Αυτός που δεν γαμάει καθόλου, αλλά φαντασιώνεται ότι όλη μέρα κάνει μόνο αυτό και το καυχιέται στους κολλητούς αερογάμηδες... Συναντάται σε νεαρές ηλικίες κάτω από τα δεκαπέντε όπου η μαλακία πάει σύννεφο και όλοι καυχιούνται ότι πηδάνε όλο το σχολείο...

Συζήτηση Γυμνασιόπαιδων:

- Εχθές μαλάκα γάμησα την Σούλα και μετά την Μαιρούλα. Άσε που το βράδυ μου έκανε πίπα μια φίλη της μαμάς μου....
- Πού να δεις εγώ που πήγα στης θείας μου της Καίτης και μου άνοιξε η υπηρέτρια και την πήρα από πίσω, μετά στο τρένο γνώρισα μια υπερμουνάρα γύρω στα τριάντα και κατεβήκαμε στο Ηράκλειο και την πήρα στις τουαλέτες του δήμου...

(από BuBis, 20/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέρα από γνωστός τραγουδιστής είναι συνώνυμο του ξενέρωτου δακρύβρεχτου και δήθεν ρομαντικού τραγουδιστή που νομίζει ότι αγγίζει τις ψυχές των ανθρώπων, ενώ το μόνο που αγγίζει είναι τις τσέπες των κορόιδων που πάνε και τον ακούνε ζωντανά (τρόπος του λέγειν ζωντανά).

Συνώνυμα:
Χούλιο Ιγκλέσιας (Ο Λατίνος Πάριος)
Barry White (Ο Μαύρος Πάριος)

Ποιος είναι αυτός ρε Μαργαρίτα....;;; Κι άλλος Πάριος μας βρήκε... Τι στίχος είναι πάλι τούτος... «πιο καλή η μοναξιά», «λίγα λουλούδια για σένανε γλυκιά μου»... Απαπαπαπα άλλαξε σταθμό. Καλύτερα να ακούσουμε εκκλησία FM.

Πάριος της ροκ (από Khan, 16/08/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος άνδρα που ψάχνει θέση για παρκάρισμα (συνήθως πρωινές ώρες) και του παίρνουν τις θέσεις μόνο γυναίκες με smart και c1. Οπότε αρχίζει τα χριστοκάντηλα.

Γενικότερα μισεί τις γυναίκες οδηγούς καθώς θεωρεί ότι τους λείπει το DNA της οδήγησης.

Ψάχνοντας μιά θεσούλα και ενώ έχει αργήσει στο γραφείο, βγαίνει από στενό c1 με γκομενάκι με τσίτα Rihanna, και στο χέρι κινητό και στο άλλο freddo.
- Καλά μωρή μπαζοκλανιά, γιατί δεν κάθεσαι στο σπίτι σου να τηγανίσεις κανέναν κεφτέ όπως έκανε η γιαγιά σου, αντί να έρχεσαι και να πιάνεις την θέση ΜΟΥ;
- Μα....
- Τι μα και ξεμά μωρή άσχετη που θες και τιμόνι ενώ δεν έχεις έξτρα χέρια να το πιάνεις;
- Μα, πάω στη δουλειά μου.
- Η δουλειά σου είναι στην κουζίνα και στο μπάνιο του σπιτιού. Άσε το τιμόνι για τους άνδρες.
- Θεέ μου, σε τι μισοδηγύνη έπεσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αναφέρουμε για να τονίσουμε την απουσία καθαριότητας από ένα μέρος, σπίτι συνήθως, όπου τελευταία φορά που σκούπισε άνθρωπος ήταν αμέσως μετά το τελείωμα της οικοδομής. Πέρα από αχούρι σε θέματα ακαταστασίας, στο μέρος αυτό έχουν κάθε χρόνο τα παγκόσμια συνέδρια τους κατσαρίδες και ποντίκια. Η μπόχα, δε,φτάνει στα 2 παρακείμενα οικοδομικά τετράγωνα.

- Ρε πάμε να κάτσουμε στου Γανυμήδη να παίξουμε και κανένα pro;
- Εγώ στον μικροβιότοπο με τις Τερέζες και τον Ρατατούη δεν πάω.. τράβα μόνος σου και πάρε και μια μάσκα χημικών αερίων.

http://www.microbioland.com/ (από dryhammer, 15/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκείνος που δεν έχει πλήρη στύση κατά τη διάρκεια της ερωτικής επαφής με κύρια αιτία το άγχος.

-Τι έγινε ρε φίτσουλα εχθές με το Κατερινάκι...
-Άσε ρε Κώστα, ήμουν μέσα στο άγχος και κατέληξα μελάτος πάνω στο καλύτερο...

Βλέπε και μαλακοκαύλης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και να 'ούμε, ας 'ούμε.

Φρασεολογία που χρησιμοποιείται πάρα πολύ από ανθρώπους με φτωχό λεξιλόγιο και είναι ο στάνταρ σύνδεσμος μέσα στις προτάσεις τους για να πουν και να εννοήσουν τα πάντα. Μέσα σε κάθε πρόταση θα βρείτε τουλάχιστον 3 με 4 «να πούμε». Ξεκίνησε σαν ένας τρόπος να μιλήσεις μάγκικα στις παλαιότερες γενιές.

  1. Γιατί εγώ να πούμε και τη βγάζω να πούμε έξω και της πληρώνω το χόντο να πούμε και στα μπουζούκια να πούμε την πάω...

  2. Κοίταξε ας 'ούμε ο Τάκης να 'ούμε είναι καλό παιδί και θα βρει να 'ούμε μια κοπέλα της προκοπής να ανοίξουνε ας 'ούμε ένα σπιτικό.

Χάρρυ Κλύνν και πάσης ελλάδος να πούμε... (από vikar, 26/07/10)

Βλ. και ασμ, νταξναούμ, άμα λάχει (ναούμ').

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος δημοσίου υπαλλήλου, γυναικείου φύλου, που συναντάται κυρίως σε δημόσιες υπηρεσίες, όπως σε πρωτόκολλα υπουργείων και γραμματείες.

Το είδος αυτό ανήκει στην κατηγορία των αγενεστέρων εκ των δημοσίων υπαλλήλων και πάντα σου απαντά χωρίς να σε κοιτάζει. Συνήθως κοιτάζει προς τα πάνω με βλέμμα κενό ενώ πληκτρολογεί σε γραφομηχανή παλαιού τύπου με σύστημα didacta. Η χροιά της φωνής της δε, θυμίζει έντονα τον θρύλο της soul μουσικής Ray Charles, στο πιο χωριάτικο βέβαια. Οι 2 τελευταίες αναφορές μάς οδηγούν στο συμπέρασμα του παραπάνω ορισμού.

Αποφύγετέ τις όπως ο διάολος το λιβάνι.

– Άσε με ρε Λευτέρη πήγα στο υπουργείο και ήταν μια Ρεητσαρλίνα στην γραμματεία που ήθελα να την πετάξω από τον 3ο την άτιμη. Δεν με κοίταξε ούτε μια στιγμή, μόνο γρύλιζε ότι δεν είναι αυτή «Πληροφορίες» και πληκτρολογούσε ατάραχη.
– What'd I say ρε Γιώργο, αυτή τους έχει γραμμένους όλους και κάνει και τον διευθυντή. Οι Ρεητσαρλίνες είναι από τις παλαιότερες φάρες του δημοσίου τομέα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σταυρόλεξο που μας κρατάει παρέα κατά τη διάρκεια της αφόδευσης.

ρήμα: χεζολύνω (λύνω χεζόλεξο)

«Μονάρχης της Ουγκάντα», φώναξε ο Κώστας από την τουαλέτα.

«Αμιν Νταντά», του απάντησα. Πάλι είχε πλακωθει στο χεζόλεξο και άντε να τον βγάλεις από 'κει.

Βλ. και χεστικό, χεσύντροφα, έντυπα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ανατριχίλα που σου έρχεται με το που μυρίσεις μέσα στο τρένο Πακιστανό/Κούρδο/Μουσουλμάνο γενικά που πλύθηκε τελευταία φορά στο περσινό ραμαζάνι, πότη που τα τσούζει από το πρωί ή κυριούλη/κυριούλα που έχει τσακωθεί με το σαπούνι ή πιστεύει ότι σαπούνι είναι περιοχή στην Αφρική. Η τρενιχίλα είναι πολύ έντονη τις πρωινές και μεσημβρινές ώρες του καλοκαιριού... Υπομονή θα κατέβετε.

- Μπήκα που λές στη Βικτώρια και μου ήρθε μια τρενιχίλα άνευ προηγουμένου. Ήταν μέσα 2 διμοιρίες Κούρδοι εργάτες και ένας μπεκρούλιακας. Έφριξα μέχρι να κατέβω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εστιατόρειο στη μέση του πουθενά που έχει σύμβαση αορίστου χρόνου με τα ΚΤΕΛ και σερβίρει φαγητά αμφιβόλου ποιότητας και γεύσης.

Καθώς περνάγαμε από το Τραγοπήδημα, ο οδηγός σταμάτησε σε ένα ΚΤΕΛιατόρειο κι έφαγα έναν μουσακά μέσα στο γράσο... Ποτέ ξανά.

Got a better definition? Add it!

Published