Ο καψούρης και κλάψας μαζί.

Ο κλαψούρης είναι ο τύπος ο οποίος χρησιμοποιεί την ικανότητά του να φαίνεται συγκινημένος και την δυνατότητα να κλαίει, πάνω που έχει χάσει το παιχνίδι με την εκάστοτε γυναίκα. Απώτερος σκοπός του κλαψούρη είναι η ερωτική συνεύρεση. Μπορεί να γίνει λιώμα προκειμένου να πετύχει τον στόχο του.

Ο κλαψούρης έχει πάντα μαζί του κολλύριο tears, για να βοηθάει σε περίπτωση που δεν κατεβαίνει το κλάμα.

Ο Μήτσουρας βγαίνει εδώ και καιρό με τη Γωγώ κι εκείνη ήταν έτοιμη να τον στείλει γιατί τον νόμιζε αναίσθητο, αλλά ο πονηρός το γύρισε σε κλαψούρης κι εκείνη έπεσε αμέσως μόλις τον είδε να βουρκώνει με τον Τιτανικό. Τι κάνει ο άνθρωπας για να πηδήξει...

Got a better definition? Add it!

Published

Εστιατόρειο στη μέση του πουθενά που έχει σύμβαση αορίστου χρόνου με τα ΚΤΕΛ και σερβίρει φαγητά αμφιβόλου ποιότητας και γεύσης.

Καθώς περνάγαμε από το Τραγοπήδημα, ο οδηγός σταμάτησε σε ένα ΚΤΕΛιατόρειο κι έφαγα έναν μουσακά μέσα στο γράσο... Ποτέ ξανά.

Got a better definition? Add it!

Published

Παρουσιαστής talk show ή κοινωνικού περιεχομένου εκπομπής με τάση να μην αφήνει τους καλεσμένους του να μιλήσουν, να τα ξέρει όλα πριν του τα πει κανένας, να διακόπτει για διαφημίσεις όποτε δεν τον συμφέρει ο διάλογος και γενικά να διαμορφώνει απόψεις σε ανθρώπους κατώτερης πνευματικής ικανότητας και να προκαλεί την σιχαμάρα στους υπόλοιπους.

-Ή κλείσε την τηλεόραση, ή βάλε κανένα dvd γιατί δεν την παλεύω με όλους τους Τηλευαγγελομικρουτσικαυτιάδες που μας δουλεύουν όλη μέρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σταυρόλεξο που μας κρατάει παρέα κατά τη διάρκεια της αφόδευσης.

ρήμα: χεζολύνω (λύνω χεζόλεξο)

«Μονάρχης της Ουγκάντα», φώναξε ο Κώστας από την τουαλέτα.

«Αμιν Νταντά», του απάντησα. Πάλι είχε πλακωθει στο χεζόλεξο και άντε να τον βγάλεις από 'κει.

Βλ. και χεστικό, χεσύντροφα, έντυπα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέρα από γνωστός τραγουδιστής είναι συνώνυμο του ξενέρωτου δακρύβρεχτου και δήθεν ρομαντικού τραγουδιστή που νομίζει ότι αγγίζει τις ψυχές των ανθρώπων, ενώ το μόνο που αγγίζει είναι τις τσέπες των κορόιδων που πάνε και τον ακούνε ζωντανά (τρόπος του λέγειν ζωντανά).

Συνώνυμα:
Χούλιο Ιγκλέσιας (Ο Λατίνος Πάριος)
Barry White (Ο Μαύρος Πάριος)

Ποιος είναι αυτός ρε Μαργαρίτα....;;; Κι άλλος Πάριος μας βρήκε... Τι στίχος είναι πάλι τούτος... «πιο καλή η μοναξιά», «λίγα λουλούδια για σένανε γλυκιά μου»... Απαπαπαπα άλλαξε σταθμό. Καλύτερα να ακούσουμε εκκλησία FM.

Πάριος της ροκ (από Khan, 16/08/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λεκές από κουνούπι ή σκνίπα συνήθως τους καλοκαιρινούς μήνες.

Ο Αγησίλαος είχε γεμίσει τους τοίχους κουνουπέδες μέσα στο δωμάτιο που κοιμόταν. Λογικό, τον είχα καταφάει τα άτιμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουρώ ενώ έχω στύση, συνήθως τις πρωϊνές ώρες και μέχρι τα 40 συνήθως το πολύ.

- Ο Μήτσουρας από μικρός έτρεχε στο μπάνιο για να ουρήσει πρωί πρωί και τελικά πάντα καυλουρούσε γιατί ήταν στα ντουζένια του, 16 χρονών παιδάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος γυναίκας το οποίο κατέχει αισθητική και ομορφιά γ' κατηγορίας και μπορεί μόνο να δουλέψει σα μανεκέν/μοντέλο για μπουζόκλειδα, βλαχοπρίονο, τηγάνι τεπανιάκι. Οτιδήποτε κιτς της ταιριάζει. Είναι επίσης ιδανική για οποιαδήποτε περίπτωση διαφήμισης για το ΠΡΙΝ παράθυρο/περίπτωση.

-Την είδες την καινούργια τύπισσα που χτύπησε ο Τάκης από το chat;
-Όχι για πες...
-Τρομερό μπουζόκλειδο, άμα παντρευτούνε ποτέ, μόνο τον Τάκη θα φιλάνε οι καλεσμένοι.

Got a better definition? Add it!

Published

Άνδρας ή γυναίκα γύρω στα 50 που νομίζει ότι μπορεί να κάνει ό,τι έκανε στα 20 και να κρίνει και τους υπόλοιπους ότι γεράσανε.

«Άσε τι γυναίκες μου την έπεσαν εχθές το βράδυ εμένα και του Μπάμπη..».
«Ίσα μωρή γερούτσα που τον έχεις χάσει απο την κοιλιά που έχεις κάνει», αποκρίθηκε ο Υάκινθος, συμφοιτητής του στο Πολυτεχνείο το '73.

Got a better definition? Add it!

Published

Εκείνος που δεν έχει πλήρη στύση κατά τη διάρκεια της ερωτικής επαφής με κύρια αιτία το άγχος.

-Τι έγινε ρε φίτσουλα εχθές με το Κατερινάκι...
-Άσε ρε Κώστα, ήμουν μέσα στο άγχος και κατέληξα μελάτος πάνω στο καλύτερο...

Βλέπε και μαλακοκαύλης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified