Μπισκότο στην Καλιαρντή σήμαινε τον χουντικό, απλό υποστηρικτή του δικτάτορα ή/και χαφιέ. Η σημασία προέκυψε συνειρμικά από τα μπισκότα Παπαδοπούλου.

Η λέξη πριν το ’67 ήταν μπισκοτότεκνο και σήμαινε τον αξιαγάμητο στρατιώτη, το λόμπα. Ο στρατός γενικότερα ελεγχόταν από επίδοξους χουνταίους. Όταν μας έκατσε λοιπόν ο φλεγόμενος φοίνικας, η λέξη μπισκότο αυτονομήθηκε για να καλύψει τις ανάγκες των ομοφυλόφιλων, πολλοί απ’ τους οποίους φύσει και θέσει ήταν αντικαθεστωτικοί. Με τη μεταπολίτευση και κυρίως μετά το ’81 η λέξη περιέπεσε σε αχρησία. Στο μεταξύ οι ομοφυλόφιλοι οργανώθηκαν (ΑΚΟΑ) και το ’78 κυκλοφόρησαν ένα από τα πιο προχώ περιοδικά (ΑΜΦΙ), που έφεραν τους ομοφυλόφιλους κοντά στο ενεργό και ανήσυχο φοιτητικό (και όχι μόνο) κίνημα της αμφισβήτησης. Κατηγορήθηκαν για ελιτισμό-Βελτσισμό από αντίπαλη ομάδα, με το περιοδικό Κράξιμο και το ’88 το ΑΜΦΙ σταμάτησε να κυκλοφορεί. Κι οι χαφιέδες έπιασαν αλλού δουλειά.

Σχετικό γλωσσάρι:

κατσικέ: ο αριστερός
ναψιάρης: το καρφί, ο καταδότης, ο κουτσομπόλης, ο σπιούνος (ίσως εκ του αναψιάρης
προβατέ: ο δεξιός
τζασροβεσπάκης: ο φασίστας

Δε γνωρίζω αν οι νεότεροι ομοφυλόφιλοι επινόησαν ξανά τη λέξη μπισκότο (ως κολομπαράς) από τα El bisko (o Xότζας ίσως μας διαφωτίσει).

Βλ. επίσης μπισκότο, τα cookies στον κομπιούτορα.

Πηγή: Πετρόπουλος και πρωτογενής έρευνα.

H Πάολα και ο Μητσάρας σε αφισοκόλληση κάπου το ’80, μεσάνυχτα, ο Μητσάρας κολλάει κι Πάολα κάνει τον τσιλιαδόρο σιγομουρμουρίζοντας το εξής:

“Πω-πω-πω μια ευκαιρία
Ψηφίστε Μανολία
Να’ χει ο δρόμος δυο τζουρά (ουρητήρια-ψωνιστήρια)
Και όχι υπουργεία,
Να πηγαίνουν οι αδερφές
Να δικέλουν σερμελιές (να κόβουν μπαργαλάτσους)
Και ν’ αβέλουν τις μπαρές” (να διαλέγουν τους χοντρούς)
(Πετρόπουλος)

Μητσάρας: “Σιγά ρε, κι οι τοίχοι έχουν αφτιά”.
Πάολα: “Παντού μπισκότα...”
Και μετά από λίγο η Πάολα λέει βραχνά: “Τζάσε Μητσάρα, μπισκότο, μπισκότοοο!”

αυτό λες μάλλον... (από BuBis, 30/09/09)Ένας Παπαδόπουλος μας χρειάζεται! (από Khan, 03/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απάντηση γυναίκας (που τα ‘χει πάρει στο κρανίο με τον άχρηστο μπέμπη που φορτώθηκε, σε μια στιγμή που όλα έμοιαζαν πραγματοποιήσιμα, κι έχει και κάνα δυο τέκνα αφού την πήδαγε καλά - τώρα δεν του κάθεται, ντεκαβλέ κατάσταση) σε καλο-προαίρετη ερώτηση κολλητής του τύπου:
- Μήπως έχει άλυτο οιδιπόδειο και χρειάζεται βοήθεια ο Γιώργος; ή
- Ψάξ’ το, ρε φιλενάς, τι φταίει κι αντιδρά έτσι; ή
- Πήγατε σε σύμβουλο γάμου, οικογενειακό θεραπευτή, παπά, σαμάνο να σας πει τι φταίει;

Τότε, λοιπόν, με όλη τη χολή που έχει συσωρευτεί από απελπισμένες προσπάθειες χρόνων, με κείνη την όμορφη απόγνωση που γεννά η καταστροφή μιας αυταπάτης, η ηττηθείσα απαντά κοφτά:
-Όχι ρε συ, το ύφασμα φταίει. (=είναι στόκος, άχρηστος, μπούλης, βολεψάκιας, παρτάκιας, πρήχτης, βλάκας, αλλά -περιέργως πως- κορόιδο δεν είναι).

Ως γνωστόν, οι γυναίκες σ’ αυτόν τον κόσμο τραβούν μεγάλη ταλαιπώργια από το υπόλοιπο μισό του πληθυσμού. Αιώνες τώρα οι θηλυκές άνθρωπες δοκιμάζουν ποικίλα, αυτοσχέδια ή πιο οργανωμένα, όπλα για να αντιμετωπίσουν αυτό που στα μάτια τους μοιάζει με συμπαγή βλακεία, αλλά φοβάμαι ότι είναι «κάτι πιο βαθύ που μας λερώνει».

Και φυσικά, οι θηλυκές υπολείπονται σε λεξιπλασίες υποτιμητικές για τους άντρες και στην επινόηση απελευθερωτικών μπινελικίων. Η γλώσσα είναι στενή για τις γυναίκες, ή μου φαίνεται επειδή τελευταία πάχυνα;

-Καλά ρε συ Στέλλα, δίκιο έχεις να θυμώνεις με το Στέλιο... Αλλά, τί φταίει τελικά κι αντιδρά έτσι;
-Το ύφασμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

H αιφνίδια και κατά κανόνα τρομακτική αναδρομή σε παραίσθηση. Εννοείται ότι έχει προηγηθεί χρήση παραισθησιογόνων, συνήθως LSD. Τo κάζο του υποκειμένου παίζει να του κοστίσει τη (ή τον) γκόμενα, τη δουλειά, κάνα ψυχιατρείο, ανάλογα με την περίσταση.

Η λέξη ακουγόταν στα 80ας στους κύκλους αναρχοαυτόνομων, καθότι στις παρυφές τους ευδοκιμούσαν παρέες που, στη θεωρητική ενασχόλησή τους με το επαναστατικό προτσές, ήθελαν ένα (μη πω και δυο και τρία) χμού προσωπικής μαρτυρίας, πάντα στα πλαίσια της διεύρυνσης της συνείδησης και των ανθρώπινων ορίων γενικότερα. Ηθικοί αυτουργοί ο Τ. Λήρι κι οι λοιποί αντιψυχίατροι, των οποίων τα κείμενα αποτελούσαν σημείο αναφοράς των εν λόγω κύκλων, μαζί με μια συλλογική πίστη ότι «ο τρελλός είναι ένας εν δυνάμει επαναστάτης κι οπωσδήποτε ένας καλλιτέχνης που αδιαφορεί για τα έργα του».

Συντάσσεται με τα ρ. παθαίνω ή έχω ή μου 'ρθε.

Κυκλοφόρησε και ως φλασιά ένα φεγγάρι. Οι περαιτέρω σχέσεις των λέξεων είναι προς διερεύνηση.

Τονίζονται εξίσου και οι δυο συλλαβές.

- Ρε μαλάκα, γιατί σ' έδιωξε απ' τη δουλειά το καθίκι;
- Γιατ' είχα ένα φλάσμπάκ μπροστά του και τά 'παιξε. Και γω δηλαδή... Χεσ' τα κι άσ' τα, ρε φίλε. Κι όταν συνήλθα, είδα τη φάτσα του. Χειρότερα κι απ' το φλάσμπάκ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει: «Ελένη ονομάζομαι, σου λένε!»

Από τις βορειοελλαδίτικες διαλέκτους που δεν χορταίνουν φωνήεντα (να πώς να περιγράψεις κάποιον που μιλά έτς).

Μια θεία με περήφανα αφτιά ρωτά ένα περαστικό κοριτσόπουλο:
- Πώς σι λεν;
- Ελέν(η), απαντά η μικρή.
- Πώωωως;
- Ελέν, ξαναλέει η τσούπα.
Στην τρίτη ερώτηση απαντά το: Ελέν(η) με λέν(ε) σε λέν(ε), τονίζοντας το πρώτο λε με νεύρο και απελπισία.

Χρησιμοποιείται για να σχολιάσει κάποιος τη μειωμένη ακοή κάποιου άλλου ή/και την αντιληπτική του βραδύτητα. Τέλος, για να σχολιάσει εμμέσως πλην σαφώς το δυσνόητο αξάν.

- Ρε φίλε, βάζεις ένα χέρι να βγω! λέει κάποιος που του κόλλησε το
όχημα.
- Αμέ. Πώς έγινε;
- Ααα; (του ξεφεύγει του παθόντος).
- Λέω, πώς κόλλησες;
- Ιγώ λαμώνω κι στο ισάδ(ι).
- Ελέν με λεν σε λεν (ή Ελενμελενσελέν).

Je suis une fille comme les autres (από Khan, 31/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κομμένη αποκαλούν οι ομοφυλόφιλοι τον παρενδυτικό (τραβεστί ντε) που υποβλήθηκε σε εγχείριση αλλαγής φύλου. Οι κομμένες συνήθως ολοκλήρωναν την αλλαγή με προσθετική στήθους (ή/και ορμονοθεραπεία), αύξηση μάζας χειλέων (στόματος), βαφή μαλλιών σε εκτυφλωτικό ξανθό κατά κανόνα, μανικιούρ-πεντικιούρ και, ω!, Η ευτυχία -οψώνια σε καταστήματα γυναικείων ρούχων και πα-πουτσάδικα.

Με γόβα στιλέτο, λαμπερή (προσοχή) μέρα-νύχτα, με ύφος και τουπέ και με φωνή που βγαίνει από πολύ βαθύ λαρύγγι, η κομμένη από απλός τραβεστί (λούγκρα, λουμπίνα... κατά Πετρόπουλο) γίνεται unpektable πουτάνα εν μια νυκτί και ιδίοις αναλώμασι.

Κεσάτια το λοιπό στους απλούς τραβεστί και η παρεπόμενη οργή, γιατί πώς να συναγωνιστεί το απλό τσιτάκι τον Φουστάνο. Έτσι γεννήθηκε το γκρουπούσκουλο στην ομάδα των ομοφυλόφιλων και ειδικότερα των τραβεστί. Ο όρος είναι περιγραφικός, ωστόσο κρύβει και αξιολογικό χαρακτήρα που ακολουθεί τον τόνο και τη χροιά της φωνής και υπαινίσσεται ότι κάποιος ξεπούλησε τη φύση του για να γίνει αποδεκτός ή να βγάλει χρήματα.

  1. Ως επιρ. κομμένη! (η κουβέντα) = σιωπή, τέλος, δεν το συζητώ.

Μεσάνυχτα. Η Κρίστα (Χρίστος τη μέρα) δε σταύρωσε πελάτη. Πλησίασε την Πάολα (Παύλο στην ημερήσια εκδοχή).
- Μωρή σού 'φυγε ο μπατανές απ' τον ιδρώτα.
- Και;΄Μέλα πουθενά. Τι τρέχει;
- Στη γωνία τη βλέπεις την ξανθιά; Είναι ο Τάκης-Τιτίκα τώρα -που
γύρισε απ' τη Λόντρα και σκίζεται στη δουλειά να κάνει απόσβεση
το σχίσιμο-μουνί.
- Ααα! Θα τη μπιζάρω τη τζασλή, θα της ανοίξω βιβλίο συγχαρητηρίων, την κομμένη που παριστάνει την Εμμανουέλα, λούγκρα μωρή
γεννήθηκες και λούγκρα θα πεθάνεις.

Υπάρχουν και οι ορισμοί του λήμματος κομμένος - σχετικά: ποστόπι, εγχείρηση

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified