Κάνω μάγια σὲ κάποιον, τὰ ὁποῖα θὰ ἐπιδράσουν διὰ τοῦ πεπτικοῦ.

Σὲ παλαιότερες, προφεμινιστικὲς ἐποχές ἕνα βασικὸ ζήτημα, ποὺ ἀπασχολοῦσε κάθε οἰκογένεια, ἰδίως δὲ τὶς φτωχότερες, ἦταν ἡ «ἀποκατάστασι» τῶν θηλέων.(*****)

Γιὰ ὅποια κόρη δὲν διέθετε προσόντα γιὰ γάμο (βασικῶς δηλ. σπίτι), ὑπῆρχε ἡ ρομαντικὴ ἑλπίδα τοῦ ἀρχοντόπουλου, ποὺ θὰ τὴν ἐρωτευόταν καὶ θὰ τὴν ἔβγαζε ἀπὸ τὴ μίζερη τύχη της (ἀγαμία, ἀνέχεια, αὐταρχικὴ πατρικὴ οἰκογένεια κλπ), χωρὶς νὰ ζητήσῃ προίκα. Προκειμένου νὰ ἰσχυροποιηθῇ ἡ ρομαντικὴ αὐτὴ ἐκδοχή, οἱ γρηὲς κυρίως τοῦ σπιτιοῦ ἀνελάμβαναν νὰ «κάνουν μάγια» σὲ ὅποιο παλληκάρι τοὺς γυάλιζε. Τὰ μάγια ἦσαν διαφόροων εἰδῶν. Γιὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ λήμματος τὰ συνοψίζω σὲ ἐπαγγελματικὰ (ἀπαιτοῦσαν μαγίστρα) καὶ οἰκιακά. Τὰ ἐπικρατέστερα ἀπὸ τὰ οἰκιακὰ ἦσαν τὸ αἶμα περιόδου, τὰ οὖρα καὶ τὰ κόπρανα τῆς ἐπιδόξου νύφης. Ὡς ὄχημα μεταφορᾶς στὸν «γαμπρὸ» (the marked down victim κατὰ τὸν παμμέγιστο μισογύνη B. Shaw) ἐπελέγετο συνήθως τὸ καφεδάκι (δὲν ὑπῆρχε τότε φραπέ), τὸ γλυκάκι (κουταλιοῦ κυρίως) καὶ σπανιότερα κανένα ἄλλο τρόφιμο. Ὅλα αὐτὰ τὰ μαγικὰ φίλτρα τὰ ἀποκαλοῦσαν οἱ ἴδιες οἱ γυναῖκες «σκατά», συνεπῶς δὲ καὶ τὴν ὅλη διαδικασία «σκατοτάϊσμα».

Μερικὲς φορὲς τὸ ὅλο διπλάρωμα τοῦ θύματος μαζὶ μὲ καμμιὰ πουτανιὰ τῆς νέας, ἢ καὶ ἐπειδὴ τὸ κορίτσι ἦταν πράγματι ἀξιόλογο, τὸ σκατοτάϊσμα ἀπέδιδε, ἢ ἔτσι τὸ ἔβλεπαν οἱ ἐνδιαφερόμενοι. Πολλὲς φορὲς ἡ δουλειὰ ὅμως χάλαγε, εἴτε πρό, εἴτε μετὰ τὸν γάμο. Τότε, ἄλλες γρηές, μὲ φιλοσοφικὴ διάθεσι, ἔλεγαν κουνώντας τὸ κεφάλι: «Τί τὰ θές; Ἄντρας μὲ μάγια καὶ παιδὶ μὲ βότανα... Προκοπή περιμένεις;»

*Asist: Vrastaman από ΔΠ*

(*****) Ὡς «ἀποκατάστασι» ἐννοοῦσαν τὴν κοινωνικὴ ἀποκατάστασι γενικῶς (περιελάμβανε καὶ τὸ ἐπάγγελμα), εἰδικότατα δὲ τὸν γάμο μὲ ἄνδρα οἰκονομικῶς ἀνεξάρτητο. Ὡς ἀνεξάρτητο, ἐννοοῦσαν νὰ ἔχῃ τοὐλάχιστον μεροκάματο. Βασικὸ προσὸν τῆς κόρης τὸ σπίτι (γιὰ λεπτομέρειες βλ. τὰ περισσότερα Ἑλληνικὰ ἔργα).

- Τοὺ μάθατε; Λογοδοθήκανε ψὲς ἡ Μήτσους μας μὶ τοὺ Λενηώ.
(Κουνάει τὸ κεφάλι) - Τοὺ μάθαμε. Ἐσεῖς τοὺ μάθατε, πὼς τὸνε σκατουτάϊζε τρεῖς μήνους ἡ Γρηαλένη;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ἕνα μπερντάχι ξῦλο.

Δὲν ἀποτελεῖ κλασσικὸ ξυλοδαρμό, ἁπλῶς βρέξιμο.

Ἔκφρασι παλαιᾶς κοπῆς, ποὺ λεγόταν πάντα μὲ νόημα καὶ μὲ πονηρὴ ἔκφρασι στὸ μάτι, γιὰ νὰ δηλώσῃ ὅτι ὁ σύζυγος «θὰ τὶς φάῃ» ἀπὸ τὴ σύζυγο ἢ κάτι παρόμοιο, χωρὶς πραγματικὴ βιαιοπραγία.

*Asist: ironick από ΔΠ*

(Ὁ Ζαχαρίας βλέπει κρυφὰ τὰ μπούτια τῆς κυρίας στὸ λεωφορεῖο).
- Δὲ θὰ φτάσουμε σπίτι βρὲ σαρδανάπαλε; Θὰ πέσῃ σοπάκι, νὰ τὸ φχαριστηθῇς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ὁ τεμπέλης στὰ καλιαρντά.

Ἡ λέξι χρησιμοποιήθηκε κυρίως γιὰ τεκνὰ (ἐξαιρουμένων τῶν πιπιλογαμούληδων) καὶ ἀρρενωποὺς κιναίδους, διότι ἀναδίδει μιὰ τουρκομπαρὸκ ἀρχοντιὰ καὶ λεβεντιά, ἀνάρμοστη γιὰ λοῦγκρες, λουγκρέτες καὶ λοιπὲς ἀναξιοπαθοῦσες καὶ πασχίζουσες γιὰ τὸν καθημερινὸν πέοντα γατοῦλες, κροτάλες καὶ κωλκανοπριγκιπέσσες, πλὴν περιπαικτικῶς.

Ἡ ἐτυμολόγησι προφανὴς, ἀπὸ τὸ πανελλήνιον σπαρίλα καὶ μπέης.

  1. - Ἄντε μωρή, ξεκοῦνα νὰ πᾶς γιὰ τροτουάρ νὰ δοῦμε Θεοῦ πρόσωπο!
    - Νάκα Ἀντρέα κατετζόρνα, βαρυέμαι! Θὰ ντὶκ κρυσταλλοσινοῦ... Ἂει κυβοκοκκαλιάσου νὰ ματσωθῇς, οὔφ...
    - Ἴσα ρὲ σπαριλόμπεη (εἰρωνικά)! Ντὰπ, ντούπ (τὸν πλακώνει...)

  2. Ἀβέλει σόγι-κουραβελτὲ ἡ Γεωργία, καπιάζει τὸ πακέτο τοῦ κατὲ καὶ τοῦ μπενά λουπαρτέ:
    - Τί φωτογένεια! Θὰ μοῦ ἀβέλῃς μωρό μου; Ντέζιασ´ ἡ πούλη μου γιὰ σουάντες... Ἂχχχ!
    Καὶ κοντραστάρει ὁ σπαριλόμπεης:
    - Νάκα μωρή! Ἐμάντε ἀβέλῃς πομπίνο-φραπέ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διακεκορευμένη, κοινῶς ξεπαρθενεμένη.

Λέξι τοῦ συρμοῦ τὴν ἐποχὴ ποὺ πήγαινα δημοτικό. Οἱ πιτσιρικάδες χαρακτήριζαν ἔτσι κάποια ἀπ´ τὰ κορίτσια, μὲ συνομωτικὸ τρόπο. Ἡ ἔκφρασι ἐμπεριέχει ὅλη τὴ μαγεία τῆς ἄρρενος προεφηβίας, ὅπου μπερδεύεται ὁ ἄγουρος καὶ ἀνεπίγνωστος ἔρως, ἡ τόσο χρήσιμη στὴ φᾶσι ἐκείνη ἐχθρότης πρὸς τὸ ἄλλο φῦλο, οἱ προκαταλήψεις τῆς ἐποχῆς καὶ ἡ ἐξ ἀκριτομυθιῶν γνῶσι γιὰ τὰ συμβαίνοντα στὰ ἀπόκρυφα τῶν κοριτσιῶν. Στὸ μυαλὸ τοῦ πιτσιρίκου τῆς 5ης-6ης τὸ ξεπαρθένεμα ἐφάνταζε ὡς μείζων ἀναπηρία γιὰ τὸ κορίτσι, μὲ συνέπειες ἀκόμη καὶ στὸν τρόπο βαδίσματος.

- Πῶς πάει ἔτσι ἡ Σοφία, ρὲ μαλάκα;
(συνομωτικά):
- Εἶναι σπασμένη, ρὲ μαλάκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ἐκτὸς ἀπὸ τὶς συμβατικὲς ἔννοιες, σημαίνει:

  1. Φεύγω. Συνώνυμα τὰ παίρνω δρόμο, την κάνω (ἐννοεῖται μὲ ἐλαφρὰ πηδηματάκια, κατσίκα, φίδι κλπ, ἀναλόγως τῆς χροιᾶς ποὺ θέλουμε νὰ δώσουμε).

  2. Δουλεύω, μελετῶ ὑπερβολικά, τόσο ποὺ νὰ ἔχω κάποια ἀρνητικὴ συνέπεια. Ἐκτὸς ἂν εὐκόλως ἐννοεῖται, τὸ σπάω συνοδεύεται ἐδῶ ἀπὸ τὸ εἶδος τῆς ἐργασίας, πχ. σπάω στὸ διάβασμα. Παράγωγα τὸ σπασίκλας, σπάσμα, σπάσος.

  3. Γιὰ διάφορες ἄλλες χρήσεις, ὅλες σλαγκικές, βλ. Τριαντάφυλλο, γιὰ νὰ μή γίνωμαι σπαστικός.

  1. Σπάσε, ρὲ μόρτη, δὲ σὲ παίρνει... Ἄκουσες ρέέέ;

  2. Μαλάκα, αὔριο εἶπε θὰ ρίξῃ διαγώνισμα. Θὰ κάτσω μέσα νὰ σπάσω.

  3. Μή μοῦ τὴ σπᾶς, ρὲ Λίλιαν! Ὅλο PMS καὶ PMS, ΓΤΠ μου!

στο 0:40 (από allivegp, 23/05/10)

Επειδή ανώνυμα μας παίρνει να γίνουμε σπαστικοί, πέρα 'πο τους υπόλοιπους ορισμούς στο λήμμα, δείτε ακόμη: σπάω βράχια, σπάω επιταγές, σπάω καθρέφτες, σπάω καυλί, σπάω πλάκα, σπάω πρόγραμμα, σπάω σε κέρματα, σπάω στον πούτσο, σπάω την κατοστάρα, σπάω τον καρπό, σπάω τον τσαμπουκά, σπάω τον πάγο, τα σπάω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουτσαβακικὴ ἔκφρασις ποὺ σημαίνει ὀργανώνω, στήνω κυβοπαιξία, κοινῶς μπαρμποῦτι καὶ κατ' ἐπέκτασιν χαρτοπαιξία. Ὁ παππᾶς, τὸ περίκο καὶ τὰ παρόμοια δὲν παίζονται σὲ κουβέρτα, ἀλλὰ σὲ ἄλλη, ἀνένδοτη κατὰ προτίμησιν, ἐπιφάνεια. Στοὺς κυριλὲ (καὶ καλά) κύκλους ἡ ἔκφρασις ἀκούγεται ἀναλόγως παρηλλαγμένη: Στρώνω τὴν πράσινη τσόχα.

Προέρχεται ἀπὸ τὸν τονισμὸ τῆς προπαρασκευαστικῆς ἐνεργείας ἀντὶ τῆς κυρίας τοιαύτης.

Ἔλα βρὲ Μανωλάκη νὰ τὰ λιμάρουμε
Νὰ στήσουμε κουβέρτα νὰ τοὺς τὰ πάρουμε...
(Ἀπὸ τὸ ᾆσμα: Ὁ Μανώλης ὁ Χασικλῆς)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται ἴσως διὰ τὸ γνωστότερον καὶ παλαιότερον κράξιμον, εἰδικῶς διὰ κιναίδους, τὸ ὁποῖο δὲν ἀκούεται πλέον, μιᾶς καὶ τὰ πράγματα ἤλλαξαν πρὸς τὸ πουστότερον. Ἡ κανονικὴ ἐκφορά του εἶναι ἀρχικῶς μακρόσυρτος, μὲ αὔξουσαν ἔντασιν καὶ ὄξυνσιν τῆς ποιότητος τῆς πρώτης συλλαβῆς, παρὰ τὴν περισπωμένην, ἥτις ἐδῶ τυπικῶς μόνον τίθεται: «Συυυυυυυυυῦκα!!!!! Καλὲ συυυυυυυυυῦκα!!!!!». Συναφὴς καὶ ἡ ὀλιγότερον εὔχρηστος ἐκφώνησις: «Τσαπέέέέλες!!!!!». Παραλλαγὴ εἰς τύπον μιλητοῦ κραξίματος μεγαλοφώνως, διὰ κάρφωμα: «Πάρε μιὰ συκιά ἐκεῖ, ρέ! Σὰ δὲ ντρεπόμαστε λέω ‘γώ· συυυῦκα, μωρή! »

Παρά τὰς μακροχρονίους ἐρεύνας μου, ὁ τρόπος συσχετίσεως τοῦ σύκου καὶ τῆς συκέας μὲ τὸν κίναιδον παραμένει ἄδηλος. Συμφώνως πρὸς ἐξεζητημένην τινα ἐκδοχήν, τὴν ὁποίαν θέτω εἰς τὴν κρίσιν τοῦ σλαγκεπωνύμου πληρώματος ἐλλείψει ἄλλης καλλιτέρας, τὸ ὥριμον καὶ μελίρρυτον σῦκον, τοῦ ὁποίου ὁ ἰξώδης χυμὸς προβάλλει αἰδημόνως ἀπὸ τὴν μικρὰν ὀπὴν εἰς τὸ κάτω μέρος τοῦ καρποῦ, παρομοιάζεται μὲ τὸν κίναιδον, τοῦ ὁποίου ἔχει κατέβει ἡ γλύκα πίσω εἰς τὴν ροδέλαν καὶ ὑπερχειλίζει. Ἡ ἔρευνα συνεχίζεται.

Τὸ παραδοσιακὸν κράξιμον ὑπῆρξε μεγάλη ἀτραξιὸν κατὰ τὸ παρελθόν. Ὑπὸ τὴν ἤδη ἐκτεθείσαν μορφήν του ἦτο καλόηθες καὶ ἀναμενόμενον ὑφ’ ὅλων τῶν δεδηλωμένων ἀδελφῶν ψυχῶν. Εἶναι σφᾶλμα νὰ πιστεύεται ὅτι ἡ κραζομένη κροτάλω, λουμπίνα, ἐτροῦσκα, τζαζκαραμπαζοῦ κλπ δυσηρεστεῖτο ἢ ἀλλέως πῶς ἔφερε τοῦτο βαρέως. Τοὐναντίον μάλιστα, ὑπέφερε μέχρι καταθλίψεως, μετὰ συναισθημάτων ἀναξιότητος καὶ μηδενισμοῦ, ἂν δὲν ἐκράζετο ἐπαρκῶς, ἢ ἐκράζετο ἀποκλειστικῶς ὑπὸ τῆς μαρίδας: Τοῦτο ἐσήμαινε ὅτι διήρχετο ἀπαρατήρητος. Μπορεῖ νὰ λεχθῇ μὲ μεγάλην ἀσφάλειαν ὅτι ὁ συνήθης κίναιδος τοῦ δρόμου ἔζη διὰ τὸ κράξιμον. Κατὰ συγγνωστὴν παράφρασιν τῆς Καρτεσιανῆς ρήσεως θὰ ἠδύνατο νὰ λεχθῇ «Κράζομαι, ἄρα ὑπάρχω (καὶ διεγείρω τὰ πάθη καὶ τοὺς (ὁμο)φόβους τοῦ ὁμοφύλου πλήθους)». Μόνον αἱ κρυφαὶ δὲν ἔτεινον εὐήκοον οὖς εἰς τὰ κραξίματα, συνεσταλμέναι γάρ, ἐνίοτε δὲ καὶ βιρτζινόλουμπαι, ἄλλαι δὲ ἔτι ἐντὸς τοῦ φοριαμοῦ διατελοῦσαι (ἑλληνιστὶ in the closet). Εἴς τινας βεβαίως περιπτώσεις, ἐμπνευσμένον τι κράξιμον εἶναι βέβαιον ὅτι θὰ ὤθησε κρυφάς τινας νὰ ἐξέλθωσι τοῦ ἀσφυκτικοῦ καὶ πνιγηροῦ φοριαμοῦ των καὶ νὰ εἰσέλθωσι εἰς τὸ ταράφιον, καθιστάμεναι βαθμηδὸν γκρὰν ταραφόλουμπαι.

Τὸ κράξιμον βεβαίως ἠδύνατο νὰ λάβῃ πολλὰς ἄλλας μορφάς, ἄλλας κλιμακηδὸν καὶ ἄλλας ἐξ ἀρχῆς ὑψηλῆς ἐντάσεως. Μία ἀρκούντως συνήθης κλιμάκωσις ἐπήρχετο κυρίως μετὰ τὴν ἀπάντησιν τοῦ κιναίδου διὰ σκώματός τινος ποικίλης δηκτικότητος, ἐνίοτε δὲ ὑψηλῆς αἰσθητικῆς. Ἡ ἀπάντησις συνωδεύετο ὑπὸ ἐπιτάσεως τῶν κουνημάτων καὶ τοῦ φιλαρέσκου ἀκκισμοῦ, πρὸς ἄφατον τέρψιν τοῦ φιλοθεάμονος κοινοῦ, τὸ ὁποῖον ἔκραζε:
«Σκωτῶστε την μὲ λουκουμόσκονη» ἢ «Πνίχτε την μὲ...» ἢ «Πνίχτε την στὴ....». Μέχρις ἐκεῖ τὰ πράγματα ἔβαιναν ὁμαλῶς καὶ ὅλοι ἀπελάμβαναν τὸ μερίδιόν των ἐκ τοῦ συμβάματος (ἑλληνιστὶ happening).

Ἄλλο κράξιμον, ἰδιαιτέρως ἀξιομνημόνευτον, ἤρχιζε σταθερῶς μὲ τὸ «Ἀλάργα μωρὴ ....» καὶ προσετίθεντο κατὰ τὸ δοκοῦν καὶ τὴν περίστασιν τὰ «σκατόπουστα», «καραλούμπω», «λουμπινίστρα» (< λουμπίνα + κουνίστρα), «ξεκωλιάρα πριγήπισσα» καὶ ἄλλαι παρόμοιαι κακοήθειαι. Εἰς περίπτωσιν δὲ προκλητικῆς ἀπαντήσεως, ὑπερβαινούσης τὰ ἐσκαμμένα καὶ δηλούσης διάθεσιν ἀντιπαραθέσεως πρὸς τὸ κοινόν, ἐνίοτε, ἐλλείψει προχείρου λουκουμοκόνεως, ἤρχιζεν ὁ ἐσφενδονισμὸς ὀπωροκηπευτικῶν καὶ δή ὑπερωρίμων ἢ ἤδη σεσηπότων, ἐξ οὗ καὶ ἡ κλασσικὴ ἔκφρασις «μᾶς πήρανε μὲ τὰ σάπια». Ἡ παρέμβασις τῆς ρούνας (ἀστυνομίας) κατέληγε συνήθως τὴν ἐποχὴν ἐκείνην εἰς μᾶλλον αὐθαίρετον σύλληψιν τοῦ κιναίδου διὰ διέγερσιν τοῦ πλήθους, διὰ προσβολὴν δημοσίας αἰδοῦς, ἀλλὰ καὶ διὰ προστασίαν τῆς πέτρας τοῦ σκανδάλου, ὁπότε καὶ ἐτζάζετο εἰς τὸ ρουνάδικο διὰ ρεβύ [< (γαλ.) revue = ἐπιθεώρησις, ἐξακρίβωσις στοιχείων εἰς τὸ τμήμα). Ὑπῆρξε βεβαίως καὶ μία ἀρκούντως μαύρη ἐποχή (1959-1983), κατὰ τὴν ὁποίαν ἴσχυσε ὁ περιβόητος νόμος 4000, περὶ τεντυμποϊσμοῦ, ὁπότε ἦτο δυνατὸν νὰ συλληφθοῦν καὶ οἱ λόγῳ καὶ κυρίως ἔργῳ κράζοντες.

  1. Συυυυυυυυυῦκα!!!!! Καλὲ συυυυυυυυυῦκα!!!!!

  2. Τσαπέέέέλες!!!!!

  3. Πάρε μιὰ συκιά ἐκεῖ, ρέ! Σὰ δὲ ντρεπόμαστε λέω ‘γώ· συυυῦκα, μωρή!

προφάνουσλυ (από dryhammer, 14/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

μου 'ρθε ταμπλάς / νταμπλάς: Πονοκέφαλος, ἀλλὰ κυρίως ἀποπληξία.

Συνώνυμον τὸ «ντουβουρτζάς».

Ἀπὸ τὸ τουρκικὸν tabla, ποὺ σημαίνει κυκλικὸς δίσκος, ὡς καὶ παρ' ἡμῖν ὁ ταβλάς (μὲ τὰ κουλούργια, θὰ κάνω γιούργια κλπ).

Βασίμως εἰκάζω, ὅτι ἀρχικῶς ἠνοεῖτο, ὅτι ἂν κάποιος «ἔτρωγε» ἕνα ταβλὰ στὸ κεφάλι, φυσικά, πονοῦσε κατόπιν. Ἡ σημασία αὐτὴ διεστάλη ἀργότερα, ὥστε νὰ φθάσῃ μέχρι τὴν ἀποπληξία (ἀγγειακὸ ἐγκεφαλικὸ ἐπεισόδιο), ὅπου «μένει κανεὶς ξερός».

Στὰ παλαιότερα χρόνια, τὸν 18ο αἰῶνα ἂς ποῦμε, ὁ νταμπλάς ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ τρία νοσήματα τοῦ ἀνθρώπου, τὰ ὁποῖα διέκρινε τότε ἡ Ἐσωτερικὴ Παθολογία. Αὐτὰ ἦσαν τὰ ἑξῃς:

Ὅ,τι ἦταν ἀπὸ τὸν λαιμὸ καὶ πάνω, ἦταν νταμπλάς.
Ἀπὸ τὸν λαιμὸ μέχρι τὴ μέση, στηθικά.
Ἀπὸ τὴ μέση καὶ κάτω, κοιλιακά. Ὑποκατηγορία τῶν κοιλιακῶν ἦσαν τὰ μητρικά, ἀλλ' αὐτὰ ἀνῆκαν στὴ Γυναικολογία.

Διάφορα ἄλλα ψιλονοσήματα («λαιμά», ποδάγρα, ζοχάδες ἢ τζοχάδες κλπ) ἀνῆκαν στὴν Ἐξωτερικὴ Παθολογία, καὶ δὲν μᾶς ἀπασχολοῦν.

- Τάκη (ἐκ τοῦ πουστάκη), ἂν μάθῃ ἡ μάνα σου ἡ δόλια ὅτι τὸν παίρνεις, νταμπλάς θὰ τῆς ἔρθῃ.

(από aias.ath, 02/12/09)Οἱ 4 ἰδιοσυγκρασίες (ὡς ἀπόστολοι), κατὰ τὸν Dürer (από aias.ath, 02/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μικρὸ πέος στὴν καλιαρντή.

Ἡ καλιαρντὴ διαθέτει γιὰ τὴν περιγραφὴ αὐτοῦ τοῦ «ἀποτροπαίου καὶ θλιβεροῦ θεάματος» τὰ ἑξῆς συνώνυμα: φιστίκι, σφαίρα, μπάμια, μπάμια Μπογιατίου (Μπογιάτι=Ἁγ. Στέφανος Ἀττικῆς).

Δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξῃ βεβαιότης περὶ τοῦ ἐτύμου, πιστεύω ὅμως ὅτι προέρχεται ἀπὸ «ἐξευγενισμένη» (μεσίκ) καὶ παραπλανητικὴ καλιαρντοεκφορὰ τῆς κοινῆς λέξεως τσουτσού < τσουτσούνα (καὶ τσουτσούνι), τῆς ὁποίας τὸ παράγωγον «ξετσουτσουνεύω» δὲν εἶναι δόκιμον ὡς «ξετουτουνεύω».

Τσάμπα ὁ μπερχαμὰς γιὰ τὸ τεκνό, μωρὴ Κοῦλα! Τουτού ἄβελε στὸ πακέτο!

Τοὐτέστιν: Ἄδικα ὁ καυγὰς γιὰ τὸν ἐπιβήτορα, ἀφοῦ τὸ φούσκωμα τοῦ παντελονιοῦ στὴν περιοχὴ τῶν γεννητικῶν ὀργάνων (προφανῶς μὲ βάτες) ἔκρυβε ἕνα μικρὸ καὶ ἀνάξιο λόγου πέος.

(από Khan, 07/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στερεότυπη ἔκφρασι, ποὺ δίδεται ὡς ἀπάντησι στὴν κουτσομπολικὴ ἐρώτησι «τί δουλειὰ κάνει ὁ πατέρας σου».

Ἡ εἰκονοπλασία εἶναι μοναδικοῦ διαστροφικοῦ, οὐ μιν, ἀλλὰ καὶ φιλανθρωπικοῦ ἐπιπέδου, ἀρκεῖ νὰ ἀναλογισθῇ κανεὶς τὴν τραγικότητα τῆς συνθήκης νὰ εὑρεθῇ κουλός, ταυτοχρόνως δὲ καὶ καυλωμένος (βλ. λῆμμα). Πρόκειται δηλαδὴ γιὰ κάτι σὰν ἐπάγγελμα καὶ λειτούργημα μαζί, ένα πράμα.

᾿Οφείλει ἐν προκειμένῳ νὰ διευκρινισθῇ ὅτι ἡ έν θέματι σύλληψις εἶναι πολὺ προγενεστέρα τῆς συγγενοῦς ἐννοίας τοῦ φραπέ. Ἐὰν ἤθελε κανεὶς νὰ ἀναγάγῃ τὸ ὅλον εἰς ὅρους φραπέ, τότε ὁ διαφορισμὸς τῶν δύο ἐννοιῶν θὰ ἦτο «φραπὲ κατ᾿ ἀνάγκην (ἐπὶ κουλαμάρας), καὶ φραπὲ κατ' ἐπιλογήν, ὅπως περίπου λέμε δηλαδὴ business or pleasure.

Assist: οο9οο, μὲ τὸ λῆμμα που να μείνεις κουλός και καυλωμένος

Περιττεύει

Έχω κουραστεί, δε θέλω να εξηγώ, πρέπει εσύ να την παίξεις. (από Galadriel, 12/10/11)

Βλ. και βαράει μαλακία στους κουλούς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified