Το όνομα του μεγάλου γερμανού μουσουργού Μπετόβεν εκφράζει κατά μιαν έννοια την ποιότητα. Αν αντικατασταθεί με κάποιο άλλο π.χ. Μπεζαντάκου, αυτομάτως η ποιότητα υποβαθμίζεται. Εν τούτοις η συγκεκριμένη έκφραση χρησιμοποιείται με σκοπό να ειρωνευτούμε κάποιον που παραπονιέται ότι αυτό που αγόρασε δεν είναι και το καλύτερο.

- Πήρα 2 πουκάμισα τις προάλλες, με 10 ευρώ το ένα. Το ύφασμα τους όμως χάλια, όσο σιδέρωμα και να τους ρίξεις, δεν στρώνουν με τίποτα.
- Και εσύ τι περίμενες να ακούσεις με 10 ευρώ; Μπετόβεν; Μην τα θέλουμε όλα δικά μας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σαπιοκάραβο.

-Τι λες, πάμε ενα ταξιδάκι στην Κύθηρα το Σάββατο;
-Είσαι καλά; Και να μπω σ΄αυτόν το σκυλοπνίχτη; Με την καμία όμως!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για άτομα που είναι τόσο κουρασμένα, κοινώς πτώματα, με αποτέλεσμα να συναγωνίζονται τους πεθαμένους. Ουσιαστικά, το μόνο που τους απομένει είναι το (κυριολεκτικό) θάψιμο.

«Γύρισε η κορούλα μου από τη δουλειά, πεθαμένη κι άθαφτη, είναι να την κλαις» έλεγε η σπασαρχίδω πεθερά στις νύφες της, για να τους δείξει ότι η κόρη της είναι άξια και εργατική, ενώ εκείνες και καλά δεν έκαναν τίποτα απολύτως.

(από electron, 21/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται όταν θέλουμε να δώσουμε κάτι από το περίσσευμά μας.

Κραμπούσια = είδος λαχανικού.

- Από πού έρχεσαι Θεια-Γιώργαινα;
- Από το χωράφι, δάσκαλε.
- Βλέπω και φέρνεις μπόλικα κραμπούσια...
- Ναι, ναι, πάρε δάσκαλε κραμπούσια, πάρε!
- Φχαριστώ, δε θέλω...
- Πάρε, δάσκαλε, πάρε, για τα γουρούνια τά 'χομε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε όταν κάποιος δεν δέχεται αστεία.

Δε σηκώνεις αστεία καημένε Γιάννη, όλο μύτη και πορδή κατάντησες!

πρωτοκλάστης - πρωτομυριστής (από BuBis, 11/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για τις γυναίκες που ασχολούνται με τα επουσιώδη και παραμελούν τα πρωτεύοντα ή, τελοσπάντων, παίζει και λίγο το ματάκι τους για να λέμε και τα πράγματα με το όνομά τους.

Κοπέλι = υπηρέτης.

Ένα σπίτι είχε κοπέλι και μια γειτόνισσα είδε τη νοικοκυρά να παίζει μαζί του και της είπε κάποια παρατήρηση. Τότε η νοικοκυρά της απαντά «ουουου ξέχασα πως είχα άντρα κι έπαιζα με το κοπέλι για να ξελασπώσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χωρίς καπέλο, με ακάλυπτο κεφάλι τέλος πάντων.

  1. Τα μαλλιά τους οι γυναίκες τα έκαναν κοτσίδες πίσω στην πλάτη. Άλλοτε τις έκαναν κύκλο στο κεφάλι ή φτιάχνανε τα μαλλιά κότσο και βγαίνανε ξεκούτρουλες.

  2. Μην πας ξεκούτρουλος ρε, θα γυρίσεις σαν ζαλισμένο κοτόπουλο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τίτλος που απονέμεται στην κάθε ενοχλητική θεια που βρίσκεται στο δρόμο σου και σου υποβάλλει διάφορες ερωτήσεις κρίσεως στις οποίες είσαι υποχρεωμένος /-η να απαντάς.

Πού πας; έφαγες; έκλασες; κ.τ.λ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι καλικάντζαροι.

Οι λυκούτσαρδοι είναι τριχωτοί, κοντοί, με στραβά πόδια, σαν νάνοι και γυρίζουνε πάντου απο την παραμονή των Χριστουγέννων μέχρι την παραμονή των Φώτων.

Σχετικό: κατσιμπουχέρια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κομμάτι ή κάτι κομματιασμένο. Προέρχεται από την αρχαία λέξη κοσκυλμάτια.

Ο άνθρωπος έπεσε απο ψηλά και έγινε κουβάρι και κούσκουλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified