Προέρχεται απο τις ηλικιωμένες ανύπαντρες γυναίκες. Μεταφορικά, οι οπαδοί του Ηρακλή Θεσσαλονίκης, αφού είναι ο παλιότερος ποδοσφαιρικός σύλλογος στην Ελλάδα. Εξού και «γηραιός».

- Το φανταστήκαμε πως θα μας περιμένουν οι γεροντοκόρες στο σταθμό, γι' αυτό και είχαμε κρύψει τα κασκόλ και τις σημαίες. Ούτε που μας πήρανε χαμπάρι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και κλαπαρχίδης.

Αυτός που (συνήθως λόγω ηλικίας) έχουν κρεμάσει τ' αρχίδια του, με αποτέλεσμα, όταν περπατάει γυμνός να χτυπάνε παλαμάκια!

Μεταφορικά, ο ανίκανος (όχι μόνο σεξουαλικά), ο άχρηστος.

-Τι να μας πει μωρέ ο κλαπαρχίδας, σάμπως μπορούσε να κάνει κάτι;

Δες και κλαπανάρας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του πνίγω το κουνέλι, κάνω πολύ συχνά sex. Χρησιμοποιείται κυρίως για γυναίκες.

-Το πνίγει το λαγουδάκι (κουνέλι) η Μαριάννα. Μη τον δει στα ξένα χέρια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαμήσου αμέσως. Από το σαλτάρω (= κάνω άλμα), κάτι που γίνεται πολύ γρήγορα.

*.

-Σάλτα και γαμήσου λίγο παρακάτω, που' χει και άπλα να κάνεις τα τρελά σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κότα λειράτη (απο το λειρί), πολύ δειλός.

-Μόνο κότα; Κότα λειράτη σου λέω, μεγάλος χέστης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λιγούρης και φτωχαδάκι ταυτόχρονα. Ο φτωχομπινές.

Σιγά μη μπορεί να το αγοράσει, ο χλιμίτζουρας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αφελής, ο κοροϊδίσιος.

- Στην αρχή τα χρειάστηκα, αλλά μόλις κατάλαβα πως είναι λάγιος, τού 'σκασα ένα παραμύθι και μάσησε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified