεία.

- Ρε, τί έγινε; Διαφημίζεις τσιρότα;
- Άσ' τα να πάνε. Μια καρακάξα με διεμβόλισε έξω από την Πειραιώς, στην Πολυτεχνείου. - Α, εκεί στα συγκρουόμενα... Πάλι καλά την γλίτωσες. Εγώ είχα σπάσει πόδι εκεί. Φρόντισε ένας ταρίφας για αυτό.

(από electron, 18/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αργκό της φίλαθλης κοινότητας. Η έκφραση «πολλά με λίγα» είναι η απάντηση στην ερώτηση, «Ποιο (πόσο) είναι το σκορ;».

Η εξυπνακίστικη απάντηση δείχνει ότι το φαβορί του αγώνα διέσυρε το αουτσάιντερ, με αποτέλεσμα ο φίλαθλος να χάσει το σκορ, ή να μην έχει νόημα να πει το σκορ, λόγω του εύρους της διαφοράς.

Το «πολλά με λίγα» λέγεται σε όλα τα αθλήματα, αλλά κυρίως σε αυτά που το σκορ φτάνει διψήφια ή τριψήφια νούμερα, π.χ. στο μπάσκετ και στο πόλο.

  1. ... Πολλά με λίγα στο ΟΑΚΑ
    Πολλά με λίγα στο ΟΑΚΑ. Από τονbetred | Νοεμβρίου 24, 2010. Champions League. 1ος Όμιλος. Τότεναμ-Βέρντερ Βρέμης: Την ευκαιρία να σφραγίσει την πρόκριση ...

  2. - Πόσο βγήκε την Κυριακή η Μπάρτσα με την Χερέθ;
    - Πολλά με λίγα....

(από electron, 11/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Η πόρτα του εκδοτικού οίκου Βεστφάλεν έκλεισε, και ο Φριτζ Σλανγκ σκέφτηκε ότι βρίσκεται μπροστά σε μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της καριέρας του.

Ποτέ δεν φαντάστηκε, ότι ένα λάθος στο βιογραφικό σημείωμα, θα τον έφερνε μπροστά σε μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της καριέρας του. Πριν δέκα χρόνια, όταν συμπλήρωσε την αίτηση για τη θέση εργασίας (μεταφραστή), είχε παραλείψει να διευκρινίσει ότι το αντικείμενο ειδίκευσής του (εκτός από εικοσιτρείς άλλες γλώσσες) ήταν η αρχαία Ελληνική, και όχι η νέα Ελληνική γλώσσα. Βέβαια γνώριζε ελληνικά, αλλά μόνο σε ακαδημαϊκό επίπεδο, όχι το ζωντανό κομμάτι της καθομιλουμένης ελληνικής.

ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ

Τώρα, έπρεπε να βρει έναν τρόπο να μεταφράσει την «Λιλιάδα», ένα επικό μετασεξουαλικό ελληνικό έργο. Το αφεντικό του, είχε επενδύσει όλο το μέλλον του εκδοτικού οίκου στην πανευρωπαϊκή αποκλειστικότητα αυτού του αριστουργήματος. Η μετάφραση του Φριτζ Σλανγκ, θα ήταν το άνοιγμα του έργου σε όλη την Ευρωπαϊκή ηλεκτρονική αγορά.

Περνώντας από τον γυάλινο θόλο της Ράϊχσταγκ, κλώτσησε ένα άδειο κουτάκι μπύρας που προφανώς κάποιος λάζος πέταξε. Λες και η Ελλάδα τον κατέτρεχε...

Η ΛΥΣΗ

Γύρισε στο γοτθικού τύπου σπίτι του, έβαλε τις παντόφλες του, και άναψε το [ψαροκόκαλο] μπαουχάους φωτιστικό, πάνω από τον υπολογιστή. Κοίταξε την φωτογραφία του πατρικού του σπιτιού στο χιονισμένο Βούπερταλ, έβγαλε απρόθυμα από την τσάντα του ένα αντίτυπο της Λιλιάδας, και ξεκίνησε να διαβάζει:

...Ήταν ντάλα απόγευμα όταν το Λίλιαν αποφάσισε να προσφέρει έναν φραπέ στον Πέρη, για να τον ηρεμήσει, αφού πάντα ξύπναγε με κατουρόκαυλες. Μετά θα έλεγε όλη την αλήθεια. Άλλωστε κάθε υγιής σχέση στηρίζεται σε ένα κάρο φίδια. Από όλες τις οπές του βασανισμένου από το σεξ κορμιού της, έρεαν κομματάκια φλόκια ενθύμια της χθεσινής νύχτας. Άραγε ο αγαθομούνηςΠέρης, θα την συγχωρούσε; Αν του έλεγε, ότι κατάφερε να κρατήσει την σούφρα της ανέπαφη, παρότι όλα τα λέιζερ ήταν πάνω της...

Δεν έβγαζε νόημα με τίποτα... Τι είναι τα φλόκια και οι κατουρόκαυλες; Άνοιξε τον Μπαμπινιώτη, άνοιξε τον Ελευθερουδάκη, τίποτα... Μετά σκέφτηκε να γουγλάρει όλους τους όρους από την πρώτη παράγραφο που δεν ήξερε. Και ως δια μαγείας πέφτει πάνω στο σλανγκρ, και τότε καταλαβαίνει το μεγαλείο του έργου, αφού πλέον κάθε γραμμή του μετασεξουαλικού έπους γίνεται κατανοητή.

- Σώθηκα!!!, αναφώνησε. Με το σλανγκρ, η μετάφραση της Λιλιάδας στα Γερμανικά είναι παιχνιδάκι!

Ευτυχισμένος, αλλά και καβλωμένος από τις πρώτες κιόλας γραμμές του έργου, αποφάσισε να πάρει την Αντρέα και να μεταφράζει το έπος ρίχνοντας κι ένα γρήγορο στην διψασμένη για σπέρμα φροϋλάϊν του.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Keep slanging... Ο Φριτζ Σλανγκ (ο Γερμανός μεταφραστής) θα σας ευγνωμονεί...

εμπνευστής : ιρονικ
χρίσμα : χαν

.....ή ο ξένος μεταφραστής, όπως λέω εγώ.....

....χεχε, ενδιαφέρουσα άποψη περί των 2 γραφών, μου αρέ. Μόνο που ο ξένος μεταφραστής θα χάσει το μπούσουλα!...

...ας θέσω για άλλη μια βολά το αγαπημένο μου επιχείρημα: μπες πχ στη θέση ενός ξένου, ενός γερμανού ξερωγώ, ο οποίος μεταφράζει ένα ελληνικό μυθιστόρημα και συναντά την έκφραση «μπαρούτ κεφτές» μέσα σε διάλογο του κειμένου....
(ιρονικ)

...δλδ, ο γερμανός μεταφραστής αποτελεί το raison d' etre της σλανγκ.....
πλάκα κάνω...
........εγώ ότι ήταν να πω το είπα....
Τώρα ο Φον Σλάνγκεν (ο Γερμανός μεταφραστής, και φαν του σάϊ) θα ξέρει τι να περιμένει, σε περίπτωση που πάει κατα 'κει....
Και μα τον Τουτάτη ας βγω ψεύτης!....
(εγώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified