Κοκώνακοκόνα σημαίνει πρωτογενῶς κυρία τῆς καλῆς κοινωνίας, ἀρχόντισσα, ἂς ποῦμε, μὲ τὴν ἀστικὴ ὅμως ἔννοια, τῆς ἐποχῆς τοῦ ἀστικοῦ μετασχηματισμοῦ τῆς Εὐρώπης, συμπεριλαμβανομένης τῆς Βαλκανικῆς. Τὸ κοντυνότερο ξενικὸ ἀντίστοιχο ποὺ μοῦ ἔρχεται εἶναι τὸ lady, ἀφοῦ μάλιστα τὸ κοκόνα συνοδεύει καλλίτερα τὸ μικρὸ ὄνομα, πχ ἡ κοκόνα Μάρω [τοῦ Ἄρχοντος Βόρνικος Κυρ Πάνου Κωστέσκου (ἀπὸ τὴ Βλαχία, ὄχι τοῦ Κωστέτσου τοῦ μόδιστρου, μὲ τὸ συμπάθειο)], ὅπως ἡ lady Diana (παράδειγμα 1).

Στὴ σύγχρονη νεοελληνικὴ ἐκδοχὴ ἔχει καταστῆ κάτι σὰν χαϊδευτικὴ προσφώνησι, μὲ τάσι νὰ περιπέσῃ σὲ ἀχρηστία (παράδειγμα 2).

Ἐτυμολογικῶς δὲν ἔχω κατορθώσει νὰ πάω σὲ βάθος, πιστεύω ὅμως ὅτι ἀνάγεται στὴ γαλλικὴ λέξι coconne, ἡ ὁποία ὅμως διαφοροποιεῖται ἐννοιολογικῶς παρὰ τοῖς Φραγκογαλάταις: «Personne stupide qu'on affectionne malgré tout»· κάτι σχεδὸν ἀντίστοιχο τοῦ ἡμετέρου ὅρου γλάστρα, κόττα κλπ, μὲ περισσότερη ὅμως συμπάθεια.

Ὑποκοριστικὸν τὸ κοκονίτσα. Συνθετικὰ τοῦ τύπου *κοκονομοῦνα δὲν ἔχω ἐντοπίσει. Πᾶσα προσφορὰ δεκτή.

  1. Συστήνεται η ίδια η κοκονίτσα η Mαρώ: «Πολίτισσα την καταγωγή, το γένος ευγενικιά εν μέρει και πληβεία εν μέρει». «Eίναι μια πολύ ελληνική φύτρα», λέει η M. Λυμπεροπούλου. Ἀπὸ ἐδῶ.

  2. Σώπα κοκώνα μου, μὴν κλαῖς, θὰ σοῦ πάρω ἐγὼ ἄλλη κούκλα.

  3. Ἐπίσης ἐδῶ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μουνὶ ποὺ χάσκει, στὴν Πατρινὴ διάλεκτο.

Κατὰ κυριολεξίαν, χάβαρα λέγονται οἱ ἀχιβάδες, γυαλιστερές, χτένια κλπ. Ὅταν τὰ χάβαρα εἶναι μισάνοικτα, προκαλοῦν πονηροὺς συνειρμοὺς εἰς τοὺς Πατρινούς.

Οἱ ἀξιολογικὲς καὶ ἠθικολογικὲς προεκτάσεις ποὺ δίδονται, λόγῳ τοῦ χαίνοντος, εἶναι προφανεῖς.

Ἡ λέξις, μὲ τὴ σλαγκική της ἔννοια, ἀπαντᾶται μόνο στὴ φρᾶσι τοῦ παραδείγματος. Τὸ μόνο στοιχεῖο ποὺ μπορεῖ νὰ ποικίλῃ εἶναι ὁ βαθμὸς συγγενείας αὐτοῦ, τοῦ ὁποίου τὸ χάβαρον ἐπικαλούμεθα. Ἄρρενες συγγενεῖς ἀποκλείονται· ἐξ ἀγχιστείας ἐπίσης.

- Πῶς πᾶς ἔτσι ρὲ μινάρα, θὰ μᾶς σκοτώσῃς;
- Τῆς μάνας σου τὸ χάβαρο, ρὲ κωλομίναρε!

(από panos1962, 23/11/09)Η λέξη "Gavaro" λέει, διαβάζεται ως "Χάβαρο" στα ολλανδικά. (από Galadriel, 24/11/09)(από Vrastaman, 24/11/09)

Βλ. επίσης μύδι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται γιὰ τὸ εἶδος ἐκεῖνο τεμπέλη καὶ κοπρίτη, ποὺ ἔχει ὡς χαρακτηριστικό, ὅτι τὸ καλοκαῖρι πιάνει τοὺς ἴσκιους καὶ ἀρέσκεται ἰδίως στὶς δροσερὲς πεζοῦλες, ἀπὸ τὶς ὁποῖες βρίθουν οἱ πλατεῖες τῶν χωριῶν μας, τὰ σοκάκια καὶ τὰ ξάγναντα τῆς ἑλληνικῆς ὑπαίθρου. Δὲν ἁρμόζει ὡς ἀστικὸς χαρακτηρισμός. Εἶναι τύπος συμπληρωματικὸς τοῦ λιακαδόρου, μὲ τὸν ὁποῖον μπορεῖ νὰ συναντηθῇ μόνον τυχαίως, διότι κυκλοφοροῦν σὲ ἄλλα στέκια, εὐδοκιμοῦν ἄλλη ἐποχή, καὶ ἔχουν διαφορετικὴ θερμορύθμισι.

Τὸ ἔτυμον προφανές, ἀπὸ τὸ «δροσερὴ πεζοῦλα», καὶ ὁ ἀγαπῶν αὐτήν, δροσοπεζούλας. Τεχνικά, θὰ μποροῦσε νὰ ἐκφρασθῇ καὶ σὲ πιό vulgaire ὗφος, μὲ ἀναβιβασμὸ τοῦ τόνου, ἀλλὰ δὲν τὸ ἔχω ποτὲ ἀκούσει.

Ὁ χαρακτηρισμὸς δὲν χρησιμοποιεῖται ποτὲ γιὰ τεμπέλες γυναῖκες, διότι παραδοσιακῶς αὐτὲς εἶναι περισσότερο περιορισμένες στὸ σπίτι καὶ στὸν ἄμεσο περίγυρο, καὶ δὲν συνηθίζεται νὰ δροσίζουν τὰ ὀπίσθιά των εἰς τὶς πεζοῦλες. Ἐπίσης, εἶναι ἀρκετὰ λιγότερο πιθανὸ νὰ βρεθῇ τεμπέλα γυναῖκα στὸ χωριό, σὲ σύγκρισι μὲ τοὺς πανταχοῦ παρόντες κηφῆνες, ἐξ ὧν ἐτυμολογεῖται καὶ τὸ κηφηνεῖον (καφενεῖον). Ἂν βρεθῇ καὶ καμμία τεμπέλα, αὐτὴ θὰ χαρακτηρισθῇ περισσότερο ὡς ἀνεπρόκοπη καὶ μούχλα, καθὼς καὶ ἐκ τῶν ἀποτελεσμάτων τῆς φυγοπονίας, πχ ἀμαγέρευτη, ἄπλυτη, ἀσκούπιστη (οἱ χαρακτηρισμοὶ αὐτοὶ εἶναι slang κατὰ τοῦτο, ὅτι δὲν ἰσχύουν κατὰ κυριολεξίαν· δηλ. ἄπλυτη σημαίνει αὐτὴ ποὺ δὲν ἔχει κάνει τὴ μπουγάδα της, καὶ ὄχι τὴν ἀτομική της καθαριότητα).

Ὀπτικῶς, ὁ δροσοπεζούλας παραπέμπει σταθερὰ σὲ φαρδόκωλο ἄνδρα, διότι ἀλλέως πέως, πῶς θὰ ἀπελάμβανε τὴν δρόσον τῆς πεζούλας, μὲ μικρὴ ἐπιφάνεια ἐπαφῆς (;) Εἶναι ἐπίσης σύνηθες, νὰ φέρῃ κλαδάκι βασιλικοῦ ἢ ματζουράνας ἢ ἀρμπαρόρριζας πάνω ἀπὸ τ' αὐτί, διότι ἔχουν κι αὐτὰ δροσιά, μυρίζουν καὶ ὡραῖα, καὶ ὁ δροσοπεζούλας εἶναι ρέκτης καὶ φιλήδονος τύπος.

Ἐπίσης, ρέπει ὁ δροσοπεζούλας εἰς τὴν θυμοσοφίαν, τὴν θεωρητικολογίαν τὴν τερατολογίαν καὶ τὸν ξερολισμόν, διότι σπανίως βρίσκεται μόνος του, καὶ οἱ ἐν συνόδῳ δροσοπεζοῦλες κάτι πρέπει νὰ λένε μεταξύ τους, ἄσε ποὺ ἐμφανίζεται ἐνίοτε καὶ ἀνταγωνισμός. Ὑπάρχουν ὅμως καὶ μερικὰ πράγματα, γιὰ τὰ ὁποῖα εἶναι δύσκολο νὰ κατηγορηθῇ τὸ εἶδος αὐτὸ τεμπέλη: Ἡ χαρτοπαιξία, ἡ οὐζο-κονιακο-ρακοποσία καὶ ἡ ἀκατάσχετος πολιτικολογία εἶναι μερικὰ ἀπὸ αὐτά, τὰ ὁποῖα εὐδοκιμοῦν περισσότερο στὸ περιβάλλον τοῦ κηφηνείου.

Ὁ χαρακτηριστικὸς δροσοπεζούλας ἔχει ἐργασθῆ ἀπὸ ἐλάχιστα ἕως καθόλου, ἀναπολεῖ δὲ τὰ «χρόνια» τοῦ μόχθου μὲ νοσταλγία, καὶ συχνὰ ἀναφέρεται σ' αὐτά, πῶς πχ πλένανε στοίβες πιάτων στὴν Ἀμερική, πῶς διεκπεραιώνανε τόνους ἐγγράφων στὸ Δημόσιο, μέχρι ποὺ βγῆκε στὴ σύνταξι μὲ κάποιο εὐεργετικὸ νόμο ἢ εὐεργετικὴ κομπίνα.

Σύγκρισις λιακαδόρου καὶ δροσοπεζούλα, ἀντιστοίχως (φυσικά, ὑπάρχουν καὶ ἐξαιρέσεις):

  • Ψυχρόαιμος : Θερμόαιμος
  • Νωχελής : Ζωτικός, κινητικός
  • Δὲν δείχνει ἐνδιαφέρον, βαρυέται : Ἐνδιαφέρεται γιὰ ὅλα, δὲν βαρυέται καθόλου
  • Ἀπρόθυμος γιὰ ὁμιλία : Ὁμιλητικότατος
  • Ἐσωστρεφής : Ἐξωστρεφής
  • Ἀπαντᾶται στὶς λιακάδες, κατὰ τὶς ψυχρότερες ἐποχὲς τοῦ ἔτους : Ἀπαντᾶται στοὺς παχειοὺς ἴσκιους καὶ στὶς πεζοῦλες, κατὰ τὶς θερμότερες ἐποχὲς τοῦ ἔτους.

- Μῆτσο, ἔχουμε ρὲ καναγκαλὸν ἡλεκτρολόγο;
- Ναί, ἀμέ, τὸν Ἀρίστο.
- Ἄσε ρὲ τὴ ντρέλα σου, μ' αὐτὸν τὸ δροσοπεζούλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παιδεραστής, στὸ Πατρινὸ ἰδίωμα.

Ἡ ἐτυμολογία προέρχεται κατὰ τὴ γνώμη μου ἀπὸ σύγχυσι: Αὐτὸς ποὺ «τρίβει» ἢ «τρίβεται» μὲ τὰ παιδιά, ἐνῷ κανονικὰ εἶναι αὐτὸς «παρὰ τῷ ὁποίῳ διατρίβουσιν οἱ παῖδες», δηλαδὴ ὁ παιδαγωγός.

Ὁ Πανίτσας ἀπ' τὰ Ταμπάχανα (πλατεία λαϊκῆς συνοικίας τῶν Πατρῶν) ἐνδιεφέρετο γιὰ τὴν θέσι τοῦ ἐπιστάτου στὸ σχολεῖο. Σχολιάζει λοιπὸν κάποιος:

- Μὰ μπίτι μινάρηδες εἴστενε μωρέ! Αὐτὸς εἶναι παιδοτρίβης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τὸ ἐξόγκωμα τοῦ παντελονιοῦ στὴν περιοχὴ τῶν γεννητικῶν ὀργάνων στὰ καλιαρντά.

Ὡς γνωστὸν πολλοὶ κίναιδοι φοροῦν ὑπερβολικὰ κολλητὰ παντελόνια προκειμένου νὰ ἀναδεικνύεται τὸ «εὐμέγεθες» πέος των. Πολλοὶ ἄλλοι χρησιμοποιοῦν καὶ γεμίσματα (βάτες).

Συνώνυμα: μπαγκάζι, φωτογένεια. Τὸ τελευταῖο ἔχω ἀκούσει μόνο ἀπὸ ἐκλεπτυσμένους καὶ ὑψηλῆς αἰσθητικῆς ὁμοφυλοφίλους.

Μουσαντὸ πακέτο ἄβελε τὸ λατσότεκνο.

Τοὐτέστιν: Τὸ ὑπὸ τὰ ἐνδύματα διαφαινόμενο μέγεθος τῶν γεννητικῶν ὀργάνων ἦταν ψεύτικο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμὸς ὁμαδικῶς ἐκδιδομένης πόρνης, ποὺ δηλώνει ὅτι δὲν ἔχει περίοδο, συνεπῶς ἐργάζεται.

Ὁ χαρακτηρισμὸς περιέπεσε σὲ ἀχρηστία (ὡς τοιοῦτος) μετὰ τὴν ἀπαγόρευσι τῆς ὁμαδικῆς πορνείας τῷ 1967, καὶ κατέληξε σλάνγκ, συνώνυμο τῆς παστρικιᾶς.

Ὅμως ἡ ἀρχικὴ ἔννοια τῆς παστρικιᾶς εἶναι τελείως διαφορετική: Ἔτσι ἐχαρακτηρίσθησαν οἱ Σμυρνιὲς προσφυγίνες, διότι ἦσαν μαθημένες στὴν ἀτομικὴ καθαριότητα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὶς ὑπόλοιπες γυναῖκες τῆς ἐποχῆς, κατὰ τὴν ὁποίαν τὸ λουτρὸ στὸ σπίτι ἦταν ἄγνωστο, καὶ πήγαινε ἡ μουνόμπιχλα σύννεφο. Σιγὰ-σιγά, ἐπειδὴ οἱ Σμυρνιὲς ἦσαν πιό ἀπελευθερωμένες, καὶ ἐπειδὴ ἡ μαύρη ἀνάγκη ἔρριχνε καὶ κάποιες στὴν εὐκαιριακὴ κυρίως πορνεία (δῶρα, ἀνταλλάγματα, κανένα ψιλό κλπ), κατέληξε νὰ σημαίνῃ ἡ λέξι παστρικιά, τὴν πεταχτή, τὴν εὔκολη, τὴν ἐλαστικῆς ἠθικῆς γυναῖκα, καὶ κατ' ἐπέκτασιν τὴν πόρνη, ὡς ἐλαφρότερος χαρακτηρισμὸς ἀπὸ τὸ πουτάνα. Ἡ συναφὴς λέξι παστρικοθοδώρα δὲν ἔχει σχέσι μὲ τὰ παραπάνω.

  1. Ἀρχικὴ σημασία: Ἀπὸ κατάλογο πορνῶν σὲ μπουρδέλο τῆς παληᾶς ἐποχῆς:
    - Λίτσα: Ἀργεῖ
    - Πίτσα: Καθαρή
    - Λουκία: Καθαρή

  2. Σημασία μετὰ τὴν ἐθνοσωτήριο:
    - Τί γίνεται ρὲ ὁ Σταύρακας;
    - Τί νὰ γίνεται· καταθέσεις στὸ μουνί κάνει· ὁλόκληρη περιουσία στὶς καθαρές ἔφαγε, ὁ μάλαξ, κι ἔχει μείνει στὸν ἄσσο.

Νίκων ο Μετανοείτε, ο σκληρός αρμένης προσηλυτιστής (από johnblack, 22/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ἐκτὸς ἀπὸ τὶς συμβατικὲς ἔννοιες, σημαίνει:

  1. Φεύγω. Συνώνυμα τὰ παίρνω δρόμο, την κάνω (ἐννοεῖται μὲ ἐλαφρὰ πηδηματάκια, κατσίκα, φίδι κλπ, ἀναλόγως τῆς χροιᾶς ποὺ θέλουμε νὰ δώσουμε).

  2. Δουλεύω, μελετῶ ὑπερβολικά, τόσο ποὺ νὰ ἔχω κάποια ἀρνητικὴ συνέπεια. Ἐκτὸς ἂν εὐκόλως ἐννοεῖται, τὸ σπάω συνοδεύεται ἐδῶ ἀπὸ τὸ εἶδος τῆς ἐργασίας, πχ. σπάω στὸ διάβασμα. Παράγωγα τὸ σπασίκλας, σπάσμα, σπάσος.

  3. Γιὰ διάφορες ἄλλες χρήσεις, ὅλες σλαγκικές, βλ. Τριαντάφυλλο, γιὰ νὰ μή γίνωμαι σπαστικός.

  1. Σπάσε, ρὲ μόρτη, δὲ σὲ παίρνει... Ἄκουσες ρέέέ;

  2. Μαλάκα, αὔριο εἶπε θὰ ρίξῃ διαγώνισμα. Θὰ κάτσω μέσα νὰ σπάσω.

  3. Μή μοῦ τὴ σπᾶς, ρὲ Λίλιαν! Ὅλο PMS καὶ PMS, ΓΤΠ μου!

στο 0:40 (από allivegp, 23/05/10)

Επειδή ανώνυμα μας παίρνει να γίνουμε σπαστικοί, πέρα 'πο τους υπόλοιπους ορισμούς στο λήμμα, δείτε ακόμη: σπάω βράχια, σπάω επιταγές, σπάω καθρέφτες, σπάω καυλί, σπάω πλάκα, σπάω πρόγραμμα, σπάω σε κέρματα, σπάω στον πούτσο, σπάω την κατοστάρα, σπάω τον καρπό, σπάω τον τσαμπουκά, σπάω τον πάγο, τα σπάω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ὁ ὁρισμὸς τῶν καλιαρντῶν δὲν μπορεῖ παρὰ ν' ἀρχίζῃ μὲ τὰ λόγια τοῦ ἀειμνήστου Πετροπούλου, ὁ ὁποῖος τὸν ἀνέσυρε ἀπὸ τὸ ἡμίφως τῆς κοινωνικῆς ὑποκρισίας καὶ τοῦ στρουθοκαμηλισμοῦ, εἰς τὴν πλήρη δημοσιότητα:

Καλιαρντά, ἤτοι τὸ γλωσσικὸν ἰδίωμα τῶν κιναίδων, ὅπερ παρ' αὐτοῖς εἶναι γνωστὸν καὶ ὡς καλιαρντὴ ἢ καλιάρντω, καὶ ὡς τζιναβωτά, καὶ ὡς λιάρντω ἢ ντούρα λιάρντα, καὶ ὡς λατινικὰ ἢ βαθιὰ λατινικά, ἤ, ἁπλῶς, ἐτροῦσκα, καὶ ὡς λουμπινίστικα ἢ φραγκολουμπινίστικα.

Καλιαρντός σημαίνει κατὰ κυριολεξίαν κακός, ἄσχημος. Σὲ διασταλτικὴ ἑρμηνεία σημαίνει κίναιδος. Καλιαρντὰ (μπενάματα [παραλείπεται ὡς ἐννοούμενον]) σημαίνει κατὰ κυριολεξίαν κακὰ λόγια.

Ὁ Πετρόπουλος προτείνει ὡς πιθανὸν ἔτυμον τὸ γαλλικὸν gaillard, ποὺ σημαίνει εὔθυμος καὶ φαιδρὸς (προσέξτε τὴν ἀγγλικὴ ἐκδοχὴ τῶν λέξεων αὐτῶν: gay!!!), καὶ διάφορα ἄλλα, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἀναιδής, παλληκαρᾶς. Ἡ πιθανὴ σειρὰ εἶναι εἴτε gaillard > γκαγιάρντ (μὲ προφερόμενο τὸ d λόγῳ ἴσως ἀγνοίας) > καγιάρντ > καγιαρντός > καλ(λ)ιαρντός, εἴτε gaillard > γκαλ(λ)ιαρ(ντ) > γκαλ(λ)ιαρντός > καλ(λ)ιαρντός. Ὅποιος δέχεται τὴν ἐκδοχὴ αὐτή, πρέπει νὰ γράφῃ τὴ λέξι μὲ διπλὸ λ: Καλλιαρντά. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ ἐκδοχὴ εἶναι λογικοφανής, ὅμως τὸ ἐπικρατοῦν νόημα τοῦ gaillard εἶναι πλησιέστερο πρὸς τὸ παλληκαρᾶς, παρὰ πρὸς τὸ εὔθυμος --> gay. Ὑφίσταται καὶ ὁ τύπος καρλιαντά, καρλιαντὸς κλπ, μὲ ἀντιμετάθεσι τῶν δύο ὑγρῶν, ὁ ὁποῖος δὲν εἶναι εὔχρηστος. Ὑπάρχουν καὶ τύποι βραχυνθέντες δι’ ἐκπτώσεως τῆς ἀρκτικῆς συλλαβῆς: λιάρντα (ἡ, ἀλλὰ καὶ τά [ἡ οὐδετέρα ἐκδοχὴ ἀφορᾷ πάντοτε σὲ παρερμηνεία ὑπὸ ἀσχέτου]), λιάρντω κλπ. Πιστεύω ὅτι τέτοιοι τύποι ἐδημιουργοῦντο ἀενάως, κατὰ τὴν προσπάθειαν τῆς κοινότητος αὐτῆς νὰ ἐφεύρῃ παραπλανητικοὺς τύπους, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἀδήριτον καὶ ἔμφυτον ἀνάγκην των διὰ «χαριτωμενοέπειαν» ἢ «τσαχπινοέπειαν» (εἶδος καλλιεπείας, τὸ ὁποῖον δὲν δημιουργεῖ ὀξύμωρον μὲ τὴν ἔννοιαν «καλιαρντός»). Αὐτὸ ἐπιτυγχάνεται εἰς τὰ καλιαρντὰ μὲ τήν, τρόπον τινά, τραγουδιστὴν ἐκφορὰν τοῦ λόγου, ὡς πεζοτράγουδου.

Κύρια παράγωγα εἶναι ἡ καλιαρντοσύνη = ἀσχήμια, κακία, προστυχιά, τὰ ρήματα καλιαρντεύω = ἀσχημονῶ (ἔργῳ ἢ λόγῳ) καὶ καλιαρντομπενάβω = βρίζω --> κακολογῶ (κύριο συνώνυμον τὸ μπενάβω ἀνθυγιεινά).

Ἐν συνθέσει ἡ λέξις παράγει διάφορα ὡραῖα κι ἐνδιαφέροντα, ὅπως τὰ μονολεκτικὰ καλιαρντόκαψα = λαγνεία, καλιαρντονίλα = δολιοφθορά, σκόπιμη ζημιὰ σὲ κάποιον, ἀπάτη κλπ, καλιαρντοαρτὶστ = κακότεχνος, καλιαρντοσκελοσάλιαγγας = κωλόγερος, καλιαρντοσάρμελοςκαλιαρντοσεμελιάρης (παραπέμπει ἄκοπα, ἀβάδιστα στὸ συφιλιάρης, ψωριάρης κλπ) = βρωμοψώλης, ἀσχημόπουτσος, καὶ τὶς περιφράσεις καλιαρντὰ χαλέματα = κωλόφαγα καὶ junk food (καλιαρντοχάλω τὸ ρῆμα), καλιαρντὸ μὸλ = νερό (περίπου δηλαδὴ μαλακία ὑγρό, σὲ ἀντίθεσι πχ μὲ τὰ οἰνοπνευματώδη, ποὺ εἶναι καλὰ ὑγρά), κλπ.

Ἡ γραμματικὴ καὶ ἡ σύνταξις τῆς καλιαρντῆς εἶναι ὅπως καὶ στὸν κορμὸ τῆς νεοελληνικῆς. Ἡ συνεχὴς παραγωγὴ νέων λέξεων ἐχαρακτήριζε τὴν καλιαρντὴ μέχρι τὴν ἀκμή της· γινόταν «στὸ φτερό», κυρίως μὲ τὴ σπονδυλωτὴ σύνδεσι λέξεων. Πολλὲς φορὲς κάποιες λέξεις μπορεῖ νὰ μᾶς φαίνονται ἀνοικονόμητες, οἱ κίναιδοι ὅμως συνήθως τὶς βολεύουν, ἀλλάζοντας τὶς καταλήξεις, κόβοντας ἢ διπλασιάζοντας συλλαβές, ὥστε νὰ ἐναρμονίζωνται χωρὶς χασμωδίες καὶ περιττοσυλλαβίες μέσα στὸν ρέοντα λόγο. Γιὰ τὸν ἀδαῆ, συνεπῶς, ἡ καλιαρντὴ μοιάζει μὲ κινούμενη ἄμμο, χωρὶς ὅμως καὶ νὰ εἶναι.

Ἐπειδὴ τὸ βιβλίο τοῦ Πετροπούλου ἐξεδόθη ἐπὶ δικτατορίας (1971, ἐκδόσεις Δίγαμμα), πολλοὶ ἐσχημάτισαν τὴν ἐντύπωσι ὅτι τὰ καλιαρντὰ ἐδημιουργήθησαν ἢ πάντως ἤκμασαν τότε, λόγῳ τῶν ἀπαγορεύσεων καὶ τῆς ἠθικολογικῆς κοινωνικῆς μουτσούνας, ποὺ εἶχε ἐπιβληθῆ (Πατρίς, ΘΡΗΣΚΕΙΑ, ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ). Κάτι τέτοιο εἶναι ἀπολύτως ἀνακριβές: Διατίθεται πρὸς τεκμηρίωσιν ἡ μαρτυρία ἐμοῦ καὶ ἄλλων παλαιοτέρων, καθὼς καὶ ἡ αὐθεντικὴ καλιαρντὴ λέξις Βενιζελοδοσμένη = Κωνσταντινούπολις, ἡ ὁποία παραπέμπει στὰ γνωστὰ-ἄγνωστα γεγονότα τῆς ἐποχῆς τοῦ διχασμοῦ καὶ τῆς Μικρασιατικῆς καταστροφῆς, συνεπῶς δίνει ἕνα στοιχεῖο παρουσίας τοῦ ἰδιώματος τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ἴσως δὲ καὶ ἕνα στοιχεῖο γιὰ τὰ ἐπικρατοῦντα φρονήματα τῆς underground κοινότητος τῶν κιναίδων τότε: Ἴσως (μόνον) αὐτοὶ νὰ παρέμειναν ἀδίχαστοι, εἰς πεῖσμα τῶν Βενιζελόμουτρων (ὅρα καὶ σχόλια ὁρισμοῦ [2007] τοῦ συσλάγκου alliotikos)... Ἐπίσης τὸ ρῆμα μπαϊρακταρίζω, τὸ ψευδογαλλικὸ οὐσιαστικὸ μπαϊρακτέρ, καθὼς καὶ τὸ ποσοστιαίως μέγα πλῆθος τουρκογενῶν λέξεων, μᾶς ὠθοῦν εἰς τὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ καλιαρντὴ ὑπῆρχε, ἔστω σὲ ἐμβρυϊκὴ κατάστασι, στὴν Ἀθῆνα τοῦ 19ου αἰῶνος, εἰς βίον παράλληλον μὲ τὴν κουτσαβακικήν.

Ἡ καλιαρντὴ εἶναι ἕνα ἀρκετὰ πλούσιο, πλὴν ἐλλειπὲς καὶ ἀποκλειστικῶς προφορικὸ underground γλωσσικὸ ἰδίωμα (μὲ τὴν ἔννοιαν ὅτι δὲν ὑπάρχει καλιαρντὴ γραμματεία), μὲ καθαρῶς ἀστικὰ (τῆς πόλεως) χαρακτηριστικά. Ποτὲ δὲν ἐλειτούργησε στὴν ὕπαιθρο, ὄχι φυσικὰ διότι ἐκεῖ δὲν εἶχε κιναίδους, ἀλλὰ διότι ὁ κίναιδος τῆς ὑπαίθρου δὲν εἶχε γενικῶς τὰ μέσα νὰ θεωρητικοποιήσῃ τὸ πάθος του καί, τέλος πάντων, νὰ τὸ ἰδῇ μὲ (ψευδο;)αὐταρέσκειαν· δὲν βοηθοῦσε καὶ ὁ βαθμὸς ἀραιώσεως, γιὰ τὴν εὐδοκίμησι ἰδιώματος. Δοθέντος ὅτι ὑπάρχουν λέξεις ποὺ λοιδωροῦν τοὺς ἐπαρχιῶτες κιναίδους, πχ βλαχοντάνα, γιδοτεκνοσυντήρητη, ὑψομετροῦ, θεωρῶ ὅτι ἂν εἴχαν εὐδοκιμήσει καλιαρντὰ στὴν ὕπαιθρο, τὸτε θὰ εἶχαν λοιδωρηθῆ ὑπὸ τῶν κιναίδων τῆς (συμ)πρωτευούσης ὡς βλαχολιάρντα ἢ κάτι ἀνάλογο, τοὐλάχιστον ὡς πρὸς τὸ σκέλος τῆς προφορᾶς. Εἶναι ἀδιανόητο νὰ μὴ λοιδωρηθῇ, κραχθῇ μᾶλλον, ἀπὸ τοὺς κιναίδους τῶν ἀστικῶν κέντρων, μὲ τὴν ξενομανία των καὶ τὴν ἀπέχθεια πρὸς ὁ,τιδήποτε «paysan», ὁ κίναιδος μὲ Λαρισσαϊκὸ ἢ Ἀνωγεινὸ accent, ἐφ' ὅσον ἐκράζετο πχ ἡ λεγομένη Λαρισσινὴ μερακλοπουτάνα, γιὰ πολὺ λιγότερο χτυπητὰ χαρακτηριστικά, ἀπ' ὅτι τὰ καλιαρντὰ μὲ Λαρισσαϊκὴ (ἢ ὅ,τι ἄλλο) προφορὰ καὶ προσῳδία.

Ἐπικρατεῖ ἡ ἄποψις ὅτι ἡ καλιαρντὴ γεννήθηκε σιγὰ-σιγά, μετὰ τὴν μεταφορὰ τῆς πρωτευούσης στὴν Ἀθῆνα καὶ τὴ μεγέθυνσι τῆς πόλεως. Στὴν ἐποχὴ τῶν κουτσαβάκηδων καὶ τοῦ Μπαϊρακτάρη ἄνθισε περισσότερο, προφανῶς γιὰ προστασία τοῦ «ἀπορρήτου τῶν ἐπικοινωνιῶν» στοὺς δημοσίους χώρους, πχ Ζάππειο, πλατεία Ψυρρῆ κλπ, ὅπου συνέρρεαν ὅλοι γιὰ «καλντερίμι τῆς χαρᾶς» (ψωνιστῆρι). Ἡ ἐξέλιξις τῆς καλιαρντῆς καὶ ἡ ἀπαρτίωσις τῆς κιναιδοκοινότητος εἰς κάσταν εἶναι ὄψεις τοῦ ἰδίου κοινωνικοῦ φαινομένου. Ἐνόσῳ ὑπῆρχαν λόγοι δημιουργίας κάστας, τὸ ἰδίωμα ἐξειλίσσετο, καὶ ἐπέτεινε τὴν περιχαράκωσι· ἡ ζωντάνια τοῦ φαινομένου ἔκανε ὥστε νὰ δημιουργοῦνται νέες λέξεις. Μετὰ τὴ μεταπολίτευσι τὸ ἰδίωμα σβήνει μὲ ταχὺν ρυθμόν, διότι δὲν ὑπάρχει πλέον λόγος γλωσσικοῦ ἀφορισμοῦ καὶ αὐτοπροστασίας τῶν κιναίδων. Ἀντιθέτως μάλιστα, ἀφοῦ πλέον οἱ straight ἔχουν ἀρχίσει νὰ αἰσθάνωνται ἀπειλουμένη μειονότης.

Τὰ καλιαρντὰ ἔχουν ἰδιάζουσα προφορά, ὀρθοφωνία καὶ ὗφος. Ὁ λόγος εἶναι ἡδυσμένος καὶ ἐπιτηδευμένος, συνοδεύεται δὲ ἀπὸ διάφορες γυναικωτὲς κινήσεις, στάσεις, πόζες καὶ τζιλβέδες, ὅλα ὅμως αὐτὰ σχετίζονται μὲ τὴν ἰδιαιτέρα κουλτοῦρα τοῦ κιναίδου. Ὑπάρχουν καὶ ἐξαιρέσεις: Ὁ πουστόμαγκας δὲν ἀκκίζεται. Πετάει τὰ καλιαρντά του στρίβοντας τὴ μουστάκα του. Ἡ ἐκφορὰ τοῦ λόγου εἶναι ταχυτάτη: Ὁ ἄσχετος δὲν ἔχει καμμία τύχη. Οἱ πλεῖστοι χρῆσται εἶναι βεβαίως τόσο ἄξεστοι, ὅσο καὶ ὁ λοιπὸς ἀστικὸς μέσος ὅρος. Οἱ προχωρημένοι ἔχουν τὴν πλήρη ἐποπτεία, οἱ ἀποδέλοιποι βολεύονται μὲ καμμιὰ διακοσαριὰ λέξεις. Ἐδῶ ἐντάσσεται καὶ ἡ διάκρισις λιάρντας καὶ ντούρας λιάρντας (λατινικῶν καὶ βαθέων λατινικῶν): Χωρὶς νὰ εἶναι λόγιο κομμάτι τοῦ ἰδιώματος, εἶναι πιό παραπλανητικό, πιό εὑρηματικό, πιό εὐφυές, πιό ψαγμένο. Εἶναι ἐσωτερικό.

Λογία καλιαρντὴ δὲν ὑπάρχει. Δὲν ὑπάρχει πεζογραφία καὶ ποίησις γραμμένη ἀποκλειστικῶς στὴν καλιαρντή. Ὑπάρχουν παρὰ ταῦτα τραγούδια, κυρίως παραφθορὲς τραγουδιῶν τοῦ συρμοῦ μὲ ἄλλα ἢ μερικῶς ἀλλαγμένα λόγια, τὰ ὁποῖα τραγουδοῦσαν οἱ κίναιδοι, κυρίως στὶς ταβέρνες τους (δὲν ὑπῆρχαν τότε πουστομπάρ κττ).

Μία ἀπὸ τὶς χρήσεις τῆς καλιαρντῆς εἶναι καὶ ἡ ὑποβοήθησις τῆς ἄγρας ἐπιβήτορος. Αὐτὸ ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν πρόκλησι τοῦ γέλωτος εἰς τὸν ἀγρευόμενον, εἴτε ἐκ τῶν λόγων τῆς προηγουμένης παραγράφου, εἴτε ἀκόμη καὶ τῆς ἀμηχανίας εἰς τὴν ὁποίαν περιέρχεται, μὴ ἀντιλαμβανόμενος τί τοῦ μπενάβει ἡ κροτάλω.

Στὴ δεκαετία τοῦ '50 ἄρχισε ἡ καλιαρντὴ νὰ γίνεται μόδα, ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ τοὺς λεγομένους καλλιτεχνικοὺς κύκλους. Ἐπειδὴ ὁ μικροαστὸς τείνει νὰ χώνῃ τὴ μουσοῦδα του παντοῦ, δὲν γλίτωσαν οὔτε τὰ καλιαρντά, οὔτε τὰ κουτσαβάκικα, οὔτε τὰ ρεμπέτικα, οὔτε τίποτε. Μέχρι καὶ γκομινάκια ψέλιζαν καλιαρντολεξοῦλες μὲ προκλητικοεπιδεικτικὸ τρόπο στὰ '70ζ-'80ζ, συντελεσάσης καὶ τῆς ἐκδόσεως τοῦ Πετροπούλου. Ἡ καταγραφὴ σημαίνει διάσωσι, ἀλλὰ καὶ διάδοσι καὶ φθορά, καὶ παρακμή. Οὐδὲν καλὸν ἀμιγὲς κακοῦ (καὶ τοὔμπαλιν). Ἡ φθοροποιὸς ἐπίδρασις τῶν μικροαστῶν ἔγκειται εἰς τὸ ὅτι δὲν γεννοῦν τίποτε. Ἁπλῶς καταναλίσκουν. Ὅ,τι πιάνουν γίνεται στάχτη καὶ μπούρμπουλη (ἐκ παραφθορᾶς τοῦ λατινικοῦ pulver=σκόνη), ἀκριβῶς διότι ὅ,τι δὲν (ἀνα)γεννᾶται, θνήσκει. Ἀνακατεύτηκε ἡ κοινωνία, ἐδόθησαν «τὰ ἅγια τοῖς κυσί», φάνηκε καὶ τὸ AIDS, ἀπενοχοποιήθηκε ἡ πουστία, χάθηκαν τὰ καλιαρντά. Τὰ σήμερα λεγόμενα καλιαρντὰ τοῦ Ψινάκη κλπ (δὲν ἔχω τπτ μὲ τὸν ἄνθρωπο, σοβαρὸς ἐπαγγελματίας εἶναι, μέχρι καὶ ὁ Καρατζαφέρης τὸ λέει) δὲν μποροῦν νὰ συγκριθοῦν μὲ τὰ veritable: Εἶναι ξεπεσμένα, λεξιπενικὰ καὶ ψευτισμένα, ὅπως καὶ ὅλα τὰ ἄλλα τοῦ τέλους ἐποχῆς (ὅρα καὶ ὁρισμὸ [2008] τοῦ συσλάγκου Papara). Δὲν διασώζουν τίποτε ἄλλο, παρὰ τὸ ὗφος καὶ τὴν τσαχπινιὰ τῶν καλιαρντῶν, μεταφυτευμένα βεβαίως στὸ σύγχρονο πλαίσιο τῆς ὑστέρας ἐποχῆς.

Ἔγραφον κατὰ παραγγελίαν καὶ ἐνθάρρυνσιν Vrastaman.

.

Χάρρυ Κλυνν, Ένας πούστης να μιλήσει. (από patsis, 10/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται ἴσως διὰ τὸ γνωστότερον καὶ παλαιότερον κράξιμον, εἰδικῶς διὰ κιναίδους, τὸ ὁποῖο δὲν ἀκούεται πλέον, μιᾶς καὶ τὰ πράγματα ἤλλαξαν πρὸς τὸ πουστότερον. Ἡ κανονικὴ ἐκφορά του εἶναι ἀρχικῶς μακρόσυρτος, μὲ αὔξουσαν ἔντασιν καὶ ὄξυνσιν τῆς ποιότητος τῆς πρώτης συλλαβῆς, παρὰ τὴν περισπωμένην, ἥτις ἐδῶ τυπικῶς μόνον τίθεται: «Συυυυυυυυυῦκα!!!!! Καλὲ συυυυυυυυυῦκα!!!!!». Συναφὴς καὶ ἡ ὀλιγότερον εὔχρηστος ἐκφώνησις: «Τσαπέέέέλες!!!!!». Παραλλαγὴ εἰς τύπον μιλητοῦ κραξίματος μεγαλοφώνως, διὰ κάρφωμα: «Πάρε μιὰ συκιά ἐκεῖ, ρέ! Σὰ δὲ ντρεπόμαστε λέω ‘γώ· συυυῦκα, μωρή! »

Παρά τὰς μακροχρονίους ἐρεύνας μου, ὁ τρόπος συσχετίσεως τοῦ σύκου καὶ τῆς συκέας μὲ τὸν κίναιδον παραμένει ἄδηλος. Συμφώνως πρὸς ἐξεζητημένην τινα ἐκδοχήν, τὴν ὁποίαν θέτω εἰς τὴν κρίσιν τοῦ σλαγκεπωνύμου πληρώματος ἐλλείψει ἄλλης καλλιτέρας, τὸ ὥριμον καὶ μελίρρυτον σῦκον, τοῦ ὁποίου ὁ ἰξώδης χυμὸς προβάλλει αἰδημόνως ἀπὸ τὴν μικρὰν ὀπὴν εἰς τὸ κάτω μέρος τοῦ καρποῦ, παρομοιάζεται μὲ τὸν κίναιδον, τοῦ ὁποίου ἔχει κατέβει ἡ γλύκα πίσω εἰς τὴν ροδέλαν καὶ ὑπερχειλίζει. Ἡ ἔρευνα συνεχίζεται.

Τὸ παραδοσιακὸν κράξιμον ὑπῆρξε μεγάλη ἀτραξιὸν κατὰ τὸ παρελθόν. Ὑπὸ τὴν ἤδη ἐκτεθείσαν μορφήν του ἦτο καλόηθες καὶ ἀναμενόμενον ὑφ’ ὅλων τῶν δεδηλωμένων ἀδελφῶν ψυχῶν. Εἶναι σφᾶλμα νὰ πιστεύεται ὅτι ἡ κραζομένη κροτάλω, λουμπίνα, ἐτροῦσκα, τζαζκαραμπαζοῦ κλπ δυσηρεστεῖτο ἢ ἀλλέως πῶς ἔφερε τοῦτο βαρέως. Τοὐναντίον μάλιστα, ὑπέφερε μέχρι καταθλίψεως, μετὰ συναισθημάτων ἀναξιότητος καὶ μηδενισμοῦ, ἂν δὲν ἐκράζετο ἐπαρκῶς, ἢ ἐκράζετο ἀποκλειστικῶς ὑπὸ τῆς μαρίδας: Τοῦτο ἐσήμαινε ὅτι διήρχετο ἀπαρατήρητος. Μπορεῖ νὰ λεχθῇ μὲ μεγάλην ἀσφάλειαν ὅτι ὁ συνήθης κίναιδος τοῦ δρόμου ἔζη διὰ τὸ κράξιμον. Κατὰ συγγνωστὴν παράφρασιν τῆς Καρτεσιανῆς ρήσεως θὰ ἠδύνατο νὰ λεχθῇ «Κράζομαι, ἄρα ὑπάρχω (καὶ διεγείρω τὰ πάθη καὶ τοὺς (ὁμο)φόβους τοῦ ὁμοφύλου πλήθους)». Μόνον αἱ κρυφαὶ δὲν ἔτεινον εὐήκοον οὖς εἰς τὰ κραξίματα, συνεσταλμέναι γάρ, ἐνίοτε δὲ καὶ βιρτζινόλουμπαι, ἄλλαι δὲ ἔτι ἐντὸς τοῦ φοριαμοῦ διατελοῦσαι (ἑλληνιστὶ in the closet). Εἴς τινας βεβαίως περιπτώσεις, ἐμπνευσμένον τι κράξιμον εἶναι βέβαιον ὅτι θὰ ὤθησε κρυφάς τινας νὰ ἐξέλθωσι τοῦ ἀσφυκτικοῦ καὶ πνιγηροῦ φοριαμοῦ των καὶ νὰ εἰσέλθωσι εἰς τὸ ταράφιον, καθιστάμεναι βαθμηδὸν γκρὰν ταραφόλουμπαι.

Τὸ κράξιμον βεβαίως ἠδύνατο νὰ λάβῃ πολλὰς ἄλλας μορφάς, ἄλλας κλιμακηδὸν καὶ ἄλλας ἐξ ἀρχῆς ὑψηλῆς ἐντάσεως. Μία ἀρκούντως συνήθης κλιμάκωσις ἐπήρχετο κυρίως μετὰ τὴν ἀπάντησιν τοῦ κιναίδου διὰ σκώματός τινος ποικίλης δηκτικότητος, ἐνίοτε δὲ ὑψηλῆς αἰσθητικῆς. Ἡ ἀπάντησις συνωδεύετο ὑπὸ ἐπιτάσεως τῶν κουνημάτων καὶ τοῦ φιλαρέσκου ἀκκισμοῦ, πρὸς ἄφατον τέρψιν τοῦ φιλοθεάμονος κοινοῦ, τὸ ὁποῖον ἔκραζε:
«Σκωτῶστε την μὲ λουκουμόσκονη» ἢ «Πνίχτε την μὲ...» ἢ «Πνίχτε την στὴ....». Μέχρις ἐκεῖ τὰ πράγματα ἔβαιναν ὁμαλῶς καὶ ὅλοι ἀπελάμβαναν τὸ μερίδιόν των ἐκ τοῦ συμβάματος (ἑλληνιστὶ happening).

Ἄλλο κράξιμον, ἰδιαιτέρως ἀξιομνημόνευτον, ἤρχιζε σταθερῶς μὲ τὸ «Ἀλάργα μωρὴ ....» καὶ προσετίθεντο κατὰ τὸ δοκοῦν καὶ τὴν περίστασιν τὰ «σκατόπουστα», «καραλούμπω», «λουμπινίστρα» (< λουμπίνα + κουνίστρα), «ξεκωλιάρα πριγήπισσα» καὶ ἄλλαι παρόμοιαι κακοήθειαι. Εἰς περίπτωσιν δὲ προκλητικῆς ἀπαντήσεως, ὑπερβαινούσης τὰ ἐσκαμμένα καὶ δηλούσης διάθεσιν ἀντιπαραθέσεως πρὸς τὸ κοινόν, ἐνίοτε, ἐλλείψει προχείρου λουκουμοκόνεως, ἤρχιζεν ὁ ἐσφενδονισμὸς ὀπωροκηπευτικῶν καὶ δή ὑπερωρίμων ἢ ἤδη σεσηπότων, ἐξ οὗ καὶ ἡ κλασσικὴ ἔκφρασις «μᾶς πήρανε μὲ τὰ σάπια». Ἡ παρέμβασις τῆς ρούνας (ἀστυνομίας) κατέληγε συνήθως τὴν ἐποχὴν ἐκείνην εἰς μᾶλλον αὐθαίρετον σύλληψιν τοῦ κιναίδου διὰ διέγερσιν τοῦ πλήθους, διὰ προσβολὴν δημοσίας αἰδοῦς, ἀλλὰ καὶ διὰ προστασίαν τῆς πέτρας τοῦ σκανδάλου, ὁπότε καὶ ἐτζάζετο εἰς τὸ ρουνάδικο διὰ ρεβύ [< (γαλ.) revue = ἐπιθεώρησις, ἐξακρίβωσις στοιχείων εἰς τὸ τμήμα). Ὑπῆρξε βεβαίως καὶ μία ἀρκούντως μαύρη ἐποχή (1959-1983), κατὰ τὴν ὁποίαν ἴσχυσε ὁ περιβόητος νόμος 4000, περὶ τεντυμποϊσμοῦ, ὁπότε ἦτο δυνατὸν νὰ συλληφθοῦν καὶ οἱ λόγῳ καὶ κυρίως ἔργῳ κράζοντες.

  1. Συυυυυυυυυῦκα!!!!! Καλὲ συυυυυυυυυῦκα!!!!!

  2. Τσαπέέέέλες!!!!!

  3. Πάρε μιὰ συκιά ἐκεῖ, ρέ! Σὰ δὲ ντρεπόμαστε λέω ‘γώ· συυυῦκα, μωρή!

προφάνουσλυ (από dryhammer, 14/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

κίναιδος. Καλιαρντὴ λέξις, διεισδύσασα καὶ στὴν κοινὴ νεοελληνική.

Πιθανὴ ἐτυμολογία ἀπὸ τὸ «κολομπίνα», διὰ παραφθορᾶς. Ὡς γνωστόν, στὰ καρναβάλια, γαϊτανάκια κτλ εἶχαν οἱ κίναιδοι πρωτοκαθεδρία, τοὐλάχιστον πρὸ τῆς «θεσμοθετήσεως» τῶν πουστοπαρελάσεων.

Μερικοὶ νεώτεροι παραπλανητικοὶ τύποι:

  • Λοῦμπα, κατ' ἀναλογίαν τοῦ κουφάλα > κόφα τῆς κουτσαβακικῆς.
  • Λούμπω, παρομοίως, ἀλλὰ μὲ ἐναλλακτικὴ θηλικὴ κατάληξι κατάληξι, κατὰ τὸ Μάρω κλπ.
  • Λουμπέσκω, μὲ ψευδορουμανικὴ κατάληξι.
  • Λουμπουνιά, ἐπὶ τὸ χονδροειδέστερον. Νὰ μή συγχέεται μὲ τὸ
  • λουμπινιά = πουστιά, κυρίως μεταφορικῶς.

Λουμπινίστικα καὶ Φραγκολουμπινίστικα εἶναι τὰ καλιαρντά.

Σημ. Οἱ λέξεις λοῦγκρα, λουγκρέτα, λουκρητία κλπ, ἐνῷ ἔχουν ἴδιο νόημα καὶ ἐπίσης ἀρχίζουν μὲ λου, δὲν φαίνεται νὰ συνδέονται ἐτυμολογικῶς. Τὸ λουκία (μὲ μικρὸ λ) εἶναι ἄσχετο καὶ σημαίνει γυναῖκα ἐλαστικῶν ἠθῶν.

Κυριότερη χρῆσις εἶναι σὲ ἀγοραῖα κραξίματα τοῦ τύπου:

«Ἀλάργα μωρὴ λουμπίνα (λοῦμπα κλπ)»

Τὸν τύπο «λουμπέσκω» ἔχω ἀκούσει μόνο σὲ ἀφηγηματικὸ λόγο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified