Χωρίς καπέλο, με ακάλυπτο κεφάλι τέλος πάντων.

  1. Τα μαλλιά τους οι γυναίκες τα έκαναν κοτσίδες πίσω στην πλάτη. Άλλοτε τις έκαναν κύκλο στο κεφάλι ή φτιάχνανε τα μαλλιά κότσο και βγαίνανε ξεκούτρουλες.

  2. Μην πας ξεκούτρουλος ρε, θα γυρίσεις σαν ζαλισμένο κοτόπουλο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για άτομα που είναι τόσο κουρασμένα, κοινώς πτώματα, με αποτέλεσμα να συναγωνίζονται τους πεθαμένους. Ουσιαστικά, το μόνο που τους απομένει είναι το (κυριολεκτικό) θάψιμο.

«Γύρισε η κορούλα μου από τη δουλειά, πεθαμένη κι άθαφτη, είναι να την κλαις» έλεγε η σπασαρχίδω πεθερά στις νύφες της, για να τους δείξει ότι η κόρη της είναι άξια και εργατική, ενώ εκείνες και καλά δεν έκαναν τίποτα απολύτως.

(από electron, 21/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που θα μπορούσε να ειπωθεί ενόψει προγραμματισμένης απεργίας των εργαζομένων στα ΜΜΕ και αφορά τα κρατικά κανάλια που βρίθουν από νταλαρικά και λοιπά κουλτουριάρικα άσματα -που αν μύτη άλλο μια νύστα την προκαλούν- σε συνδυασμό με την «παγωμένη» εικόνα που συνοδεύεται από το σχετικό κατεβατό.

Θα ήθελα επίσης να προσθέσω ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ταιριάζει γάντι η φράση «Δε μας χέζεις ρε Νταλάρα και εσείς οι υπόλοιποι;»

Αφού υπάρχει όμως ελευθερία επιλογών, δεν είμαστε υποχρεωμένοι να το υποστούμε όλο αυτό στην τελική.

- Τα 'μαθες; Πάλι απεργία θα 'χουν αύριο οι «κουρασμένοι», τους έχει φάει η πολλή δουλειά.
- Α κατάάάλαβα, δε θα σταματά ο Νταλάρας στη ΝΕΤ, θα καούν τα κάρβουνα.

(από FARSOKOMODIA, 19/12/09)(από FARSOKOMODIA, 19/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για τις γυναίκες που ασχολούνται με τα επουσιώδη και παραμελούν τα πρωτεύοντα ή, τελοσπάντων, παίζει και λίγο το ματάκι τους για να λέμε και τα πράγματα με το όνομά τους.

Κοπέλι = υπηρέτης.

Ένα σπίτι είχε κοπέλι και μια γειτόνισσα είδε τη νοικοκυρά να παίζει μαζί του και της είπε κάποια παρατήρηση. Τότε η νοικοκυρά της απαντά «ουουου ξέχασα πως είχα άντρα κι έπαιζα με το κοπέλι για να ξελασπώσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός που συνηθίζεται απο τους αντι-Λαζοπουλικούς και σημαίνει το προφανές.

- Τι λέει πάλι αυτός ο αηδίας, ο αλ τσαντίρ μαλάκ; Πότε θα πάψει επιτέλους να ασχολείται με το κάθε παρτσακλό;

(από FARSOKOMODIA, 18/12/09)Τα λεφτά, λεφτά μην ξεχνιόμαστε... (από FARSOKOMODIA, 18/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέραν της κλασσικής έννοιας, ως διόδια χαρακτηρίζεται ο άνθρωπος τον οποίο και πρέπει να πληρώσουμε για να του αποσπάσουμε ορισμένες πληροφορίες ή να πάρουμε την άδεια του για να μπορέσουμε να κάνουμε το επόμενο βήμα.

(Στην ρεσεψιόν ξενοδοχείου)

- Σε ποιό δωμάτιο βρίσκεται ο κύριος που έφτασε πρίν απο λίγο;
- Δεν μπορώ να σας πω. Είστε γνωστός του;
- Καλά, πάρε τώρα ένα κατοστάρι και πες μου
- Εεε, ξέρετε κύριε...
- Με το τσιγκέλι θα στα βγάζω άνθρωπε μου; Πάρε ένα κατοστάρι ακόμα και λέγε επιτέλους, την τύχη μου μέσα με τα διόδια που μπλέξαμε σήμερα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Tα έχει χάσει, του/της έστριψε η βίδα, απολωλό το πνεύμα κι άλλα τέτοια χαριτωμένα που καλύτερα να μην συνεχίσω γιατί θα το ξημερώσω και δε λέει.

- Πήγα να δω χθες τους παππούδες και ζήσαμε πάλι μεγάλες στιγμές. Να κρατάει ο παππούς ένα γλαστράκι και να σημαδεύει το γείτονα. Νομίζω ότι έχει αρχίσει και κλοτσάει τις βόλτες.

-Μην το νομίζεις, να είσαι σίγουρη. Όχι τίποτα άλλο την κακομοίρα τη γιαγιά σκέφτομαι, αυτή τα τραβάει όλα, ο παππούς καλά την έχει στην τρέλα του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περνώ από πάνω, υπερπηδώ.

Ίσως η πρωτότυπη λέξη είναι πορτοσκελώ (πόρτα + σκέλος) με ανάπτυξη προθέματος α, πιθανότερο από τις αρχαιοελληνικές λέξεις α + πορδή + σκέλος. Δηλαδή, απορδοσκελώ: υπερπηδώ με άνεση χωρίς να πέρδομαι κάποιο εμπόδιο.

- Απορδοσκέλησα έναν τοίχο.

- Τα παιδιά απορδοσκελούν τις φωτιές του Αϊ-Γιαννιού.

Ὑπερδιασκελισμὸς τῆς Κληδονίου πυρᾶς (από aias.ath, 14/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το όνομα του μεγάλου γερμανού μουσουργού Μπετόβεν εκφράζει κατά μιαν έννοια την ποιότητα. Αν αντικατασταθεί με κάποιο άλλο π.χ. Μπεζαντάκου, αυτομάτως η ποιότητα υποβαθμίζεται. Εν τούτοις η συγκεκριμένη έκφραση χρησιμοποιείται με σκοπό να ειρωνευτούμε κάποιον που παραπονιέται ότι αυτό που αγόρασε δεν είναι και το καλύτερο.

- Πήρα 2 πουκάμισα τις προάλλες, με 10 ευρώ το ένα. Το ύφασμα τους όμως χάλια, όσο σιδέρωμα και να τους ρίξεις, δεν στρώνουν με τίποτα.
- Και εσύ τι περίμενες να ακούσεις με 10 ευρώ; Μπετόβεν; Μην τα θέλουμε όλα δικά μας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλό είναι, ανεκτό, αλλά όχι άριστο.

-Πως σου φαίνεται ο γαμπρός που κάναμε, αδελφή;
-Ε, έρχεται από δρόμο...
-Μα και η εγγόνα μας έχει καβατζάρει τα τριάντα (χώρια τα καλοκαίρια της), τι περιμέναμε πια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified