Κάνω μάγια σὲ κάποιον, τὰ ὁποῖα θὰ ἐπιδράσουν διὰ τοῦ πεπτικοῦ.

Σὲ παλαιότερες, προφεμινιστικὲς ἐποχές ἕνα βασικὸ ζήτημα, ποὺ ἀπασχολοῦσε κάθε οἰκογένεια, ἰδίως δὲ τὶς φτωχότερες, ἦταν ἡ «ἀποκατάστασι» τῶν θηλέων.(*****)

Γιὰ ὅποια κόρη δὲν διέθετε προσόντα γιὰ γάμο (βασικῶς δηλ. σπίτι), ὑπῆρχε ἡ ρομαντικὴ ἑλπίδα τοῦ ἀρχοντόπουλου, ποὺ θὰ τὴν ἐρωτευόταν καὶ θὰ τὴν ἔβγαζε ἀπὸ τὴ μίζερη τύχη της (ἀγαμία, ἀνέχεια, αὐταρχικὴ πατρικὴ οἰκογένεια κλπ), χωρὶς νὰ ζητήσῃ προίκα. Προκειμένου νὰ ἰσχυροποιηθῇ ἡ ρομαντικὴ αὐτὴ ἐκδοχή, οἱ γρηὲς κυρίως τοῦ σπιτιοῦ ἀνελάμβαναν νὰ «κάνουν μάγια» σὲ ὅποιο παλληκάρι τοὺς γυάλιζε. Τὰ μάγια ἦσαν διαφόροων εἰδῶν. Γιὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ λήμματος τὰ συνοψίζω σὲ ἐπαγγελματικὰ (ἀπαιτοῦσαν μαγίστρα) καὶ οἰκιακά. Τὰ ἐπικρατέστερα ἀπὸ τὰ οἰκιακὰ ἦσαν τὸ αἶμα περιόδου, τὰ οὖρα καὶ τὰ κόπρανα τῆς ἐπιδόξου νύφης. Ὡς ὄχημα μεταφορᾶς στὸν «γαμπρὸ» (the marked down victim κατὰ τὸν παμμέγιστο μισογύνη B. Shaw) ἐπελέγετο συνήθως τὸ καφεδάκι (δὲν ὑπῆρχε τότε φραπέ), τὸ γλυκάκι (κουταλιοῦ κυρίως) καὶ σπανιότερα κανένα ἄλλο τρόφιμο. Ὅλα αὐτὰ τὰ μαγικὰ φίλτρα τὰ ἀποκαλοῦσαν οἱ ἴδιες οἱ γυναῖκες «σκατά», συνεπῶς δὲ καὶ τὴν ὅλη διαδικασία «σκατοτάϊσμα».

Μερικὲς φορὲς τὸ ὅλο διπλάρωμα τοῦ θύματος μαζὶ μὲ καμμιὰ πουτανιὰ τῆς νέας, ἢ καὶ ἐπειδὴ τὸ κορίτσι ἦταν πράγματι ἀξιόλογο, τὸ σκατοτάϊσμα ἀπέδιδε, ἢ ἔτσι τὸ ἔβλεπαν οἱ ἐνδιαφερόμενοι. Πολλὲς φορὲς ἡ δουλειὰ ὅμως χάλαγε, εἴτε πρό, εἴτε μετὰ τὸν γάμο. Τότε, ἄλλες γρηές, μὲ φιλοσοφικὴ διάθεσι, ἔλεγαν κουνώντας τὸ κεφάλι: «Τί τὰ θές; Ἄντρας μὲ μάγια καὶ παιδὶ μὲ βότανα... Προκοπή περιμένεις;»

*Asist: Vrastaman από ΔΠ*

(*****) Ὡς «ἀποκατάστασι» ἐννοοῦσαν τὴν κοινωνικὴ ἀποκατάστασι γενικῶς (περιελάμβανε καὶ τὸ ἐπάγγελμα), εἰδικότατα δὲ τὸν γάμο μὲ ἄνδρα οἰκονομικῶς ἀνεξάρτητο. Ὡς ἀνεξάρτητο, ἐννοοῦσαν νὰ ἔχῃ τοὐλάχιστον μεροκάματο. Βασικὸ προσὸν τῆς κόρης τὸ σπίτι (γιὰ λεπτομέρειες βλ. τὰ περισσότερα Ἑλληνικὰ ἔργα).

- Τοὺ μάθατε; Λογοδοθήκανε ψὲς ἡ Μήτσους μας μὶ τοὺ Λενηώ.
(Κουνάει τὸ κεφάλι) - Τοὺ μάθαμε. Ἐσεῖς τοὺ μάθατε, πὼς τὸνε σκατουτάϊζε τρεῖς μήνους ἡ Γρηαλένη;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δὲν ἀποτελεῖ ἔκφρασι, ἀλλὰ τὸν πρῶτο στίχο ἀπὸ βωμολοχικὸ ποιηματάκι τῶν παιδικῶν μου χρόνων, λεγόμενο σὲ καταστάσεις βρις-οφ.

*Assist: kondr από ΔΠ*

Κάτω στὸ γυαλὸ στὴ Μέκκα
Μαραγκὸς ψωλὲς πελέκα.
Πάει κι ἡ κυρὰ Μαργιὼ
Καὶ τοῦ παραγγέλνει δυό.
Νἄχουν μύτη μπακιρένια
Κι ἀπὸ κάτ' ἀπὸ τὰ γένια
Δυὸ ἀρχίδια κρεατένια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ἡ παροχὴ ἀγαθοῦ τινος, ἐν ἀνεπαρκείᾳ εὑρισκομένου, πρὸς ὁμάδα ἀνθρώπων, ἔτσι ὥστε αὐτοὶ νὰ πρέπῃ νὰ διαγκωνισθοῦν, προκειμένου νὰ τὸ ἐξασφαλίσουν γιὰ τὸν ἑαυτόν τους ἕκαστος.

Ἡ λέξις προέρχεται εἴτε ἀπὸ τὴν «βουτιά» (plongeon), ποὺ χρειάζεται νὰ κάνῃ κάποιος γιὰ ν' ἁρπάξῃ τὸ ἀντικείμενο, εἴτε ἐπειδὴ αὐτὸς ποὺ τὸ ἅρπαξε, τὸ «βούτηξε» ἀπὸ τοὺς ἄλλους.

βουταρία ἦταν συνηθισμένη ὅταν ἤμουν στὸ Δημοτικό. Κάποιοι πιτσιρικάδες γούσταραν πότε-πότε νὰ βλέπουν τοὺς ἄλλους νὰ πλακώνωνται γιὰ καμμιὰ γκαζὰ ἢ καμμία κάρτα μὲ σημαῖες κρατῶν, ποὺ ἦταν τὸ συλλεκτικὸ ἀντικείμενο τοῦ πόθου, στὰ χρόνια ἐκεῖνα. Συχνότερα εἶχε τὸ κίνητρο τοῦ νὰ αἰσθανθοῦν ὑπεροχὴ ἔναντι τῶν ὑπολοίπων, καὶ σπανίως τὴν πραγματικὴ πρόθεσι νὰ χαρίσουν κάτι ποὺ τοὺς περίσσευε ἢ δὲν ἤθελαν πιά.

Φαίνεται ὅτι ἡ βουταρία ἐπανέρχεται στὴ μόδα, διότι ἐχρησιμοποιήθη ἀπὸ τὴν Προεδρία τῆς Δημοκρατίας (μας), βλ. παράδειγμα 2.

  1. - Ρέέέέέέ! Ἀκοῦτε ρέέέ! Βουταρία ἕνα χαρτάκι Ζανζιβάρη!
    - Ρίχτο ρέέέέέέ!

  2. Σχόλιο ἀπὸ τὶς εἰδήσεις τῆς 10/11/11 (ἐπέκειτο ἡ ἀνακοίνωσι τῆς πρωθυπουργοποιήσεως Παπαδήμου. Στὶς 9/11/11 εἶχε ἀνακοινωθῆ ἡ πρόθεσι νὰ πρωθυπουργοποιηθῇ ὁ Πετσάλνικος μὲ τὴ μέθοδο τῆς βουταρίας):
    Ὁ κ. Μπίτσιος θὰ διαβάσῃ τὴν ἀνακοίνωσι τῆς Προεδρίας καὶ μετὰ θὰ μοιράσῃ τὸ κείμενο στοὺς δημοσιογράφους. Ἐλπίζουμε νὰ μὴν ξαναγίνῃ τὸ μοίρασμα μὲ τὴ μέθοδο τῆς βουταρίας, ὅπως χθές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ἑλληνοαμερικλανιά. Προέρχεται ἀπὸ τὸ φαμόζο son of a bitch.

Κάποιες ἀπὸ τὶς ἐκφράσεις αὐτὲς εἶναι ἁπλῆ ἀκουστικὴ μεταφορὰ ἀπὸ τὴν ἀγγλικὴ στὴν ἑλληνικὴ (δηλαδὴ τὸ λείψανο τῆς ἑλληνικῆς, ποὺ ἔμεινε ἀπ' ὅ,τι ἔφερε ὁ μετανάστης τοῦ 19ου αἰῶνος ἀπ' τὸ χωριό του). Ὑπάρχει μόνο διαισθητικὴ κατανόησι τοῦ πνεύματος τῆς λέξεως/φράσεως (βρισιά), καὶ ὄχι τοῦ νοήματος. Παρὰ ταῦτα, δουλεύουν...

(Στραβὸ στόμα καὶ ὗφος new world, ἀγουροξυπνημένος ἀπ' τὸ ἀμερικλάνικο ὄνειρο)

Γουέλ, εἶχα παρκάρει τὸ τρόκι στὴ Λέξινγκτον. Εἶχα βάλει καὶ δυὸ κοράκια στὴ μήτρα. Kέϊμ μπὰκ ἕνα μίνι λέϊτ, κι ὁ κὰπ μοῦ 'χε κόψει τίκετ, ὁ σαραμπαμπίτς.

Τουτέστιν:
Λοιπόν, εἶχα σταθμεύσει τὸ φορτηγάκι στὴ Λέξινγκτον. Εἶχα βάλει καὶ δύο κέρματα 1/4 USD (quarter) στὸ παρκόμετρο (meter). Πῆγα πίσω ἕνα λεπτὸ καθυστερημένος, κι ὁ μπάτσος (cop) μοῦ 'χε κόψει κλῆσι, ὁ son of a bitch.

(από jesus, 26/11/09)

Ὅρα καὶ σαναμαμπίτσης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ἕνα μπερντάχι ξῦλο.

Δὲν ἀποτελεῖ κλασσικὸ ξυλοδαρμό, ἁπλῶς βρέξιμο.

Ἔκφρασι παλαιᾶς κοπῆς, ποὺ λεγόταν πάντα μὲ νόημα καὶ μὲ πονηρὴ ἔκφρασι στὸ μάτι, γιὰ νὰ δηλώσῃ ὅτι ὁ σύζυγος «θὰ τὶς φάῃ» ἀπὸ τὴ σύζυγο ἢ κάτι παρόμοιο, χωρὶς πραγματικὴ βιαιοπραγία.

*Asist: ironick από ΔΠ*

(Ὁ Ζαχαρίας βλέπει κρυφὰ τὰ μπούτια τῆς κυρίας στὸ λεωφορεῖο).
- Δὲ θὰ φτάσουμε σπίτι βρὲ σαρδανάπαλε; Θὰ πέσῃ σοπάκι, νὰ τὸ φχαριστηθῇς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κυριολεκτικῶς, εἰς τὴν καλιαρντήν, σημαίνει πουστρόνι ποὺ τὸ παίζει καὶ καλὰ ἐπιβήτωρ, χωρὶς νὰ πείθῃ. Πῶς λέμε πουστόμαγκας, καμμία σχέσι...

Συναφὲς τὸ ρῆμα «δαντελιάζω φιόγκο», δηλαδὴ τὸ κάνω μὲ κίναιδο ποὺ μοῦ τὸ ἔπαιζε «ἀπ'τοὺς ἀπὸ πάνω».

  1. Δευτερευόντως, ἐπίσης εἰς τὴν καλιαρντήν, μπορεῖ νὰ ἐννοῇ αὐτὸν ποὺ τὸ ἔπαιξε ἐπιτυχῶς ὡς πουστρόνι, τελικῶς ὅμως τοὺς καβάλησε ὅλους.

Σημείωσις: Χρησιμοποιοῦνται ἐδῶ ἐκφράσεις στερεοτυπικές, οἱ ὁποῖες ἀπέχουν, ὅπως ἔχουμε πεῖ ἀλλοῦ, ἀπὸ τὴν σεξουαλικὴ πραγματικότητα τῶν κιναίδων.

  1. Εἰς τὴν καθομιλουμένη ἔχει καταντήσει νὰ χρησιμοποιῆται ἀντὶ τοῦ φλῶρος, παληοφλωροῦ, μὲ ἐπιτατικὸν τὸ σύνθετο τζιτζιφιόγκος· αὐτὸς ὅμως ἔχει καὶ δική του, ἰδιαιτέρα δυναμική ὡς λέξι, ποὺ ὑπερβαίνει τὸν ἁπλὸ φιόγκο.

Μεταξὺ κιναίδων: - Μωρὴ Γεωργία ποιό τεκνὸ βουέλεις κατετζόρνα;
- Τὸ Μανωλιὸ τὸ πλενομπελέ, ποὺ ἀβέλει μποὺτ πακέ.
- Ἀχούύύύ! Τί ἀθοριτομπενάβεις μωρὴ τζασλή; Τοῦ ἄβελα κοντιερὴ γιὰ νὰ φασωθοῦμε στῆς Μπέτης τῆς χοντρῆς καὶ μᾶς βγῆκε φιόγκος!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται περὶ τοῦ συντηρητικοῦ meta-bi-sulfite (ἕνας δισουλφίτης), ποὺ χρησιμοποιεῖται στὴν οἰνοποιία, ὡς ἀνασταλτικὸ τῆς ὀξικῆς ζυμώσεως (σὲ ἁπλᾶ ἑλληνέζικα, γιὰ νὰ μὴ ξυδιάζῃ ὁ μοῦστος).

Τὸ ἔτυμον εἶναι προφανές· ἡ διαδικασία παραγωγῆς τῆς λέξεως δὲν ἀκολουθεῖ στάδια, ἀλλὰ γίνεται διὰ μιᾶς, ὡς μπερδεψοπαρετυμολόγησις ἐκ μέρους τῶν ἁπλῶν χρηστῶν τῆς οὐσίας, τὴν ὁποίαν τοὺς δίνει μαζὶ μὲ ἄλλα μαντζούνια ὁ κρασοχημικὸς (καὶ καλὰ οἰνολόγος...) σὲ ἕνα σακκουλάκι γιὰ νὰ τὴ ρίξουν στὸ βαρέλι, καὶ αὐτοὶ δὲν πολυσκοτίζονται νὰ καταλάβουν οὔτε πῶς ἀκριβῶς λέγεται, οὔτε τί ἀκριβῶς κάνει αὐτὸ τὸ σατανικὸ δηλητήριο.

Ἐκφέρεται κυρίως ὡς οὐδέτερο, τὸ μπολσεβίκο, τὸ ἔχω ὅμως ἀκούσει καὶ ὡς ἀρσενικό, ἀπὸ διάφορα (πρώην) κουμμούνια, ποὺ κάτι τοὺς θυμίζει, τελείως ἄσχετο ὅμως.

Κάποιοι ἄλλοι χρῆστες προλαβαίνουν νὰ συγκρατήσουν τὶς πρῶτες συλλαβὲς σωστά, καὶ τὸ λένε μεταμπί.

Τὸ λῆμμαν ἀφιεροῦται στὴν σλάγκαρχο ironick.

(Ψάχνεται νὰ βρῇ κρασὶ χωρὶς μεταμπισουλφίτ, διότι ὁ γιατρὸς τῆς εἶπε ὅτι τὴ βλάπτει):
_Θὰ ρωτήσω τὸ θεῖο μου ἂν βάζῃ μπολσεβίκο στὸ κρασί.

(από Vrastaman, 10/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τὸ φέρνω ἐδῶ δὲν ἔχει τὴν κανονική του σημασία (κομίζω τι, (ὑπο)βαστάζω τι, εἶμαι ὑπόθεμα τινός), ἀλλὰ τὴν ἀργκοτική του ἔννοια, ποὺ σημαίνει συμπεριφέρομαι σάν, πρόσκειμαι σέ, ἔχω τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ, τὰ ὁποῖα ὅλα μαζὶ συμποσοῦνται σὲ ὁμοιάζω μέ.

Ἡ σύνταξι εἶναι φέρνω (λιγάκι) σὲ Αἰτ.

Ἀπὸ τὴν ἔρευνα (καὶ καλά) στὸ http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/ προέκυψαν καὶ πολλὲς συνθέσεις τοῦ φέρνω, ὡς δευτέρου συνθετικοῦ, στὶς ὁποῖες ἔχει πάντα τὴν ἀργκοτικὴ σημασία, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ γυροφέρνω (φέρνω γύρους, μία ἀκόμη παράπλευρη σημασία), (κουτσο)καταφέρνω (ὅπου ἐν κατακαυλίδι σημαίνει [προσ, εισ]φέρ[ν]ω ἀποτέλεσμα), λογοφέρνω (εἰσφέρω λόγους σὲ φιλονεικία, μπερχαμά κλπ), ξαναφέρνω (ἡ κυρία σημασία ἐπαναληπτικῶς), συνεφέρνω (φέρνω στὰ συν-καλά του κάποιον) καὶ συμφέρ(ν)ω (ἔχω ἰδιοτελὲς διαφέρον διά). Ἡ σημασία τοῦ φέρνω στὸ γυροφέρνω ἀπαντᾶται καὶ στὸ φέρνω βόλτα (καταφέρνω, κουλαντρίζω, βλ. ὁρ. 2), τὸ ὁποῖο ὅμως δὲν ἀπαντᾶται ἐν συνθέσει (βολτοφέρνω).

Ἔγραφον μὲ τὴν ἐνθάρρυνσι καὶ συνεισφορὰ τοῦ Βικός.

Ὁ Τάκης φέρνει (λιγάκι) σὲ ἀδελφή=ἀδελφοφέρνει, σὲ πούστη=πουστοφέρνει (βλ. λῆμμαν) κλπ.

Σε γεύση φέρνει λιγάκι σε μουσταλευριά, αλλά είναι πολύ πιο ελαφρύ, σου θυμίζει περισσότερο σταφύλι. Και βέβαια είναι πιο … (Ἀπὸ ἐδῶ http://www.stoapeiro.gr/archives/tag/%CE%BA%CF%8D%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%82)

Φέρνει λιγάκι σε τραβέλι ή είναι η ιδέα μου; (από allivegp, 18/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Ἔτσι λέγεται ὁ κασμὰς (τὸ σκαπτικὸ ἐργαλεῖο) στὴ ΒΔ Κρήτη.

Ἐπειδὴ στὴν αὐτὴ περιοχὴ ὀνομάζεται μπίκα ἡ μύτη (ἀνατ., ἀλλὰ καὶ κάθε αἰχμηρὴ διαμόρφωσι), συνάγω ὅτι ἡ ἐτυμολογικὴ προέλευσι πρέπει νὰ εἶναι ἰταλ. becco (ἀγγλ. beak)>μπίκα=μύτη>μπίκος=κασμάς (προφ. διότι εἶναι μυτερός).

Θεωρῶ ἐπίσης ὅτι δὲν ὑφίσταται ἐτυμολογικὴ σχέσις μὲ τὸν μπί(ῆ)κο=ταῦρο, μιᾶς καὶ ἡ προσφερθεῖσα ὑπὸ ΜΧΣ ἀνάλυσις ἦτο πλέον ἢ πειστική.

Οἱ χωροφυλάtchοι μᾶς ἀρωτούσανε ντελόγο στὰ σύνορα ἦντα δουλιὰν ἐκάμαμε. Τchὲ μεῖς τὼς ἐλέγαμε πράμα ματσακούπι τchὲ μπικαδάτchι τch´ ἐτσὰ πράματα, σκαφιάδες πὼς ἤμαστονε ἐδά, νὰ θρέψωμε θέλει τὰ μπαντέρμα τὰ κοπέλια μας.
(ἀπὸ σημειώσεις τοῦ παπποῦ μου γιὰ τὸν Μακεδονικὸ ἀγῶνα).

Got a better definition? Add it!

Published

Διακεκορευμένη, κοινῶς ξεπαρθενεμένη.

Λέξι τοῦ συρμοῦ τὴν ἐποχὴ ποὺ πήγαινα δημοτικό. Οἱ πιτσιρικάδες χαρακτήριζαν ἔτσι κάποια ἀπ´ τὰ κορίτσια, μὲ συνομωτικὸ τρόπο. Ἡ ἔκφρασι ἐμπεριέχει ὅλη τὴ μαγεία τῆς ἄρρενος προεφηβίας, ὅπου μπερδεύεται ὁ ἄγουρος καὶ ἀνεπίγνωστος ἔρως, ἡ τόσο χρήσιμη στὴ φᾶσι ἐκείνη ἐχθρότης πρὸς τὸ ἄλλο φῦλο, οἱ προκαταλήψεις τῆς ἐποχῆς καὶ ἡ ἐξ ἀκριτομυθιῶν γνῶσι γιὰ τὰ συμβαίνοντα στὰ ἀπόκρυφα τῶν κοριτσιῶν. Στὸ μυαλὸ τοῦ πιτσιρίκου τῆς 5ης-6ης τὸ ξεπαρθένεμα ἐφάνταζε ὡς μείζων ἀναπηρία γιὰ τὸ κορίτσι, μὲ συνέπειες ἀκόμη καὶ στὸν τρόπο βαδίσματος.

- Πῶς πάει ἔτσι ἡ Σοφία, ρὲ μαλάκα;
(συνομωτικά):
- Εἶναι σπασμένη, ρὲ μαλάκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified