Ἡ κλούβα τοῦ τμήματος ἠθῶν.

Παλαιότερα ἦταν συνηθισμένη βραδυνὴ σκηνὴ περὶ τὴν Ὁμόνοια, Συγγροῦ καὶ ἀλλοῦ, νὰ μαζεύῃ ἡ κλούβα ἐκδιδομένους κιναίδους καὶ πόρνες, προκειμένου νὰ γίνῃ ὑγειονομικὸς ἔλεγχος. Συχνὰ ἔπεφτε καὶ καμμιὰ ψιλή.

Ἀντιγράφω ἀπὸ τὸν Πετρόπουλο:
- Ποὺ νὰ ἀβέλῃ μὲ σὶκ τὸ ποῦλμαν τῆς χαρᾶς καὶ νὰ σὲ τζάσῃ στὸ ρουνάδικο γιὰ ρεβύ, ξεκωλιάρα!
Τουτέστιν:
- Ποὺ νὰ ἐμφανισθῇ σιγὰ-σιγὰ ἡ κλούβα καὶ νὰ σὲ πάῃ στὸ τμῆμα γιὰ ἐπιθεώρησι (ὑγειονομικὴ), ξεκωλιάρα!

Magic Bus - The Who (από allivegp, 15/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ταυτόσημον τοῦ γαλλικοῦ chic («κομψός, κομψῶς»).

Ὁ Πετρόπουλος ἀναφέρει ὅτι τὸ σὶκ ἀπαντᾷ μόνον ἐν συνθέσει. Κάτι τέτοιο, παρ’ ὅτι εἶναι συχνό, δὲν εἶναι ἀπόλυτο, καὶ μάλιστα λόγῳ τῆς ἰδιαιτέρας κομψοπρεπείας ὡρισμένης κιναιδομερίδος, καὶ δὴ αὐτῆς ἡ ὁποία ρέπει εἰς τὴν χρῆσι τοῦ ἡδυσμένου λόγου τῆς καλιαρντῆς.

Συχνοτέρα σύνθεσις τὸ μεσίκ («εὐγενικά»), μὲ τὸ μαλακό, μὲ τὸ καλό κττ. Ὑπενθυμίζω ὅτι δὲν ἔχει σχέσι μὲ τὴν διαβάθμισι μεγέθους τῶν πεῶν, ὅπως ἐσφαλμένως ἔχει ἀναφερθῆ εἰς τὸ ἀντίστοιχο λῆμμα.

Κόντρα πασιόζα τζόρνα βιζιτάραμε τάχαμ - δῆθεν λατσαβελὲ τὴν Παλόμα τὴ χειρουργημένη, ποὺ ἄβελε ριτόρνο ἀποκατὲ ἀπὸ Καζαμπλάνκα. Κουλὰ δηλαδή, γιὰ ρεβὺ βιζιτάραμε, ἀλλὰ ἄντε τώρα... Νὰ ντὶκ βουτρὰ ἡ ντάνα, καὶ κατσικανόδεσμο ντεζιντερέ, τρὲ σίκ σοῦ μπενά καὶ λατσοκουλικέ.

Τουτέστιν:
Προχθὲς κάναμε δῆθεν ἐπίσκεψι καλωσορίσματος στὴν Παλόμα τὴ χειρουργημένη, ποὺ ἐπέστρεψε ἀπὸ τὴν Καζαμπλάνκα. Σκατὰ δηλαδή, γιὰ νὰ δοῦμε τί ἔγινε πήγαμε, ἀλλὰ ἄντε τώρα... Νὰ δῇς βυζιὰ ἡ πουστροῦ, καὶ στηθόδεσμο καυλωτικὸ (δηλ. μὲ τρῦπες στὶς θηλές), πολὺ κομψὴ σοῦ λέω καὶ ὡραῖα ψιμυθιωμένη (μακιγιαρισμένη).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πυροσωλήν, ὁ ὁποῖος παλαιότερα ἐχρησιμοποιεῖτο γιὰ τὴν ἐκκίνησι πετρελαιομηχανῶν θαλάσσης, τύπου Μαλκότση (Πέραμα), Παπαθανάση (Βόλος) κλπ.

Ὁ κύλινδρος τῆς μηχανῆς εἶχε σὲ κάποιο σημεῖο μία τρύπα μὲ βόλτες. Ἐκεῖ βιδωνόταν ἡ μαλαστούπα, δηλ. ὁ μεταλλικὸς πυροσωλήν, ἀφοῦ εἶχε προηγουμένως πυρακτωθῆ σὲ ἀνοικτὴ φλόγα ἢ θράκα. Κατόπιν γύριζαν τὸν στρόφαλο (βολάν ἢ βολάνι) μὲ τὸ χέρι ἢ μὲ μανιβέλα, γινόταν συμπίεσι, ἀνάφλεξι καὶ ἡ πρώτη ἔκκρηξι. Μετὰ ὁ κύκλος ἐπαναλαμβανόταν μὲ τὴ βοήθεια τῆς στροφορμῆς τοῦ στροφάλου.

Ἀθάνατα μηχανήματα καὶ φοβερὰ μεγαλεῖα τῆς τότε ἀνθούσης Ἑλληνικῆς βιομηχανίας. Ὅλοι οἱ ἀνωτέρω χρεωκόπησαν στὴ δεκαετία τοῦ ἑβδομῆντα.

Δὲν ἔχω λεκτικὸ παράδειγμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μικρὸ πέος στὴν καλιαρντή.

Ἡ καλιαρντὴ διαθέτει γιὰ τὴν περιγραφὴ αὐτοῦ τοῦ «ἀποτροπαίου καὶ θλιβεροῦ θεάματος» τὰ ἑξῆς συνώνυμα: φιστίκι, σφαίρα, μπάμια, μπάμια Μπογιατίου (Μπογιάτι=Ἁγ. Στέφανος Ἀττικῆς).

Δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξῃ βεβαιότης περὶ τοῦ ἐτύμου, πιστεύω ὅμως ὅτι προέρχεται ἀπὸ «ἐξευγενισμένη» (μεσίκ) καὶ παραπλανητικὴ καλιαρντοεκφορὰ τῆς κοινῆς λέξεως τσουτσού < τσουτσούνα (καὶ τσουτσούνι), τῆς ὁποίας τὸ παράγωγον «ξετσουτσουνεύω» δὲν εἶναι δόκιμον ὡς «ξετουτουνεύω».

Τσάμπα ὁ μπερχαμὰς γιὰ τὸ τεκνό, μωρὴ Κοῦλα! Τουτού ἄβελε στὸ πακέτο!

Τοὐτέστιν: Ἄδικα ὁ καυγὰς γιὰ τὸν ἐπιβήτορα, ἀφοῦ τὸ φούσκωμα τοῦ παντελονιοῦ στὴν περιοχὴ τῶν γεννητικῶν ὀργάνων (προφανῶς μὲ βάτες) ἔκρυβε ἕνα μικρὸ καὶ ἀνάξιο λόγου πέος.

(από Khan, 07/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ὁ ψηφίζων σαβουροϋποψήφιο, πάντοτε κατὰ τὴν ὑποκειμενικὴν γνῶμιν τοῦ σχολιάζοντος.

Ἡ ἀναλογία μὲ τὸ σαβουρογάμης εἶναι πιστεύω προφανής.

- Ποιός τὸ ψηφίζει αὐτὸ τὰ σούργελο, ρέ;
- Καὶ ὅμως φίλτατε, ὑπάρχουν πολλοὶ σαβουροψήφηδες.

(Στιχομυθία γενομένη παρουσίᾳ μου, τὸ βράδυ τῆς 4/10/09, ἐπὶ τῇ θέᾳ τῶν ὀπισθίων ἀτυχεστάτης γνωστῆς Εὐρωβουλευτοῦ καὶ πρώην ὑπουργοῦ, εὑρεθείσης παρὰ τῷ (τῇ στιγμῇ ἐκείνῃ ἀκόμη) Πρωθυπουργῷ, εἰς τὸ Ζάππειον).

Σαβουρουποψήφιος (από GATZMAN, 07/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ὁ τεμπέλης στὰ καλιαρντά.

Ἡ λέξι χρησιμοποιήθηκε κυρίως γιὰ τεκνὰ (ἐξαιρουμένων τῶν πιπιλογαμούληδων) καὶ ἀρρενωποὺς κιναίδους, διότι ἀναδίδει μιὰ τουρκομπαρὸκ ἀρχοντιὰ καὶ λεβεντιά, ἀνάρμοστη γιὰ λοῦγκρες, λουγκρέτες καὶ λοιπὲς ἀναξιοπαθοῦσες καὶ πασχίζουσες γιὰ τὸν καθημερινὸν πέοντα γατοῦλες, κροτάλες καὶ κωλκανοπριγκιπέσσες, πλὴν περιπαικτικῶς.

Ἡ ἐτυμολόγησι προφανὴς, ἀπὸ τὸ πανελλήνιον σπαρίλα καὶ μπέης.

  1. - Ἄντε μωρή, ξεκοῦνα νὰ πᾶς γιὰ τροτουάρ νὰ δοῦμε Θεοῦ πρόσωπο!
    - Νάκα Ἀντρέα κατετζόρνα, βαρυέμαι! Θὰ ντὶκ κρυσταλλοσινοῦ... Ἂει κυβοκοκκαλιάσου νὰ ματσωθῇς, οὔφ...
    - Ἴσα ρὲ σπαριλόμπεη (εἰρωνικά)! Ντὰπ, ντούπ (τὸν πλακώνει...)

  2. Ἀβέλει σόγι-κουραβελτὲ ἡ Γεωργία, καπιάζει τὸ πακέτο τοῦ κατὲ καὶ τοῦ μπενά λουπαρτέ:
    - Τί φωτογένεια! Θὰ μοῦ ἀβέλῃς μωρό μου; Ντέζιασ´ ἡ πούλη μου γιὰ σουάντες... Ἂχχχ!
    Καὶ κοντραστάρει ὁ σπαριλόμπεης:
    - Νάκα μωρή! Ἐμάντε ἀβέλῃς πομπίνο-φραπέ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ὁ ὀκνός, ὀκνηρός, βραδύς, τεμπέλης, στὰ κυπριακά.

Ὀκνός > ὀκουνός > κουνός > κούννος. Ἡ σταδιακὴ μεταλλαγὴ ἀρχίζει μὲ τὴν προσθήκη βραχέος, εὐφωνικοῦ -ου-, γιὰ νὰ χωρισθοῦν τὰ δύο ἄφωνα σύμφωνα. Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα τὸ παίρνει ὁ διάολος: Ὁ διπλασιασμὸς τοῦ ν γίνεται προκειμένου νὰ διατηρηθῇ ἡ βραχύτης τοῦ -ου-, μετὰ τὸν ἀναβιβασμὸ τοῦ τόνου.

Ἡ ἀρχικὴ ἑλληνικὴ ἑτυμολογία εἶναι ἀπὸ τὸ ὄκνος, ποὺ σημαίνει φόβος δειλία, δισταγμός, ἀπροθυμία, ἐνδοιασμός, καὶ κατ' ἐπέκτασιν βραδύτης ἀπὸ δειλία, ἀναποφασιστικότητα ἢ σωματικὴ κόπωσι. Ἡ περαιτέρω ἐτυμολόγησις εἶναι σκοτεινή.

(Διάλογος)
- Ἔντζε σούζεις chὲ σὺ λῆον τὸν κόλλον σου, ρέ Ἀchιλλέα;
- Ἄφησ' τον, μ' ἐένν τοῦ μιλλεῖς, ἐν κούννος τέλλεια, ρέ κουμπάρε!

Τουτέστιν:
- Δὲν κουνᾶς καὶ σὺ λίγο τὸν κῶλο σου, ρὲ Ἀχιλλέα;
- Ἄστονε, μήν τοῦ μιλᾶς, εἶναι τελείως ὀκνηρός, ρὲ κουμπάρε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ὡς κοκοράκι χαρακτηρίζεται ὁ πάσχων ἐκ προώρου ἐκσπερματίσεως. Γίνεται συσχέτισις μὲ τὴν πολὺ σύντομη διάρκεια τῆς συνουσίας τῶν κοττερῶν (μὲ τὰ ἀνθρώπινα μέτρα).

Νὰ μή συγχέεται μὲ τὸν χαρακτηρισμὸ «κόκορας», ποὺ παίρνει σημασίες ὅπως προπέτης, ἐπιβήτωρ πολλῶν θηλέων καὶ τὰ παρόμοια.

- Μαλάκα Γιούλη, ὡραῖο μουνὶ ὁ Λάκης. Νὰ τὸ πάρουμε;
- Τσσσ! Τὄχω πάρει. Κοκοράκι εἶναι. Δὲν λέει...

(Bλ. λῆμμα μουνί, τοῦ John Black).

Κοκοράκι (από aias.ath, 04/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψευδοκαλιαρντὴ πεζοτραγουδικὴ ἔκφρασι, ποὺ σημαίνει ὅτι μᾶς ἔχουνε ρημάξει στὶς ὑποσχέσεις (συμπεριλαμβανομένων ὑπονοουμένων), ὅτι θὰ γαμήσουμε, ἀλλὰ τίποτε δὲν γίνεται. Ἡ ἄλλη πλευρὰ τὸ πάει ὅλο «γύρω-γύρω νἄρχεται, καὶ μέσα νὰ μὴ μπαίνῃ».

Δὲν τὴν ἄκουσα ποτὲ σὲ γνήσιο καλιαρντὸ πλαίσιο, μόνο ἀπὸ ἡμιμαθεῖς μικροαστοὺς ψευδομπενάβοντες.

Γλωσσάριο

Ἀβέλω: γενικὸ ρῆμα τῆς καλιαρντῆς, περὶπου ὅπως τὸ get τῆς ἀγγλικῆς, καὶ βάλε.
Κουραβέλω: γαμάω
νάκα: τίποτε

*Assist: popaoua από ΔΠ*

Ὅλο ἄβελε κουράβελε, καὶ κουραβέλα νάκα μᾶς τὸ πᾶνε τὰ κορίτσια. Μπάς καὶ μᾶς κοζάρανε γιὰ βοσκούς;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ἰατρικὴ καὶ δὴ ἀναισθησιολογικὴ σλαγκολέξι, ποὺ σημαίνει ὅτι ὁ ἀναισθησιολόγος περνάει τὶς διάφορες γραμμὲς στὸν ἀσθενῆ.

Γραμμὲς λέγονται τὰ διάφορα σωληνάκια, μέσω τῶν ὁποίων χορηγοῦνται ὑγρὰ καὶ φάρμακα, μετριέται ἡ κεντρικὴ φλεβικὴ πίεσι, ἡ ἀρτηριακὴ πίεσι κλπ. Πχ φλεβικὴ γραμμή, ἀρτηριακὴ γραμμή, κλπ.

Ἡ προϊσταμένη χειρουργείου:
_Κυρία Μπαρμπούτσογλου, σὲ πόση ὥρα θὰ ἀρχίσῃ ἡ ἐπέμβασι;
_Ἔ, μέχρι νὰ κοιμήσω, νὰ γραμμώσω, βάλε μισὴ ὥρα περίπου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified