Τίτλος που απονέμεται στην κάθε ενοχλητική θεια που βρίσκεται στο δρόμο σου και σου υποβάλλει διάφορες ερωτήσεις κρίσεως στις οποίες είσαι υποχρεωμένος /-η να απαντάς.
Πού πας; έφαγες; έκλασες; κ.τ.λ.
Τίτλος που απονέμεται στην κάθε ενοχλητική θεια που βρίσκεται στο δρόμο σου και σου υποβάλλει διάφορες ερωτήσεις κρίσεως στις οποίες είσαι υποχρεωμένος /-η να απαντάς.
Πού πας; έφαγες; έκλασες; κ.τ.λ.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το σαπιοκάραβο.
-Τι λες, πάμε ενα ταξιδάκι στην Κύθηρα το Σάββατο;
-Είσαι καλά; Και να μπω σ΄αυτόν το σκυλοπνίχτη; Με την καμία όμως!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Λέγεται ως συνήθως από τους χαμηλοσυνταξιούχους που τα οικονομικά τους, αν μη τι άλλο, δεν τους βοηθούν ιδιαίτερα.
- Πώς τα βγάζετε πέρα με τα λιγοστά χρήματα που λαμβάνετε; - Ένα φιδέ κι ακίνητος. Αν κινηθούμε θα ξαναπεινάσουμε!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Όποιος μιλά έντονα, εκτοξεύοντας σταγονίδια από το στόμα του και τρώνε οι γύρω του τις «ψιχάλες»...
- Ποιον καθηγητή είχατε την προηγούμενη ώρα;
- Τον Κ... Όταν πλησιάζει κατά το μέρος σου πρέπει να κρατάς ομπρέλα. Ο άνθρωπος μιλάμε είναι σκέτη κινούμενη βροχή!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Λέγεται όταν δεν πάνε σε κάποιον καλά τα πράγματα γενικώς.
Μωρέ τ' αγόρασα εκείνο το φουστάνι και το χρουστώ... κακά και μαύρα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Λέγεται όταν θέλουμε να δώσουμε κάτι από το περίσσευμά μας.
Κραμπούσια = είδος λαχανικού.
- Από πού έρχεσαι Θεια-Γιώργαινα;
- Από το χωράφι, δάσκαλε.
- Βλέπω και φέρνεις μπόλικα κραμπούσια...
- Ναι, ναι, πάρε δάσκαλε κραμπούσια, πάρε!
- Φχαριστώ, δε θέλω...
- Πάρε, δάσκαλε, πάρε, για τα γουρούνια τά 'χομε...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το λέμε με κοροϊδευτική, περιφρονητική διάθεση σε όσους αργούν να ξυπνήσουν.
Σήκω πάνω επιτέλους βρε ανεπρόκοπε, θα σε κατουρήσ' ο ήλιος!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Έκφραση αντίστοιχη της «Είχες και στο χωριό σου...;». Χρησιμοποιείται ως εναλλακτική της παραπάνω, σε εκείνους που κάνουν τους πρωτευουσιάνους αλλά η βλαχιά τους «φωνάζει» από χιλιόμετρα.
- Όλα κι όλα, αν δεν πάω κάθε μέρα στο τάδε μαγαζί να πιω το φρέντο μου δε λέει. Τον συνήθισα και δεν κάνω πλέον χωρίς αυτόν.
-Σιγά μωρή βλαχάρα! Έφαγες δηλαδή πολύ ξύλο για να τον μάθεις...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το λέμε όταν κάποιος δεν δέχεται αστεία.
Δε σηκώνεις αστεία καημένε Γιάννη, όλο μύτη και πορδή κατάντησες!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κομμάτι ή κάτι κομματιασμένο. Προέρχεται από την αρχαία λέξη κοσκυλμάτια.
Ο άνθρωπος έπεσε απο ψηλά και έγινε κουβάρι και κούσκουλο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified