Όπως περιγράφει ένας φίλος η λέξη καρναβάλι μεταφορικά χρησιμοποιείται για να περιγράψει άνθρωπο γελοίο, που δεν μπορείς να πάρεις στα σοβαρά αυτά που λέει, τον τρόπο που συμπεριφέρεται ή ακόμη και τον τρόπο που ντύνεται.

Όταν κάποιον τον αποκαλούμε καρναβαλιστή, τα παραπάνω ισχύουν στον υπερθετικό βαθμό, διότι ο άνθρωπος δεν είναι απλό καρναβάλι, αλλά συμμετέχει και σε ομάδα που λαμβάνει μέρος σε παρέλαση.

-Τι μαλακίες λες βρε καρναβαλιστή;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην μορφή την καλαφάτισα: Την πήδηξα, την διακόρευσα, την έσκισα.

-Πώς πέρασες το χτεσινό βράδυ με την τύπισσα;
-Καλά, την καλαφάτισα!

Πασπάτης-Καλαφάτης (Βεγγος-Σταυρίδης), στην ταινία :Οι δοσατζήδες   (από GATZMAN, 12/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν άλλα περιμένουμε και άλλα... καλύτερα μας έρχονται.

Σε blind date, είσαι έτοιμος για τα χειρότερα.
Εμφανίζεται όμως τρελό μωρό. Οπότε λες...

Κοίταξε να δεις... Ψωμί ζητήσαμε, τυρί μας ήρθε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η άξια να γαμηθεί γκόμενα. Το επόμενο στάδιο της αξιαγάπητης!!!

- Πως σου φαίνεται η τύπισσα;
- Αξιογάμητη...

!!!!!! (από GATZMAN, 12/10/09)(από GATZMAN, 12/10/09)

Βλέπε και αξιαγάμητος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατόρθωμα της πλάκας, της πούτσας.

Η λέξη είναι προσωπική δημιουργία. Την χρησιμοποιώ και θα ήθελα να γίνει πανελληνίως γνωστή. Θέλω να συμβάλω και εγώ στον εμπλουτισμό της γλώσσας του Σωκράτη, του Περικλή, του Μάκη, του Νίκου!!!

— Νικήσαμε 3-0 τον.....(όνομα ομάδας)
— Μεγάλο σκατόρθωμα!!! Αυτούς τους κερδίζαμε και εμείς οι άμπαλοι.

Δες και σκαταλαβαίνω, σκατάσταση, σκατούρημα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος πολύ σίγουρος για τον εαυτό του, κάνει επίδειξη της δύναμης και της έλλειψης φαιάς ουσίας του σε γνωστούς και αγνώστους, αλλά και σε υφισταμένους. Μιλάμε για πολύ μάγκα... Ο τύπος είναι τόσο σίγουρος για τον εαυτό του, για την δύναμη και την εξουσία του που τα αρχίδια του αφήνουν γραμμή πίσω του καθώς περπατά. Τα σέρνει, σε λέω.

Τον έχετε σίγουρα δει σε κάποιο στρατόπεδο στον ρόλο του παλιού ή του στρατιωτικού, ενώ το είδος ευδοκιμεί στα μέρη μου, Σαλονίκη σε λέω (Τούμπα, Χαριλάου και περίχωρα) να λέει τέτοιες παπαριές όταν σταματήσει να γρυλίζει.

Την συγκεκριμένη έκφραση την έχω ακούσει στον Έβρο.

Όπως πρωτοάκουσα την έκφραση, από αξιωματικό.

- Τί κάνετε εδώ ψάρακες;
- Καθαρίζουμε κύριε διοικητά
- Άμα σε κεράσω κανένα χαστούκι μαλάκα, θα μάθεις να μου λες παπαριές...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν το παρουσιαζόμενο ως μεγάλο επίτευγμα, τελικά δεν είναι και τόσο σημαντικό.

Βλ. και σκατόρθωμα.

Μεγάλα παιδιά είστε, δεν χρειάζεστε παραδείγματα.

Δες και Κουραδόκαστρο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρόπος να ρωτήσουμε αν έχει επιτευχθεί η προσδοκώμενη συνουσία μεταξύ 2 ατόμων (ετεροφυλόφιλων).

Υποδηλώνει την φυσιολογικότατη εξέλιξη μιας νέας σχέσης, κατά τον ίδιο τρόπο που ο φρέσκος κολιός γίνεται ξιδάτος, αμέσως μετά την αλίευσίν του.

Αυτό που με προβληματίζει όμως, είναι ότι συνήθως το μέγεθος του κολιού είναι ιδιαίτερα μικρό. Θα μπορούσε ο ερωτώμενος να την δει κι αλλιώς δηλαδή.

Τέλος πάντων, ας παρεξηγηθεί ο ερωτώμενος...

- Πότε την γνώρισες την κοπελιά;
- Χτες σε λλλέω, στην μπαρότσαρκα.
- Μπήκε ο κολιός στο ξίδι, ή δεν πρόλαβες ακόμα;
- Μπαρότσαρκα έκανα, όχι μπουρδελότσαρκα, κουλάρισε μαν!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο χαζός, χαζοχαρούμενος, «ελαφρύς».
Δες και σερσερής, αβανάκης.

Αυτός ο Νίκος, πολύ χαζλαρής είναι ρε φίλε

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μετά την συγκομιδή των καπνών ακολουθεί μια ειδική επεξεργασία τους που ονομάζεται παστάλιασμα. Τα φύλλα του καπνού, ένα προς ένα ξεχωρίζονται και τοποθετούνται πάνω σε ντάνες, συνήθως αφού τρυπηθούν από μια βέργα. Η λέξη χρησιμοποιείται για τους ανθρώπους που μαζεύουν μετά μανίας φράγκα, χωρίς να τα ξοδεύουν, με άλλα λόγια είναι τσιγκούνηδες

- Πόσα λεφτά βγάζει αυτός ρε;
- Πάρα πολλά, αλλά ζει σαν καρμίρης, δεν ξοδεύει τίποτα. Μόνο να τα πασταλιάζει ξέρει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified