Λέξι τῆς Καστρινῆς διαλέκτου τῆς τοπολαλιᾶς τῶν Ἰωαννίνων, ποὺ σημαίνει γαμάω. Ταυτόσημος, μὲ διαφορετικὴ ὅμως διάθεσι, ἡ περίφρασις «ντινέρω πιτχά».

Τὸ ἔτυμον ἀναζητεῖται.

Ἡ Καστρινὴ διάλεκτος ὡμιλεῖτο ἐντὸς τοῦ περιβόλου τοῦ Κάστρου Ἰωαννίνων· ἀντιστοιχεῖ σὲ ἕνα εἶδος τοπικῆς κουτσαβακικῆς.

Αὐθεντικὴ ἀτάκα· γυρνᾶμε ξημερώματα στὸ σπίτι Γιαννιώτη συμφοιτητοῦ γιὰ ὕπνο. Ἄθελά μας, ξυπνάμε τὸν Μίμη, τὸν ἀδελφό του. Ἐκεῖνος, μὲ τὸ ἕνα μάτι ἀνοικτὸ καὶ μὲ μισὸ στόμα μᾶς λέει:

- Χαραφλώσαταν ὠρέ, ἢ χαραφλωθήκαταν;

Τουτέστιν:
- Γαμήσατε ρέ, ἢ σᾶς γαμήσανε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μονὰς μετρήσεως μήκους, ἴση μὲ τὸ πλάτος μιᾶς παλάμης.

Οἱ μετρήσεις ἐκτελοῦνται πάντοτε διὰ συγκρατήσεως τοῦ ὑπὸ μέτρησιν ἀντικειμένου στὴν παλάμη· συνεπῶς ἀφορᾷ μόνο σὲ σωληνοειδῆ ἢ στυλιαροειδῆ ἀντικείμενα.

Ἀνήκει στὶς σχετικὲς (δηλαδὴ ὄχι ἀπόλυτες, σταθερὲς) μονάδες μετρήσεως, γι' αὐτὸ καὶ δὲν φυλάσσεται στὶς Sevres, ἀλλὰ ὁ καθεὶς φυλάσσει τὸ δικό του.

Ἄλλες συμπληρωματικὲς πρὸς τὸ χειροκλάδι μονάδες, οἱ ὁποῖες ὅμως δὲν ἀποτελοῦν ὑποδιαιρέσεις του, εἶναι ὁ ἀντίχειρ καὶ τὰ ἄλλα δάκτυλα, ἐννοούμενα βεβαίως ἐγκαρσίως.

Τὸ μῆκος τοῦ πέοντος εἶναι, φυσιολογικῶς, δύο χειροκλάδια καὶ δύο ἀντίχειρες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τὸ γυναικεῖο στῆθος στὰ καλιαρντά. Σημασία ἔχει ἡ προφορὰ τῆς λέξεως, μὲ δασὺ καὶ σκερτσόζο τch: κατchικανό.

Ἡ ἐτυμολογία σχετίζεται μὲ τὴν κατσίκα, πρὸς τὴν ὁποίαν προσομοιάζεται ὑπὸ τῶν κιναίδων μειωτικῶς ἡ γυναῖκα. Λέγεται μόνο στὸν ἑνικό.

Οἱ κυριότερες ἐναλλακτικὲς λέξεις γιὰ κατchικανὸ εἶναι μουτζαντίβαρο (ἐκ τοῦ μουτζό / μουνί + ἀντίβαρο), καυλοπιπίλω (μή μειωτικὸς ὅρος, ποὺ δηλώνει τοὐλάχιστον ἀποδοχὴ γιὰ τὴ γυναῖκα καὶ κάποιους ποὺ τὴν προτιμοῦν) καὶ βουτρὰ, τὸ ὁποῖο λέγεται εἰδικῶς γιὰ τὸ πλούσιο στῆθος. Κατὰ τὴ γνώμη μου παραπέμπει στὴν ἔννοια τῶν βουτύρων καὶ γαλάτων σὲ ἀφθονία (ἂς θυμηθοῦμε καὶ τὸν Ἀθανασιάδη-Νόβα...), καὶ ἐξ αὐτοῦ στὸν ὀπτικὸ ἢ / καὶ ἁπτικὸ πλοῦτο, δηλαδὴ σὲ μιὰ πολὺ ἀρχετυπικὴ θηλυκὴ εἰκόνα γονιμότητος.

Βασικὰ παράγωγα τοῦ κατσικανοῦ εἶναι ἡ κατσικανοθήκη καὶ ὁ κατσικανόδεσμος (σουτιέν). Τὸ σουτιὲν μὲ τρῦπες στὶς θηλὲς λέγεται κατσικανόδεσμος (ἢ -θήκη) ντεζιντερέ (μεικτὴ ἐτυμολόγησις ἀπὸ τὸ ντέζι (καύλα) καὶ ντεζιρέ (désirer, ἐπιθυμῶ, ποθῶ). Ἐπίσης εὔχρηστη ἡ κατσικανόραμπα (ντεκολτέ) καὶ ἡ κατσικανόρρογα (θηλή). Γιὰ τὴν θηλαία ἄλω δὲν ὑπάρχει λέξι.

Μερικὲς ἄλλες συναφεῖς λέξεις ποὺ ἀναφέρει ὁ Πετρόπουλος δὲν εἶναι εὔχρηστες στὴν πρᾶξι καὶ θυμίζουν περισσότερο κατασκευάσματα παρὰ γνήσια καλιαρντά.

  1. Ντίκ μωρὴ κατσικανὸ ἡ ἡρακλοντάνα ἡ Γεωργία! Πῶς θὰ ἀβέλουμε μωρὴ σιρκουλέ στὴν ἴδια πιάτσα; Νὰ τζάσουμε λουάχατα!

Τουτέστιν:
Κοίτα μωρὴ βυζὶ ἡ (γυναῖκα) πουτάνα ἡ Γεωργία! Πῶς θὰ κυκλοφορήσουμε μωρὴ στὴν ἴδια πιάτσα; Νὰ φύγουμε πέρα (μακρύτερα)!

  1. Νὰ ντὶκ βουτρὰ ἡ ντάνα, καὶ κατσικανόδεσμο ντεζιντερέ, τρὲ σίκ σοῦ μπενά καὶ λατσοκουλικέ.

Τουτέστιν:
Νὰ δῇς βυζιὰ ἡ πουστροῦ, καὶ στηθόδεσμο μὲ τρῦπες στὶς θηλές, πολὺ κομψὴ σοῦ λέω καὶ ὡραῖα ψιμυθιωμένη (μακιγιαρισμένη).

Κατσίκα; Νό. Μόνο τὸ κεφάλι της (από aias.ath, 05/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τραπεζικὸ slang, ποὺ σημαίνει τὸ ἐτήσιο ποσὸν ποὺ πληρώνει κανεὶς γιὰ νὰ διατηρήσῃ ἑταιρεία off shore σὲ δικαιοπρακτικὴ κατάστασι.

(Ὁ διευθυντὴς παίρνει τηλέφωνο καὶ λέει συνθηματικά):
- Κύριε Τάδε, πλησιάζει ὁ καιρὸς γιὰ τὰ δίδακτρα. Μή βρεθοῦμε ἐκπρόθεσμοι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ὁ εὐγενικὸς κίναιδος, ἐκ τοῦ Λόρδου Βύρωνος, διὰ γενικεύσεως. Λέγεται καὶ ἁπλῶς μπάϋρον.

Ὁ ἡρωϊκὸς καὶ ρομαντικὸς λόρδος εἶχε ἐμπνεύσει σφοδροὺς ἑτεροφυλοφιλικοὺς ἔρωτες, μεταξὺ ἄλλων καὶ μὲ Ἑλληνίδες. Παρ' ὅτι θεωρεῖται κίναιδος, κάτι τέτοιο δὲν εἶναι ἀποδεδειγμένο πέραν πάσης ἀμφιβολίας. Γιὰ ὁμοδραστηριότητα του στὸ Μεσολόγγι δὲν γίνεται λόγος, προφανῶς ἀπὸ δικαιολογημένο σεβασμὸ στὴν προσφορά του, στὴν ὑπόθεσι τῆς μαχομένης, ἀναγεννωμένης Ἑλλάδος.

Ἡ ὅλη περίπτωσις εἶναι παρομοία μὲ ἐκείνην τῆς Σαπφοῦς, γιὰ τὴν ὁποίαν ἐπεκράτησε νὰ θεωρῇται λεσβία, ἐνῷ ἀποδεδειγμένως ἦτο τὸ ἀντίθετο.

Asist: Khan (από ΔΠ)

- Κόζα φόρτσα μουσαντοπάρσιμο σοῦ ἄβελε, μωρή, ἡ Ζηνοβία πασάτα τζόρνα;
- Μὲ σίκ, μωρή· πουρκὲ ντὲ σκεντὲ ἄφρισες καὶ βουέλεις μοῦσι; Ὁ Ζηνόβιεφ εἶναι φιλέλληνας, ὄχι ντεζολαχτάρας σὰν τὸ σουάντες φινεντζάρη, ποὺ τουζούρ ντοὺπ σαφρὰνς... Σκέτος μπάϋρον εἶναι.

Τουτέστιν:

- Τί δυνατὸ φλὲρτ (πολιορκία) ἦταν αὐτὸ ποὺ σοῦ ἔκανε, μωρή, ἡ Ζηνοβία χθές;
- Σιγά, μωρή· γιατί, ζήλεψες κι ἔχεις νεῦρα; Ὁ Ζηνόβιεφ εἶναι εὐγενικὴ ἀδελφὴ ψυχή, ὄχι βίαιος (σαδιστὴς) σὰν τὸ ἀρραβωνιαστικό σου, ποὺ ὅλο στὶς βρέχει γιὰ λεφτὰ... Σκέτος λόρδος εἶναι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μικρὸ πέος στὴν καλιαρντή.

Συνώνυμα: Σφαίρα, μπάμια, μπάμια Μπογιατίου (Μπογιάτι=Ἁγ. Στέφανος Ἀττικῆς).

Βλ. ἐπίσης ταυτόσημο λῆμμα τουτού.

- Τσάμπα ὁ μπερχαμὰς γιὰ τὸ τεκνό, μωρὴ Κοῦλα! Φυστίκι ἄβελε στὸ πακέτο!

Τοὐτέστιν:

- Ἄδικα ὁ καυγὰς γιὰ τὸν ἐπιβήτορα, ἀφοῦ τὸ φούσκωμα τοῦ παντελονιοῦ στὴν περιοχὴ τῶν γεννητικῶν ὀργάνων (προφανῶς μὲ βάτες) ἔκρυβε ἕνα μικρὸ καὶ ἀνάξιο λόγου πέος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ἡ λέξι συναντᾶται στὸ στρατό καὶ σημαίνει καθαρισμὸ μιᾶς ἐκτάσεως, οἰκοπέδου κλπ ἀπὸ τὰ ξερὰ χόρτα (κατ' ἐπέκτασιν καὶ ἄλλα ἄχρηστα), μὲ κύριο σκοπὸ τὴν πρόληψι πυρκαϊᾶς.

Ἡ ὀρθογραφία ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν ἐτυμολόγησι τῆς λέξεως, κατὰ τὸ τί ἐννοεῖ ἐκεῖνος ποὺ τὴν λέει.

Κάποιοι ὑπαξιωματικοὶ ἔχουν στὸ μυαλό τους ὅτι θὰ ρίξουν μέσα τὰ φαντάρια καὶ θὰ τὰ ξηλώσουν ὅλα (ἐξηλώνω: ξεκαρφώνω > διασπῶ > ἀποσυνθέτω, τὸ ὁποῖο μᾶς φέρνει κάπως κοντὰ στὸ ἀποκαθαίρω, ποὺ θέλει νὰ πῇ ὁ ποιητής).

Κάποιοι ἄλλοι, πιὸ πεζοὶ τύποι, τὸ βλέπουν ὡς ἀπὸ-ξύλωσι (ἀφαίρεσι τῶν ξύλων > κλαδιῶν > ξερῶν χόρτων κλπ εὐφλέκτων). Σημειωτέον ὅτι ξύλον στὴ μεσαιωνικὴ ἑλληνικὴ εἶναι ὁ,τιδήποτε ἀποτελεῖται ἐξ ὕλης (καυσίμου ὕλης στὴν ἀρχαία, πρβλ καὶ ὑλοτομία).

Πάντως, ὅποιo καὶ νὰ εἶναι τὸ νόημα, ἡ λέξι εἶναι παρετυμολογική, καὶ συνεπῶς slang.

-Νέοι, κωλόψαρα, ἐμπρός! Θὰ πᾶτε γιὰ ἀποξύλωσι καὶ μετά συσσίτιο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τὸ περιτετμημένο πέος, στὴν Καλιαρντή.

Τὸ ἔτυμον εἶναι προφανῶς ἀπὸ τὴ γαλλικὴ λέξι déchapeauté, «ὁ μὲ βγαλμένο τὸ καπέλλο, ξεσκούφωτος» (πρβλ. καὶ φούφουτος) τουτέστιν ὁ περιτετμημένος.

Τὸ περιτετμημένο πέος μὲ ἐγχάρακτη βάλανο λέγεται τοκμαντέ σαρμέλα. Τέτοια πλουμιστὰ πέη ἀπαντοῦν σὲ μερακλῆδες ἀνατολίτες, εἴτε ἀγοραίους τύπους, εἴτε μέλη ταντρικῶν σεκτῶν τοῦ παραδοσιακοῦ Ἰσλάμ. Ἐκτὸς τοῦ ἐντυπωσιακοῦ θεάματος ποὺ προσφέρουν ἐν στύσει, ἔχουν καὶ μεγαλύτερο τοῦ ἀρχικοῦ μέγεθος, λόγῳ τοῦ ἐκ τῶν χαραγῶν προσθέτου περιθωρίου διαστολῆς τῆς βαλάνου (ζητεῖται μήδι).

Τὴν ἐτυμολογία θεωρῶ σχεδὸν βεβαίαν ἐκ τοῦ Τουρκικοῦ tokmak, «σφυρί, σφῦρα, σκαθάρι», μὲ προφανεῖς προεκτάσεις (πχ πρβλ γοῦδα). Ἡ κατάληξις -ντὲ εἶναι προφανῶς παρετυμολογικῆς προελεύσεως ἀπὸ τὴν προσφιλῆ στοὺς κιναίδους Γαλλική.

Οἱ κάθε λογῆς κίναιδοι, κυρίως δὲ οἱ φιλέλληνες τοιοῦτοι τύπου «σὶκ ἀλὰ τσάϊ νανάϊ», γουστάρουν ντεσαποτὲ σαρμέλες, διότι αὐτὲς ἀβέλουν τανάκα φρομάζ Ὑμηττοῦ. Ἄμα χορχοριάσουνε βέβαια, καὶ νάκα ντὶκ ἀπὸ τὸ ντέζι, ἀλλάζει τὸ πρᾶγμα.

Γλωσσάριον
- Φιλέλλην: εὐγενικὸς κίναιδος, ἐκ γενικεύσεως τοῦ Λόρδου Βύρωνος. Λέγεται καὶ ἁπλῶς μπάϋρον.
- σὶκ ἀλὰ τσάϊ νανάϊ: πολὺ ἐκλεπτυσμένος.
- φρομάζ Ὑμηττοῦ: τὸ σμῆγμα τοῦ πέους.
- τανάκα: ὄχι, καθόλου (μὲ στερητικὴ σημασία).
- χορχοριάζω: καίγομαι ἀπὸ καῦλα.
- νάκα ντὶκ ἀπὸ ντέζι: δὲν βλέπω ἀπὸ καῦλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεγαλοπρεπής, μεγαλοπρέπεια, λόγιος, λογιωτατισμός, ἀναλόγως τῶν συμφραζομένων.
Πρόκειται γιὰ ἀσυνήθως χρησιμοποιουμένη λέξι, λόγῳ τοῦ ὅτι ἡ καλιαρντὴ ἔχει ἐν γένει τὸ κέντρο ἐνδιαφέροντός της σὲ διαφορετικὴ θεματολογία. Ἐξ αὐτοῦ τοῦ λόγου, σὲ τέτοιες περιπτώσεις, τὸ νόημα ὁρίζεται μὲ ἀκρίβεια ἀπὸ τὰ συμφραζόμενα.
Τὸ ἔτυμον ἀβέβαιον: Συμπλέκονται μὲ ἀσαφῆ τρόπο οἱ ἔννοιες σίκ (βλ. λ.), ρανζέ (γαλλιστὶ rang=τάξις, κοινωνικὴ θέσις, rangé=τακτοποιημένος, εὐγενής, κόσμιος), ὀριεντὰλ=ἀνατολίτης (ἴσως καὶ μὲ λίγο ἀέρα express orient στὴν ἀτμόσφαιρα;).
Ἡ λέξις ρανζὲ (ἐνίοτε καὶ ρανσὲ ἀπὸ ὀλιγογραμμάτους κιναίδους, βλ καὶ Πετρόπουλο) δίδει τὸ στάτους, ἡ λέξις ὀριεντὰλ τὸ ὗφος, καὶ τὸ σὶκ προσδίδει τὸ λοῦστρο, στὴ σύμπλοκη αὐτὴ ἔννοια τῆς λιάρντας.

Πρβλ καὶ τὸ σὶκ σαλόν=ἁβρότης, εὐγένεια τρόπων, ἀλλὰ καὶ κυριολεκτικῶς, κομψοπρεπὲς σαλόνι.

Πρὰνς πουλοβιδώθηκε ὁ πουρόπουρος τῆς Λουλοῦς· ἐβούελε μαντὰμ μπεναβία μὲ τὴ λουμπέσκω τὴν ἄλλη, ποὺ τὸν σουκροντίκελε. Σταπίκολα μᾶς μπέναψε καὶ ποεζίες. Μποὺτ λατσὸς καὶ σὶκ ρανζὲ ὀριεντὰλ ὁ σκελοσάλιαγκας.

Τουτέστιν:
Παραδίπλα κάθησε ὁ παποῦς τῆς Λουλοῦς· γούσταρε κουβεντοῦλα μὲ τὴν ἄλλη τὴν πούστρα, ποὺ τὸν γλυκοκοίταζε. Μετὰ μᾶς ἀπήγγειλε καὶ ποιήματα. Πολὺ ὡραῖος καὶ λόγιος (διαβασμένος) ὁ γέροντας.

Got a better definition? Add it!

Published

Tὸ λουκρητία εἶναι εἶδος κιναίδου καὶ ἀνήκει στὴν ὁμάδα ποὺ παράγεται ἀπὸ τὸ βασικὸ λῆμμα λοῦγκρα. Χαρακτηρίζεται ἀπὸ θηλυπρέπεια καὶ σοβαροφάνεια.

Ἄλλες παραπλανητικὲς παραλλαγὲς εἶναι λουγκρέτα, γκρέτα καὶ γκρέτα γκάρμπο, τὰ ὁποῖα περιέργως δὲν ἀναφέρει ὁ Πετρόπουλος, παρ' ὅτι εἶναι ἀρκετὰ κοινά. Τὸ τελευταῖο λέγεται γιὰ νὰ προσδώσῃ ἰδιαιτέρως ρομαντικὸ ἢ μοιραῖο τόνο στὴν προσφώνησι/χαρακτηρισμό τοῦ κιναίδου.

Ἀπὸ ὀρθογραφικῆς πλευρᾶς, τὰ τρία τελευταῖα θὰ ἔπρεπε ἴσως νὰ γράφωνται μὲ διπλὸ τ, διότι παραπέμπουν στὴν κατάληξι -ette τῆς γαλλικῆς.

.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified