Το ξεραμένο σύκο (γλύκισμα μεσσηνιακόν), αλλά και ο όρχις. Οιοσδήποτε εκ των δύο. Παρομοίωση αλλά και κατάρα.

  1. - Πάω για τάκλιν, αλλά τρώω μια στην τσαπέλα και μένω παγωτό φίλε. Μου πέσαν τα φρύδια.

  2. - Που να σου μαραθούν οι τσαπέλες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μάρκα τσιγάρων που καπνίζει ο Τράκαμαν.

Βλ. και Τρακαστράτος.

- Τι τσιγάρα καπνίζεις;
- «Απ' όλων».

Επιχείρησις Απόλλων (1968) (από HODJAS, 14/05/10)

Και απόλλων τσιγάρα, τράκα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άντρας που έλκεται ερωτικά από την πεθερά του.

-Την είδες τη μάνα της Τασίας; Πεθεραστής θα γίνει ο Κώστας.

(από Hank, 08/02/09)the graduate (από allivegp, 23/05/09)Απ\' το 1.30. (από Hank, 15/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφορά σε άτομο με περιορισμένη δυνατότητα αντίληψης και ευθύνης. Πρόκειται για παραλληλισμό ταχύτητας ανάλυσης δεδομένων.

- Μα καλά, είσαι τελειωμένος ρε, ΠΕΥΚΟ!

"Έχω κάνει και Μεγάλο Πεύκο"! (από Hank, 24/01/09)(από mafie, 03/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτικός τίτλος τραγουδιού τύπου reggae.
O ορίτζιναλ είναι Could you be loved (B. Marley).

Πσσσσσσσσσ!!!! Μανίτσα; γουστάρ'ς το κουτζουμπίλα;

και αυτό σωστό είναι... (από anchelito, 02/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιαχή καλτ φιγούρας ελληνικού πορνό σινεμά. Συνήθης σύνταξη με το τροπικό ΕΕΕΕΕΤΣΙ....

Χρήση: ποικίλλει από συνθήκες σεξ μέχρι την παρουσία του Ολυμπιακού στην Ευρώπη. Και όλα τα ενδιάμεσα.

ΠΕΝΤΑΡΑ ΠΑΛΙ;;;;;ΕΕΕΕΕΕΕΕΕΤΣΙ ΒΕΝΤΟΥΖΑ ΒΕΝΤΟΥΖΑ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(ουσ. ουδ.): Σχέση που συνάπτεται με ιδιαιτέρως... συγκεκριμένο σκοπό.

Τι έρωτες κλπ μου λες τώρα. Εγώ ψάχνω για κάνα πηδύλλιο για να στρώσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

στειλιάρι, στυλιάρι

  1. Κατάσταση υπερβολικής μέθης κατά την οποία η αντίδραση σε οπτικοακουστικά ερεθίσματα είναι ανάλογη αυτής του ξύλινου χερουλιού τσάπας ή γκασμά.

  2. Πολύ και αγριοβάρβαρο ξύλο. Συντάσσεται με το τρώω ή / και ρίχνω.

  1. Άσ' τον ρε, δε βλέπεις ότι το παιδί είναι στειλιάρι;

  2. Και εκεί που κάνω παιχνίδι με τη μικρή, πετάγονται 3 και μου ρίχνουν ένα στειλιάρι... 8 έπεφταν 1 μέτραγα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση μέθης. Προέρχεται από παρομοίωση της χαρακτηριστικής γυαλάδας ματιών μετά από κατάχρηση ουσιών, αλκοόλ κλπ, με την αντίστοιχη μιας καλογυαλισμένης ζάντας 21''. Συντάσσεται και με το ΦΕ. Εξαιρετικά δόκιμη χρήση στα πέριξ Θεσσαλονίκης.

Πίναμε, πίναμε, πίναμε, ζάντα γίναμε. ζάντα ΦΕ, σου λέω.

Κάποιος έγινε ζάντα χτες βράδυ... (από Galadriel, 25/01/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οικιακή βοηθός που βρίσκει την ευκαιρία και την πουλεύει με όλα τα τιμαλφή του σπιτιού.

-Είχα χρυσή μου μια γυναίκα για το σπίτι, αλλά εκείνη πήρε τ' ασημικά και τον πούλο και ακόμα τρέχει. Παραπουλεύτρα, κανονικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified