Το χοντρό ρεζίλι, κράμα του ρεντίκολο και της ρόμπας. Ηχητικά συνδυάζει και την «κότα» με την έννοια του δειλού, π.χ. «μας είδαν πολλούς και την κάνανε, ρεντικότες σου λέω».

Ρεντικότα κυριολεκτικά σημαίνει το πανωφόρι της ιππασίας (riding coat) και στην Ελλάδα το χρησιμοποιούσαν οι παλιότεροι, αλλά και τώρα, ως άλλη λέξη για κάποιο είδος ελαφρού πανωφοριού, κάτι σαν άνορακ, καμπαρντίνα κλπ.

  1. Πήγαμε με τα σπορτέξ και ήταν όλοι πακέτοι και κουστουμάτοι. Ρεντικότες γίναμε, άστα σου λέω.

  2. Όλο το πρωί κυκλοφορούσα με τα μαγαζιά ανοιχτά, ρε μαλάκα. Με είδε η Δέσποινα και μου λέει: «ρε συ τι παριστάνεις με το φερμουάρ ανοιχτό;». Άστα, δικέ μου ρεντικότα έγινα.

Ρεντικότα (από panos1962, 28/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επονείδιστη πράξη, άγος. Κάθε τι που μειώνει ή καταρρακώνει την αξιοπρέπεια του «δράστη», είτε πρόκειται για φυσικό πρόσωπο, είτε για υπηρεσία, είτε για οποιαδήποτε κατάσταση μας δημιουργεί πρόβλημα ή αμηχανία.

  1. Του είχα δανείσει δυο χιλιάρικα και με είχε κλασμένο πέντε μήνες. Προχθές του το θύμισα και μου ζήτησε και τα ρέστα! Κωλοπρέπεια, ρε μαλάκα, τι να πω...

  2. Πήγα στην εφορία και της λέω της χοντροκώλας να μου δώσει δυο τρεις μέρες καιρό γιατί έτρεχα τη μάνα μου στα νοσοκομεία, και μου λέει: «ας πρόσεχε»! Κωλοπρέπεια, ρε συ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καρεκλοκένταυρος, ο κλασικός δημόσιος υπάλληλος, αλλά και ο διευθυντής, γενικά αυτός που κατέχει κάποια θέση σε υπηρεσία ή φορέα δημόσιο ή ιδιωτικό, π.χ. έφορος, διευθυντής τράπεζας κλπ.

  1. Ρε μαλάκα, σου λέω γίναμε ρεζίλι, πήγαμε με τα σπορτέξ και μέσα ήταν γεμάτο κουστουμάτους και καρεκλάτους, διευθυντές και τέτοια. Όλοι πακέτοι και μεις ρέστοι· ρεντικότες γίναμε σου λέω!

  2. Πήγα για να δηλώσω την τράκα και έπεσα σ' έναν καρεκλάτο, μού 'σπασε τ' αρκίδια, γάμησέ με ρε συ, σου λέω! Τρεις ώρες, κεφάλι μού 'κανε.

Chairman (από panos1962, 05/11/09)

Δες και -άτος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για χρωματισμό υφάσματος που δεν είναι καθαρός, π.χ. τα κολεγιακά γκρίζα φούτερ. Η απόχρωση μελανζέ επιτυγχάνεται όταν το νήμα είναι πολύχρωμο, π.χ. το μελανζέ των γκρίζων κολεγιακών φούτερ επιτυγχάνεται με ασπρόμαυρο νήμα.

Στην αργκό χρησιμοποιείται για ομοφυλόφιλους ή κάπως γυναικωτούς, τέλος πάντων για όχι και τόσο φανατικούς άντρες ή γυναίκες, π.χ. λέμε: «Ρε συ, αυτός λίγο μελανζέ μου φάνηκε».

Το πρωτοάκουσα από τη Σπεράντζα Βρανά σε συνέντευξη: «Αυτός ήταν λίγο, πώς να το πω, να, μελανζέ, κατάλαβες;»

  1. Ρε συ, αυτός μελανζέ μου φάνηκε. Πάμε να φύγουμε θα μας την πέσει!

  2. - Η δικιά σου είναι μελανζέ.
    - Τι λες ρε συ;
    - Άμα σου λέω, αφού την είδα προχθές με τη γκόμενα να φιλιούνται.

Στην αρχή του τραγουδιού. (από Khan, 21/10/09)(από panos1962, 28/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified