Κυριολεκτικά πεθαίνω από έρωτα, λιώνω από κάβλα. Λεξιπλασία δικής μου έμπνευσης - έτσι πιστεύω τουλάστιχον - μέσα απ' τη ζωή βγαλμένη. Διακαής και επώδυνος πόθος, τον οποίο, λίγο πολύ, όλοι τον έχουμε γευτεί, όπως λέει και το σχετικό άσμα.

  1. - Πώς πας με τη Σούλα; Ακόμη καψούρης;
    - Μόνο καψούρης; Τη σκέφτομαι και καβλιώνω...

  2. - Είδα τον Αλέκο και μου φάνηκε λίγο χάλια. Τρέχει τίποτα;
    - Καψουρεύτηκε μια μαθήτριά του, ο μαλάκας. Καβλιώνει ο καημένος.

(από panos1962, 22/11/09)Καυλιώνει για την πάρτη του η γλυκιά μου... (από vikar, 02/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τουλουμιάζω κάποιον σημαίνει ότι τον δέρνω άσχημα, τον κάνω ασήκωτο. Το λήμμα έλκει την καταγωγή από το τουλούμιασμα του τυριού, ή άλλων τροφίμων, που είναι το σφιχτό κλείσιμο σε δερμάτινο ή πάνινο ασκί των τροφών με στόχο τη φύλαξη ή τη μεταφορά τους.

  1. Πείραζε τα κορίτσια και βγήκαν δυο τετράγωνοι και τον τουλουμιάσανε.

  2. Πήγα να ζητήσω τα ρέστα, ο μαλάκας, και με κάναν τουλούμι στο ξύλο.

  3. Μπλεχτήκανε με τα ΜΑΤ και τους τουλουμιάσανε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω κάποιον ασήκωτο σημαίνει ότι τον δέρνω πάρα πολύ, σε βαθμό να μην μπορεί να σηκωθεί, να μην μπορεί να πάρει τα πόδια του. Πρόκειται για μπαμπαδισμό, αλλά χρησιμοποιείται ευρέως και στις μέρες μας.

  1. Άσε, πιαστήκαμε στα χέρια με κάτι ΟΥΚάδες και μας κάνανε ασήκωτους.

  2. Τη βγήκε σε κάτι ψωμιά και τον έκαναν ασήκωτο.

(από electron, 21/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω κάποιον βαπόρι, σημαίνει τον φέρνω εκτός εαυτού, τον εκνευρίζω, τον μπριζάρω. Βαπόρι, κατά κυριολεξία, είναι το ατμοκίνητο καράβι (από το αγγλικό vapor που σημαίνει ατμός). Επομένως, ο όρος συνδέεται με την πίεση του ατμού που χρησιμοποιείται στους ατμοκινητήρες.

  1. Μ' έπιασε το πρωί η Ανθούλα και μ' άρχισε στα πουστριλίκια για το ισοζύγιο, ενώ το λάθος ήταν δικό της. Άσε, βαπόρι έγινα!

  2. Τον άρχισε πάλι με τα πολιτικά και τον έκανε βαπόρι.

  3. - Θα πάω να του τα πω. Δεν μπορεί να συνεχίζεται άλλο αυτή η κατάσταση!
    - Να πας, αλλά θα γίνει βαπόρι, να το ξέρεις.

Queen Mary I (από panos1962, 21/11/09)Βαπόρι έγινα! (από panos1962, 21/11/09)

βλ. και τούρμπο / έγινα τούρμπο, έγινα βαπόρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τελείως μπαμπαδίστικο, αλλά πάντα επίκαιρο. Σημαίνει τον άνθρωπο τον ελεεινό, τον κίναιδο, αυτόν που χαμουρεύει αγοράκια και τα βάζει στο στραβό δρόμο, φτάνοντας ενίοτε σε ολοκλήρωση των ανομολόγητων πράξεών του, με, φεύ, ανεπανόρθωτες συνέπειες για τα γιουσουφάκια που έπεσαν στα επιδέξια χέρια του. Πολλές γκέισες ξεκίνησαν την καριέρα τους με τη «βοήθεια» κάποιου πρόθυμου τορναδόρου (μπακάλη, θείου, πνευματικού, γκαραζιέρη, ψαρά, μανάβη κλπ).

  1. - Πού είναι ο μικρός;
    - Τον έστειλα στον μπαρμπα-Μηνά να τον βοηθήσει λίγο στο μαγαζί.
    - Καλά, τρελή είσαι; Ρε συ, αυτός είναι τορναδόρος μέγας. Θα το χαλάσει το παιδί.

  2. - Ο Αντρέας είπε ότι ο Μήτσος ο ψιλικατζής χαμουρεύει το γιό του.
    - Τορναδόρος ο Μήτσος; Δεν του φαινότανε...

Καλόγερος τορναδόρος (από panos1962, 20/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαλάω κάποιον, ή κάποια, σημαίνει στη λιμανίσια αγοραία αργκό του υποκόσμου το ξεπαρθένιασμα, ή γενικότερα το άγριο ξέσκισμα, το ξεπάτωμα. Βεβαίως ο όρος χρησιμοποιείται και από την «καλή» λεγόμενη κοινωνία, π.χ. «Πα, πα, πα, το χάλασε το κορίτσι μας ο αλήτης», ή «Τον έστειλαν οι γονείς του να σπουδάσει, αλλά τον έμπλεξε στα δίχτυα του ένας ελεεινός, τάχα ζωγράφος, και το χάλασε το παιδί».

  1. - Τα 'μπλεξε μ' αυτόν τον αλήτη το Μπάμπη το μανάβη και δε διαβάζει ντιπ το παλιοκόριτσο.
    - Καλέ, ξέρεις πόσα κορίτσια έχει χαλάσει αυτός; Τράβηξέ την από δαύτον πριν είναι αργά.

  2. - Τι κάνει ο Αντρέας του Νικόλα;
    - Τι να κάνει; Το γύρισε το φύλο. Δεν τα 'μαθες;
    - Άσε, ρε. Τι μου λές; Προπέρσι θυμάμαι που χτύπαγε γκομενάκια στην ψησταριά που δούλευε, στα κάστρα.
    - Ακριβώς! Το αφεντικό του τον χάλασε. Κάθε βράδυ τον πασπάτευε και του ζητούσε να του κάθεται για να μην τον απολύσει.
    - Πω, πω, καημένε Νικόλα, σε λυπάμαι. Κρίμα πάντως το παιδί...

Πήγε να ψωνίσει απ\' το Μήτσο και το χάλασε το κορίτσι ο άτιμος! (από panos1962, 20/11/09)διακορευτής ή περφορατέρ (από allivegp, 20/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει τσιμουδιά, ησυχία. Το λέμε όταν θέλουμε να επιβάλουμε σιωπή σε θορυβώδη ομήγυρη (σχολική τάξη, στρατιωτικός θάλαμος κλπ), ή σε φλύαρο (ή αυθάδη) συνομιλητή. Πρόκειται για κλασσικότατη έκφραση που η χρήση της χάνεται στα βάθη του χρόνου. Μάλλον οφείλει την ετυμολογία του στην συμπροφορά των άφωνων (άηχων) «κ» και «χ».

  1. Μη κάνεις κιχ! Θα μας ακούσουν.

  2. Κιχ! Σκασμός, κωλόπαιδα!

  3. Τον πήρε απ' τον κώλο και δεν έβγαλε κιχ. Μεγάλη πουτάνα.

(από panos1962, 20/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η σχισμή ανάμεσα στα δύο κωλομέρια. Πραγματικά, νομίζω δεν υπάρχει επίσημος ορισμός για την εν λόγω περιοχή. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις λέγεται και κωλοχαράδρα.

  1. Πώ, ρε μαλάκα, έσκυψε και φάνηκε η κωλοχωρίστρα!

  2. Το βρακί χώθηκε όλο στην κωλοχωρίστρα κι ούτε που δίνει σημασία, η καριόλα.

  3. Τα είδες τα καινούρια στρινγκ-στέκα; Καλά, τι φοράνε, ρε, οι πουτάνες;

(από panos1962, 20/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε όταν κάνουμε λαθεμένες επιλογές. Η φράση οφείλεται στην μέτρια ποιότητα του κρέατος της περιοχής του λαιμού (σβέρκος), οπότε σημαίνει ότι αυτό που ψωνίσαμε, αυτό που επιλέξαμε, δεν ήταν η καλύτερη επιλογή που μπορούσαμε να κάνουμε.

Πρόκειται για κλασική έκφραση, η οποία δεν ανταποκρίνεται στη σημερινή πραγματικότητα. Πράγματι, στις μέρες μας ο σβέρκος δεν θεωρείται κρέας κακής ποιότητας, αλλά στα παλιότερα χρόνια, που η χοληστερίνη δεν αποτελούσε ρυθμιστικό διατροφικό παράγοντα, δεν έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης.

  1. - Είπα στον καινούριο που προσέλαβες προχθές, να πάει να κάνει φωτοτυπίες και μου είπε: «Γιατί να πάω εγώ;»
    - Κατάλαβα, ψωνίσαμε από σβέρκο.

  2. Το αμάξι που πήρα από τον Παναγιώτη καίει λάδια, γαμώτο. Πάλι ψώνισα από σβέρκο.

  3. - Ο εργολάβος που δώσαμε το οικόπεδο αντιπαροχή μπήκε φυλακή και μας άφησε με ένα κάρο χρέη και το σπίτι μισό.
    - Ψωνίσατε από σβέρκο δηλαδή...

Τα μέρη του χοιρινού κρέατος. (από panos1962, 19/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που λέμε όταν κάποιος δείχνει σε κάποιον άλλο, με τρόπο ανάγλυφο και αδιαμφισβήτητο, ότι έχει άδικο. Η ετυμολογία της φράσης είναι μάλλον προφανής, καθώς σημαίνει ότι κάποιος «βοηθάει» τον άλλο να δει τα πράγματα πιο σωστά, πιο καθαρά.

  1. - Είδες τη συζήτηση στη βουλή; Ο Γιώργος τα είπε ωραία.
    - Ναι, αλλά ο Βαγγέλης, στο τέλος, του φόρεσε τα γυαλιά.

  2. Ο γενικός μας έριξε κάτι πουστριλίκια το πρωί, αλλά ο Αντώνης έφερε όλα τα παραστατικά, που ο ίδιος είχε υπογράψει, και του φόρεσε τα γυαλιά.

(από panos1962, 18/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified